Τα δύσκολα παιδικά χρόνια στη Μακεδονία και η μετέπειτα ζωή στην Δραπετσώνα
Segment 1
Οι προσπάθειες επιβίωσης της οικογένειας και η ιστορία της μητέρας της αφηγήτριας
00:00:00 - 00:18:54
Partial Transcript
Καλημέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας; Μαρία. Είναι Δεύτερα 21 Σεπτεμβρίου του 2020, είμαι με την κυρία Μαρία και βρισκόμαστε στη Δραπετσώ…χρόνια και εκεί. Μεγαλώσανε τα παιδιά μου, παντρεύτηκε ο μεγάλος μου, πήγαν φαντάροι, από εκεί και πέρα η ζωή, ας πούμε, δόξα τω Θεώ, καλά.
Lead to transcriptSegment 2
Οι πρώτες εργασιακές εμπειρίες της αφηγήτριας
00:18:54 - 00:35:13
Partial Transcript
Ως ανήλικη που δουλεύατε; Στα αμύγδαλα με τη γιαγιά. Θυμάστε πώς λεγόταν- Το εργοστάσιο; Το εργοστάσιο; Να το αναφέρω; «Καρδασιλάρης» …ις ιστορίες... ιστορίες; Το λέω και εγώ «ιστορίες» Τα έζησα! Ναι. Τα έζησα! Εσύ μπορεί να σου φαίνεται ιστορία… «Τι λέει η γριά...» Ψυχή-
Lead to transcriptSegment 3
Οι συνθήκες εργασίας
00:35:13 - 00:44:26
Partial Transcript
Στην «ΚΟΠΗ»- Ναι. Τι δουλειά κάνατε; Γαζώτρια. Γαζώναμε για τα φανταράκια μας ρούχα. Και εκεί ωραία πέρασα. Ήταν καλές οι συνθήκες εργασ… μπαλκονάκι μου, θυμάμαι τα παλιά, κλαίω και λέω: «Μαρίτσα πώς έγινες;». Αυτά με στεναχωρούν για να είμαι ειλικρινής, αλλά αυτά έχει η ζωή.
Lead to transcriptSegment 4
Η θέση της γυναίκας και τα παραδοσιακά έθιμα
00:44:26 - 00:57:26
Partial Transcript
Η ζωή των γυναικών, εδώ στην περιοχή, πώς ήτανε; Η καθημερινότητά τους; Πώς να ήταν, παιδί μου; Όπως σου είπα το σπίτι, τότε δεν… τότε δεν …ω θα φάμε, να φύγουνε». Ναι. Και από τότε σταμάτησα. Ωστόσο μετά και εκείνος αρρώστησε, μεγαλώσαμε και έπαψε το... Ωστόσο έφυγε απ’ τη ζωή.
Lead to transcriptSegment 5
Τα παιδικά γενέθλια και οι διατροφικές συνήθειες
00:57:26 - 01:27:08
Partial Transcript
Έκαναν και οι γονείς σας ονομαστική εορτή; Γιόρταζαν τον μπαμπά σας; Ο μπαμπάς μου δεν τον γιόρταζε η μητέρα μου, Δημοσθένη. Η μαμά μου έλε… ευχαριστώ πολύ και πάλι. Γιατί Μαρία; Ένα παγωτάκι, μικρό είναι. Δεν είναι μεγάλο. Αυτό βγαίνει; Το γράψαμε και αυτό; Ευχαριστώ πολύ.
Lead to transcriptSegment 1
Οι προσπάθειες επιβίωσης της οικογένειας και η ιστορία της μητέρας της αφηγήτριας
00:00:00 - 00:18:54
[00:00:00]Καλημέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας;
Μαρία.
Είναι Δεύτερα 21 Σεπτεμβρίου του 2020, είμαι με την κυρία Μαρία και βρισκόμαστε στη Δραπετσώνα. Εγώ ονομάζομαι Μαρία Κωνσταντινίδου, είμαι ερευνήτρια στο Ιστόρημα και ξεκινάμε. Θα μας πείτε πότε και πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα, πουλάκι μου, στη Μακεδονία, 6 Αυγούστου, το '37. Πήγε ο πατέρας μου στη Μακεδονία για κάτι κληρονομικά, η μητέρα μου ήταν εδώ στον Πειραιά και πήγε να τον βρει στη Μακεδονία και εκεί γεννήθηκα. Κατόπιν, μας βρήκε ο χειμώνας και ήρθαμε εδώ. Μ’ έναν φορτηγά τότε. «Άγιο είχε» κιόλας, κόντεψαν να πέσουν κάτω στον γκρεμό. Λοιπόν, είμαι δηλωμένη εδώ στη Δραπετσώνα, στο Κερατσίνι μάλλον. Λοιπόν, το '37, μάλλον το '38 με βάλανε εδώ για τρεις μήνες, μετά... τι να πω παραπάνω απ’ αυτό; Μετά, ας πούμε, έγινα το '37, το '40 κηρύχθηκε ο Πόλεμος, πάλι πήγαμε στη Μακεδονία, γιατί είχε ο μπαμπάς μου αδερφές, δεν έβρισκε εδώ να μας ταΐσει ούτε γάλα, ούτε αυτό. Σου λέει: «Θα πάω στις αδερφές μου, έστω ένα ποτήρι γάλα από τα πρόβατα που είχανε θα δώσει» αλλά τέλος πάντων, νοίκιασε ο μπαμπάς μου ένα σπιτάκι. Κάτσαμε λίγο στο χωριό της θείας μου, από εκεί μετά, φύγαμε και πήγαμε στην Κοζάνη, σε ένα χωριό, τον Κρόκο που λένε, εκεί άνοιξε μία βιοτεχνία, να το πω, πώς να το ονομάσω; Δεν ξέρω. Εκεί, δεν είχε η Μακεδονία ελιές και ασχολήθηκε ο πατέρας μου, πήγε στη Θεσσαλονίκη, πήρε κάτι μηχανήματα και έβγαζε λάδι. Σπορέλαιο, σησαμέλαιο, καρυδέλαιο, αμυγδαλέλαιο, με αυτό. Αλλά το αμυγδαλέλαιο ήταν για φαρμακευτική... ναι. Εκείνο που τρώγαμε ήταν πολύ το σουσάμι. Το σουσάμι και το λινάρι, λιναρόσπορο. Αυτό… κάτσαμε στη Μακεδονία 10 χρόνια, πήγα τρίο και ήρθα εδώ δεκατρίο. Εδώ τελείωσα, στου «Αυγουλά» το σχολείο, τρεις μήνες. Λοιπόν, από εκεί και πέρα, τι να σου πω παιδί μου; Φτώχεια, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν οικοδόμος. Στην εποχή εκείνη ποιος να χτίσει; Δεν υπήρχε. Και ωστόσο, έγινα 15 χρονών. Έλεος! Σπίτι δεν είχαμε, δουλειά δεν είχε ο μπαμπάς μου. Αναγκάστηκε η μητέρα μου, ήξερε αργαλειό και άρχισε να υφαίνει κουρελούδες. Και για να δουλέψει απ’ το πρωί ως το βράδυ, τέσσερις πήχες να βγάλει και να παίρνει 4 δραχμούλες. Αυτές τις δραχμούλες… να περιμένει τον μανάβη, να πάρει μα τη μελιτζάνα, μα την ντομάτα, να μας κάνει κάτι να φάμε, τέσσερα παιδιά. Λοιπόν, ωστόσο και ο μπαμπάς μου, τότε η οικοδομική ήταν πολύ δύσκολα, με ντενεκέ, μαδέρια και αυτά, ν’ ανέβεις. Τώρα μην κοιτάς τα μηχανήματα. Πού και πού έκανε ένα μεροκάματο. Μετά, κλάμα στο κλάμα να πάω στη δουλειά. Εκείνος επέμενε όχι: «Το κορίτσι δε θα πάει στη δουλειά». Και η γιαγιά σου, τι να σου πω; Πολλοί μαζί φεύγαμε. Λοιπόν, πήγα στη δουλειά, μεγάλωσαν και τ’ άλλα τα παιδιά, γιατί εγώ ήμουν η πρώτη. Ο μεγάλος αδερφός μου κάπου στην… σε μία κρατική δουλειά. Και εκεί δεν πληρωνόταν, ήθελε τέχνη να μάθει. Λίγο-λίγο μεγαλώσαμε. Και εγώ τότε, όταν πήγα στη δουλειά, έπαιρνα 117 δραχμές την βδομάδα. Με αυτά τα 117, τα έδινα τη μητέρα μου με το φακελάκι. Πέντε στον βουτυρά, πέρναγε ο βουτυράς. Πέντε σ’ έναν έμπορα να βάλεις ένα φανελάκι, ένα... σαν μητέρα ήξερε τα έξοδα του σπιτιού. Πέντε στον τσαγκάρη να πάρουμε παπούτσια. Δηλαδή, γινόταν αυτό το κουμάντο. Ωστόσο, τι θα κάνουμε; Σπίτι δεν είχαμε, μέναμε στη θεία μου, σε ένα υπόγειο και τότε, βάλανε σκοπό, να κάνουνε πλίθοι, χώμα. Κάνανε μία βάση. Πώς να στο πω; Ένα καλούπι και κάνανε χώμα και κάνανε λάσπη και κάνανε αυτές τις... τα τούβλα. Και πολλά τέτοια, η μητέρα μου και ο πατέρας μου μαζί, αυτοί οι δύο άνθρωποι πολεμήσανε. Και κάναμε ένα δωμάτιο με αυτά τα πλίθοι, στέγνωσαν και τα αυτά. Πλίθινα ήτανε όλα εδώ. Και έβαλε το κεφάλι μας μέσα, ο άνθρωπος, ο πατέρας μου, Θεός σχωρέστον. Αυτά. Τι να πεις; Και να έχουμε το «Τσιμεντάδικο» και να είναι το... Πού ταβάνι να βάλεις; Σανίδες και από πάνω τα κεραμίδια και όταν ερχόταν το τσιμέντο…. λες και βροχή, μέσα το χώμα έπεφτε. Αφού σκουπίζαμε, σφουγγαρίζαμε και σ’ ένα λεπτό μάζευες ένα φαράσι χώμα, τσιμέντο. Τι να πρωτοπείς; Και τι να πρωτοθυμηθείς; Λίγο-λίγο, λίγο-λίγο μεγαλώσαμε, σου λέω και αυτά, προσφέραμε όλοι αυτό. Μέχρι το '60, ας το πω, λίγο από το '50 μέχρι το' 60. Γιατί μην ξεχνάς, το '50 ήρθαμε. Το '44, πότε φύγανε οι...; Τέλος πάντων. Και μετά, από το '50 και πέρα, αυτά γίνανε… και μετά… το μυαλό μου σταμάτησε. Τι να βάλω και τι να θυμηθώ;
Οι γονείς σας πώς βρέθηκαν-
Εδώ;
Στη Δραπετσώνα;
Κοίταξε, τη μαμά μου, όταν ήρθαν από τη Ρωσία, σου είπα στα Καβάκια και μετά τους πήγαν το καράβι στην Άρτα. Τη μαμά μου τη βγάλανε εκεί στην Άρτα. Τη μαμά μου, τη γιαγιά μου και τον παππού μου. Και σου είπα το πήρε αυτή η κυρία, εν τω μεταξύ, ένα παιδάκι 9 χρονών, πείνα και αυτό! Και του έδινε 5 ελιές την ημέρα και μία φέτα ψωμί, τίποτα άλλο. Και κοίταζε πώς να φύγει εκείνη και έπαιρνε με τα χεράκια του αλεύρι και έβαζε νερό και το έριχνε στο τζάκι και το έψηνε και το έτρωγε, λίγο. Μου τα έλεγε και... Σου λέω… Και το έκανε, ωστόσο… 15 χρονών. Αυτή είχε ένα αγοράκι, με εκείνο το μεγάλωσε, το πήγαινε, το έστελνε ένα κοριτσάκι… 10, 11, άρχισε να μεγαλώνει, να τη βάζει, με συγχωρείς, με τις ακαθαρσίες σε τενεκέ, να το πάει στο ποτάμι να τα πετάξει, στο κεφαλάκι του. Ένα παιδί 10 χρονών. Ωστόσο, όταν οργανωθήκαν οι πρόσφυγες, μετά από κάμποσο καιρό. Κάνανε πρόεδρο κάνανε αυτό. Και είχε μάθει ο πρόεδρος ότι κακοπερνούσε η μητέρα μου, με αυτήν την κυρία. Και πάει ο πρόεδρος και της κάνει ένα προξενιό, για να το πάρουνε το παιδί. Και εκείνη αντέδρασε και εκεί είπε: «Τι; Τώρα που θα δω την προκοπή της θα το παντρέψω;» Και τα λοιπά; Και τέλος πάντων, αυτό το πράγμα, σταμάτησε εκεί. Μία μέρα η μάνα μου, παιδί μωρέ, τότε είχαν οι λάμπες πορσελάνες, οι κυρίες που είχαν τον τρόπο τους. Και πώς κάνει η μάνα μου απ’ το ένα δωμάτιο να το μεταφέρει στο άλλο, της πέφτει η λάμπα. Αυτό ήταν η χαριστική βολή, να το πω. «Που πήραν τα μυαλά σου αέρα. Που σου έκαναν παντρειά...» και το ένα και το άλλο... Ωστόσο, όμως, όταν ήρθανε και δεν το έδωσε το κορίτσι, είπε ο πρόεδρος στη μαμά μου: [00:10:00]«Οτιδήποτε σου συμβεί, θα ‘ρθεις στο σπίτι μου». Και μετά, έγινε αυτό το επεισόδιο με τη λάμπα. Και μία μέρα, Κυριακή, ωστόσο, ήταν χήρα και είχε ένα παιδί, τέλος πάντων, τα παραπέρα δεν μας ενδιαφέρουν, να μην τα αναφέρουμε, η γυναίκα συγχωρέθηκε. Σηκώθηκε το πρωί, εκείνη πήγε στην εκκλησία. Η μαμά ταχτοποίησε το μωρό, όλα αυτά και μάζεψε τα ρουχαλάκια της και φεύγει και πάει στον πρόεδρο. Πήγε εκεί, το πήρανε… τη μάνα μου, τη μεγαλώσανε, την προικίσανε, δηλαδή πέρασε τη ζωή του καλά. Ήτανε πιο… με τρόπο δηλαδή, της ζωής καλή. Είχαν καλό τρόπο, τρόπο εννοείται, σε κατάσταση οικονομική. Και ήταν και ο παππούς δάσκαλος στην πατρίδα και είχε πάει σε οικογένεια καλή. Ωστόσο, έγινε και η μαμά μου τότε 20- 22 και άρχισε και ο πρόεδρος που το πήρανε, τον έλεγε: «μπαμπά και μαμά» λοιπόν, να την παντρέψουνε. Κάνανε… εν τω μεταξύ, εδώ στον Πειραιά, η μάνα μου ήταν στην Άρτα. Στον Πειραιά εδώ, ήταν η θεία μου και είχε τον κουνιάδο της, τον πατέρα μου και εκείνη ήθελε να ξεφορτωθεί, ας το πω έτσι απλά, τον κουνιάδο. Και είδε ο μπαμπάς μου φωτογραφία και είπε: «Αν αυτήν την κοπέλα μου τη φέρετε, θα την παντρευτώ. Αλλιώς δεν παντρεύομαι». Και έμενε… αυτοί που την είχαν στην Άρτα, η αδερφή της έμενε εδώ. Και η θεία μου τώρα, η συννυφάδα της μάλλον, αυτή που είχε τον πατέρα μου, πάει στην αδερφή της, από εκεί της θείας και λέει, της κάνει, «Περσεφόνη το κορίτσι αυτό, το παντρεύει η αδερφή σου;» και τα λοιπά και ναι, κάπως, ας πούμε, έτσι έγινε. Τη φέρανε τη μάνα μου από την Άρτα. Ήθελε η αλήθεια-τώρα κοριτσάκια- να τον δει. Έλεγε εκείνη «Πουλάκι μου, ο άντρας… μην κοιτάς τα νιάτα, την ψυχή του να κοιτάς. Και τη φέρανε και την στεφανώσανε. Σάββατο βράδυ, τότε οι γάμοι γινόντουσαν και στο σπίτι. Δεν... ναι.
Αλήθεια;
Ναι. Γινόντουσαν στο σπίτι και την άλλη μέρα, Κυριακή ήταν τα σαράντα του Μεταξά και τη στεφανώσανε Σάββατο βράδυ. Και από εκεί και πέρα είπαμε, η ζωή… έγιναν τα παιδιά, τα δύο, εγώ και ο αδερφός μου κάτω. Και κηρύχθηκε ο Πόλεμος και πήγαμε Μακεδονία, τα υπόλοιπα που σου είπα προηγουμένως. Πήγαμε στη Μακεδονία, κάτσαμε, εκεί πήγα σχολείο. Τελείωσα το Δημοτικό, τρεις μήνες εδώ. Τι να πούμε τώρα του σχολείου; Παίρναμε ένα ξυλαράκι, χιόνια, μέχρι εκεί πάνω, δύο μέτρα! Ακούω καμιά φορά και λένε «Χιόνι». Και λέω: «Τι χιόνια είναι αυτά;» Χιόνια να δεις εκεί! Ένα ξυλαράκι να πάμε να ανάψουμε τη σόμπα, που όλα τα παιδάκια από ένα ξύλο, για να βάλουμε ν’ ανάψουμε τη σόμπα, να ζεσταθούμε, μεγάλη αυτή… από παιδάκι. Ζήσαμε 10 χρόνια παιδικά, χρόνια ανέμελα, καλά, φτώχεια μπορεί και εκεί, γιατί... αλλά και η μαμά μου προσαρμόστηκε μετά, στου χωριού τη ζωή, έκανε και κοτούλες, κάναμε, θρέψαμε, με συγχωρείς, γουρουνάκι. Το '48 ο πατέρας μου πήγε στρατό. Όταν άρχισαν, ας πούμε, να μην τα λέμε.... Οι αντάρτες και τα λοιπά, όταν πήγε στον στρατό ο πατέρας μου… οπότε απολύθηκε, δεν ξέρω... Ο αδερφός μου, ο Λάζαρος είναι το '46, ήτανε δύο χρόνων, απολύθηκε και κάτσαμε άλλα δύο χρόνια και ήρθαμε μετά εδώ. Και μετά που σου είπα που κάναμε τα τούβλα και φτιάξαμε το σπίτι, την περιπέτεια αυτή. Και φτιάξαμε το παραγκάκι και ζούσαμε, φτώχεια... Τι να πω; Που δεν υπήρχε… τζάκι. Τι τζάκι; Βάζαμε δυο πέτρες στο καζάνι, να βράσει το νερό. Με την σκάφη να λουστούμε. Τι άλλο να σου πω; Η μουτζούρα πήγαινε σύννεφο, έλεγε η μαμά μου «Παρ’ το καζάνι και έβγα». Τότε οι δρόμοι ήταν χώμα. Και έπαιρνα το καζάνι, με το πατσαβούρι, δεν είχαμε σφουγγάρια και... Ένα πανί και τρίψε, τρίψε, τρίψε, αυτά τα χεράκια παιδικά, μουτζούρα... Όσο και να το καθαρίσουμε και να το έχουμε πάλι... Κάθε εβδομάδα έβαζε μπουγάδα. -Το μπαστούνι θα είναι- Λοιπόν, θέλω να σου πω, τέτοια τι να... Τι να θυμηθείς; Αλλά ήτανε καλά. Όλοι τότε, ο κόσμος ήταν όλοι σχεδόν, έτσι. Μπορεί μερικοί να ήταν σε πιο καλή μοίρα, γιατί είχαν δουλειά. Και εμείς όταν ο πατέρας μου-τώρα φεύγω από το ένα θέμα στο άλλο- όταν φύγανε από δω, δούλευε στα πετρέλαια στη «Standard» που λένε. Κάτω στα βαρέλια που ήταν τα χρόνια εκείνα. Αλλά όταν φύγαμε χάθηκε η δουλειά και έμεινε στην οικοδομή και είπαμε στη Μακεδονία έκανε αυτό το, εργοστάσιο δεν μπορώ να το πω, τέλος πάντων, μία βιομηχανία. Έβγαζε το λάδι. Με αυτό ζήσαμε 10 χρόνια. Μετά άρχισε η ζωή, ας πούμε, να κυκλοφορεί το λάδι το καλό και αυτό έπαψε πια. Για βαφές ήταν μόνο, ο λιναρόσπορος και τα λοιπά. Και θέλω να σου πω, ήρθαμε εδώ, όλοι ήτανε… ο κόσμος φτωχός. Ωραία. Καθόσουνα το βραδάκι, γιατί ούτε υπήρχε η τηλεόραση, ούτε τίποτα. Καθόμασταν στο πεζοδρόμιο έξω, το σποράκι, να πούνε δυο κουβέντες ο κόσμος. Και έτσι κυλούσε η ημέρα και η νύχτα, η λαμπίτσα, να διαβάζεις στη σόμπα, στο πορτάκι. Στο χωριό, όταν θέλαμε να πάμε σχολείο και αυτό, λάμπα δεν επιτρεπόταν, οι Γερμανοί! Και τα σπίτια δεν είχαν παντζούρια, βάζαμε μπλε κόλλες. Και για να μην ανάβει η λάμπα και εκείνη τη μικρούλα, πηγαίναμε εγώ και ο αδερφός μου στη σόμπα, στο πορτάκι και εκεί διαβάζαμε. Για να τα πεις, δεν φτάνει μία μέρα, ολόκληρη τη ζωή. Δεν φτάνει... Λοιπόν, ωστόσο, μεγάλωσα και εγώ. Βέβαια, παντρεύτηκα πάλι φτώχεια, το βιβλιαράκι. Φτώχεια! Παντρεύτηκα, έκανα τον Γιάννη μου το '64, μετά έκανα και τον Δήμο και αναγκάστηκα και εγώ, γιατί αρρώστησε ο άντρας μου, έπαιρνε μια συνταξούλα... την κόψανε, του είπανε: «Είσαι υγιής». Δε θέλω να πω την αρρώστια, γιατί μπορεί να το καταλάβει κάποιος, που θα το ακούσει. Και έπιασα δουλειά κι εγώ και ελεύθερο, έκατσα επτά χρόνια μετά απ’ τον γάμο και μετά, έπιασα πάλι δουλειά στην «ΚΟΠΗ» Και δούλεψα 24 χρόνια και εκεί. Μεγαλώσανε τα παιδιά μου, παντρεύτηκε ο μεγάλος μου, πήγαν φαντάροι, από εκεί και πέρα η ζωή, ας πούμε, δόξα τω Θεώ, καλά.
Ως ανήλικη που δουλεύατε;
Στα αμύγδαλα με τη γιαγιά.
Θυμάστε πώς λεγόταν-
Το εργοστάσιο;
Το εργοστάσιο;
Να το αναφέρω; «Καρδασιλάρης»
Ήταν στον Πειραιά;
Ναι στον Πειραιά. Και εκεί, όταν έγινα… πήγα, ήταν εποχιακή η δουλειά και για να με πάρουν στη δουλειά, η θεία η Ροδή η συγχωρεμένη, της Κατίνας η γιαγιά... Θεός σχωρέστην τη θεία Ροδή, με πήρε σαν ανιψιά της. Στ’ αφεντικά είπε: «Έχω την ανιψιά μου και θα ήθελα να την πάρουμε» και το δέχτηκαν οι άνθρωποι. Πήγα στη δουλειά, πήγα 15. Ωστόσο, όταν έγινα 17 χρονών, μα είδανε και τι παιδί μου ήμουνα, ας πούμε, την εποχή εκείνη. Με τη γιαγιά πηγαίναμε, όλοι μαζί. Από εδώ ξεκινούσαμε, όλοι μαζί [00:20:00]συναντιόμασταν. Λοιπόν, 07:15 φεύγαμε, 08:00 πιάναμε δουλειά. Ωστόσο έγινε 17 χρονών, με είδαν ένα παιδί συνεσταλμένο και ήσυχο, το θεωρήσανε… όχι σωστό, δεν ξέρω. Είχανε δύο κοπέλες πιο μπροστά από μένα, που βγαίνανε έξω. Εννοείται, βγαίνανε έξω, πηγαίνανε τηλεγραφείο, τράπεζα, γιατί έβγαζε αμύγδαλο ψίχα και αυτά έπρεπε, είχαμε εξαγωγές έξω. Στέλνανε τι στη Βομβάη, τι σε… ναι. Και αφού βγαίνανε εκείνα τα δύο άτομα, μετά ήμουνα εγώ. Χτυπάγανε το κουδούνι, ήξερε ο καθένας το αυτό του και πήγαινα. Τα λεφτά βρε, τα είχα στα χέρια μου, δεν τα έβαζα στο πορτοφόλι, έτσι στην αγκαλιά και πήγαινα στην Εθνική Τράπεζα, να κάνω κατάθεση, για να μας στείλουν… Φερ’ ειπείν στην Αγιά Λαρίσης, θυμάμαι το αυτό, πήγα στο τηλεγραφείο να καταθέσω αυτά τα λεφτά και να μας στείλουνε αμύγδαλα. Θέλω να σου πω, έβγαινα κι εγώ. Στην Αθήνα με στέλνανε, στου «Φλόκα» στου «ΙΟΝ» όπου δίναμε ψίχα έπρεπε να πάρουμε την επιταγή, ας πούμε, μετά. Μου λέγανε: «Μαρίτσα θα πας στην «ΙΟΝ» στα γραφεία, να σου δώσουνε την επιταγή. Θα πας στου «Φλόκα» Θα πας στου «Παυλίδη» στην Αθήνα». Και λίγο-λίγο, λίγο-λίγο έμαθα. Πιο καλά μπορώ να σου πω ήξερα την Αθήνα, τα αυτά ναι. Αυτά ελεύθερη, μετά που παντρεύτηκα, πήγα «ΚΟΠΗ» πια και από δω πήρα τη σύνταξη.
Στου «Καρδασιλάρη» ήσασταν ασφαλισμένη;
Κοίτα ήμουν ασφαλισμένη, όταν ήμουνα μικρό βέβαια, δεν ξέρω δούλεψα δέκα χρόνια και είχα 2.000 ένσημα. Τι γίνανε; Ήταν είπαμε και εποχιακή, αλλά ερχότανε και εποχή, που έκατσα και λίγο. Δεν θέλω να αναφέρω ότι οι άνθρωποι, ευχαριστώ και που μου κρατήσανε και είχαμε, ήξερε η μανούλα μου, ότι ένας μισθός, τέσσερα κατοστάρικα θα έρθουν τον μήνα, ας το πούμε. Τέσσερα, ναι. Και λιγάκι ανακάμψαμε και έβαλε κι ένα παλτό η μανούλα μου κι ένα παλτό εγώ και τα παιδιά που αρχίσαν και γίνανε νεαροί, ένα κουστουμάκι. Κατάλαβες; Τέτοια αυτά. Και το καμαρώνουμε και το αυτώναμε. Όχι όπως τώρα. Λες, χίλια έχεις, και λες: «Τι να βάλω; Δεν έχω». Πού; Τότε; Ούτε ντουλάπα. Στο ντουβάρι μία μπλε κόλλα και από πάνω ένα σεντονάκι, το κάναμε και με δαντελίτσα γύρω-γύρω, τα σκεπάζαμε και λέγαμε: «Αυτό είναι το καλό. Την Κυριακή θα πας στην εκκλησία». Τέτοια ζωή, αλλά ωραία, εγώ δεν ξέρω. Νοσταλγώ καμιά φορά εκείνη τη ζωή. Είχαμε αγάπη μεταξύ μας, έλεγες την καλημέρα, τώρα κλεισμένη εδώ μέσα στο κλουβί κανείς... και την καλημέρα δεν στη λένε. Μαρία, ήταν ωραία παιδί μου, υπήρχε… ο άνθρωπος ήταν δεμένος. Πηγαίναμε… τώρα από δω κάτω που ήταν, το σπίτι μου το παλιό ήταν αυτή η πολυκατοικία, τώρα που έχουν αυτή την μεγάλη και ανεβαίναμε να πάμε, από τη γιαγιά σου περνάγαμε. «Καλημέρα» τη γιαγιά σου «Καλημέρα» η μαμά σου. Όλη η γειτονιά μας. Πραγματικά, στην πολυκατοικία εδώ και σε όλες εδώ, είμαστε η παλιά γειτονιά, που ήμασταν μικρά και μεγαλώσαμε και είμαστε όλοι, ας πούμε. Αλλά... απομονωθήκαμε! Δεν έχουμε το θάρρος να πούμε «Μωρέ, ας πάω στην κυρά-Μαρία». Αυτό είναι. Αυτό είναι το κακό, που κάνανε η πολυκατοικία, αυτά.
Στου «Καρδασιλάρη» που δουλεύατε, οι σχέσεις σας με τις μεγαλύτερες γυναίκες πώς ήτανε;
Πολύ καλές, πολύ καλές! Ήμασταν τα μικρά, ήμασταν κάμποσα έτσι μικρά. Τα αφεντικά μας 14:00 η ώρα φεύγανε, πηγαίνανε για φαγητό και αυτά. Έπεφτε τραγούδι... τότε ήταν τα «ευρωπαϊκά» που λέγαμε. Εγώ και κάνα δυο τρία κορίτσια ακόμα, είχαμε και κυρίες μεγάλες, τότε εγώ σαν παιδί τις έβλεπα πολύ μεγάλες, αλλά ας ήταν η γυναίκα 45 και ξέρεις… Δεν περιποιόντουσαν όπως τώρα. Σαραντάρα τη βλέπεις... Σαρανταπεντάρες εκεί και τραγουδούσαν και κάνανε σιωπή να ακούσουνε. Μα τι να σου πω; Πολύ ωραία! Και να πω και τις ζαβολιές που κάναμε. Όταν φεύγανε τ’ αφεντικά το χειμώνα, ήτανε ένα κτήμα, ένα εργοστάσιο από παντού αέρας. Ωστόσο βάζανε σόμπα και είχαν κάτι τενεκέδες και βάζαμε μέσα αυτά, όχι κάρβουνα, καίγανε τα τσόφλια και παίρναμε και γεμίζαμε αυτά και τα βάζαμε κάτω από τους πάγκους, ώστε τα πόδια μας να ζεσταίνονται τουλάχιστον, όχι το κορμί. Βάζαμε τσουβάλια αυτά πάνω μας, αλλά τα πόδια; Και κάθε πάγκος είχε έξι άτομα, όπως τώρα αυτό το τραπέζι. Μία εκεί, στη μέση κι εδώ. Και από εκεί τα ίδια και στη μέση... Φεύγανε τ’ αφεντικά, είχαμε παραγωγή, είχαν σπαστήρες και μετά, ήταν ένας τροφοδοτούσε τον πάγκο και από δω και από εκεί και κάθε... Εκείνα τα τσόφλια, τα περνάνε και βάζανε, σου λέω, τη σόμπα και καίγανε και τα λοιπά, παίρναμε, έπαιρνα το πιάτο πρώτη εγώ, ας το πω την αμαρτία, και ας τη γράψει εκεί. Παίρναμε αυτό… αμύγδαλα ψίχα και έμπαινα κάτω από τον πάγκο, να μην με βλέπουν κιόλας και οι άλλοι, γιατί περνούσε η προϊσταμένη και έλεγε: «Τι κάνετε;» Είχε υποχρέωση. «Ποιος είναι αυτός που ψήνει;».
Λοιπόν, είχαμε μείνει εκεί που μου λέγατε στη δουλειά σας, που ψήνατε τ’ αμύγδαλα;
Τα αμυγδαλάκια, ναι. Και φώναζε η προϊσταμένη «Ποιος είναι που ψήνει;» Πού εγώ; Κρυμμένη στο αυτό κάτω, τέλος πάντων, δεν το ήξερε η γυναίκα. Δε θα το καταλάβαινε; Τέλος πάντων και τρώγαμε κανένα ψημένο αμυγδαλάκι, ερχόντουσαν τα αφεντικά 16:30- 16:00, ας πούμε, τρώγανε και γυρίζανε. Αυτό με τα αμύγδαλα. Δούλεψα εκεί 10 χρόνια. Μετά παντρεύτηκα, έκανα τα παιδιά μου και μετά έπιασα, ήταν ο Δήμος μου δύο χρόνων, στην «ΚΟΠΗ» και σταμάτησα το… ήμουνα 58, το '95 σταμάτησα. Πήρα μία σύνταξη με ανήλικο τον Δήμο, δεν πήρα… έχασα τα πάντα, ούτε… γιατί είχα κουραστεί, είχα τρεις άντρες. Ωστόσο και η μητέρα μου είχε αρχίσει να γονατίζει, είχε το ζάχαρο και εκείνη και ήθελε κάποια βοήθεια. Και τη βοήθεια, ο κοντινός πάντα, όπως έχω και εγώ τώρα, τον Δήμο τον φουκαρά τραβάω συνέχεια «Δήμο θέλω εκείνο» Ήμουνα στη μάνα μου κοντά, τέλος πάντων, για να πεις πολλά είναι, πολλά, πολλά, αλλά... αυτά...
Όταν δουλεύατε ως κοριτσάκι, έτσι ως ανήλικη, πώς νιώθατε στη δουλειά σας;
Χαρά.
Χαρά;
Χαρά. Γιατί; Γιατί δεν είχαμε τίποτα και όταν φτιάχναμε ένα τραπεζομαντηλάκι, τότε ήτανε τα κάρο, δεν ήτανε... Χαρά! Βάλαμε μες στο σπίτι μας τραπεζομάντηλο, φερ’ ειπείν ή παίρναμε παπούτσια. Χαρά; Τι να σου πω;! Δεν αγκομαχούσαμε και να λέμε. Και δουλειά, παραγωγή! Θέλω να σου πω, όταν έβγαινα έξω, κοριτσάκι άρχισα και εγώ και το τακουνάκι να θέλω, να πηγαίνεις στην τράπεζα, να πηγαίνεις στα γραφεία, στην «ΙΟΝ» στην «Παυλίδη» δηλαδή πήγαινα στα γραφεία, δεν πήγαινα μέσα. Έπρεπε να είσαι και λίγο περιποιημένη. Περιποιημένη; Τέλος πάντων. Εκείνα τα φουστανάκια, [Δ.Α.] αλλά και το τακουνάκι το φορούσα… στην τράπεζα, την Εθνική ειδικά, συνεργαζόντουσαν με την Εθνική. Κάθε μέρα έπρεπε να πάω εκεί να… είτε να πάρω, είτε να καταθέσουμε για να στείλουμε στα γραφεία, που κάνουνε το… πώς το λένε; Τα κορίτσια που δουλεύουν στα γραφεία που στέλνουνε;
[00:30:00]Ταχυδρομείο;
Όχι. Και στο ταχυδρομείο πήγαινα, αλλά... Για να στείλουμε πράγματα, έπρεπε να πάμε… φορτωτικές και τα λοιπά. Ήταν στα-
Μεταφορικές;
Στο λιμάνι, ξέρεις που είναι τα... και εκεί έπρεπε να πάω, δηλαδή είχα εξωτερικές δουλειές. Όχι μόνο εγώ, σου λέω η τρίτη ήμουνα που θα έβγαινα, όταν ήτανε φορτωμένο, ας πούμε, το πρόγραμμα, δεν προλάβαινε ο άλλος να πάει εκεί, να πάει εκεί, στις πιο σοβαρές δουλειές. Εγώ θα πήγαινα ταχυδρομείο, τράπεζα, σε αυτά τα εργοστάσια να πάρω τις επιταγές. Στην Αθήνα, σε κάτι μέγαρα, σ’ ένα μέγαρο θυμάμαι, μου λέγανε: «Γουτάκης» και εγώ δεν καταλάβαινα τότε... Δεν το… στο τηλέφωνο δεν μπορούσα καλά να... τέλος πάντων και κάτι χαρτιά να πάω, δηλαδή, ήτανε έτσι το σύστημα τότε. Και από εκεί και πέρα, σου λέω, πέρασα, όχι, εγώ, ήμασταν παιδιά μωρέ κιόλας. Δεν μας φαινότανε η δουλειά. Αρκεί να επιζήσουμε. Να πάρουμε λεφτά, να πάμε σπίτι να ζήσουμε.
Σας φερόντουσαν και καλά τα αφεντικά και οι προϊστάμενοι.
Όχι, δεν είχαμε πρόβλημα, δεν είχαμε πρόβλημα. Δεν ξέρω η γιαγιά αν σου είπε, γιατί σου λέω, μαζί δουλεύαμε. Αλλά η γιαγιά σου μπορεί, ας πούμε, μας παίρνανε άνοιξη και μέχρι τα Χριστούγεννα, ύστερα... τους σχολούσανε, γιατί δεν υπήρχε. Ήταν εποχιακή δουλειά. Τώρα, εγώ σου είπα με τη θεία Ροδή, τη συγχωρεμένη, έβλεπε την κατάσταση, φτώχεια και έλεος. Δεν είχαμε ακόμα σπίτι απ’ το χωριό που ήρθαμε και τα λοιπά και με κρατούσανε. Και δούλευα και αναγκαστικά, με στέλνανε και έξω, σου λέω, σαν υπάλληλος. Υπάλληλος είσαι. Όταν κουβαλάς λεφτά στην αγκαλιά έτσι και πας στην τράπεζα και... μωρέ δεν φοβόμασταν! Δεν κλέβανε ο κόσμος! Ήτανε, τι να σου πω; Αγνός! Αγνός κόσμος! Να βαστάς τα 200 χιλιάρικα στην αγκαλιά και να πας στην τράπεζα να τα καταθέσεις; Εδώ θα σε τουφεκίσουν τώρα!
Ναι.
Τα θυμάμαι και λέω «Μα τι βόδι που ήμουνα;» Αλλά και οι άνθρωποι δεν λέγανε «Μαρίτσα πάρε ένα πορτοφολάκι, κάτι». Θέλω να σου πω ήταν πολύ αγνά χρόνια.
Άλλες εποχές.
Άλλες εποχές. Καλέ κοιμόμασταν έξω στο πεζοδρόμιο. Θυμάμαι το καλοκαίρι, όταν ήμασταν σου είπα 13-14, πριν πιάσω δουλειά, τα παιδιά, εμείς τα αδέρφια μου και δίπλα ήταν ο Ηλίας, από πάνω καθόταν στη Ροζήλη. Στρώναμε ένα κουρέλι φύλλο και από ένα μαξιλάρι και κοιμόμασταν στο πεζοδρόμιο έξω. Ή νερό παγωμένο; Πού παγωμένο; Άσε το ψυγείο του πάγου, τότε ήταν πιο μεγαλείο. Είχαμε τη στάμνα, την ράβανε με τσουβάλι, την τυλούσαν και τη ράβανε με τσουβάλι και ρίχνανε νερό, ό,τι περίσσεμα, αν έπινες και αυτά, τα ρίχναμε εκεί στο τσουβάλι. Για να μουσκέψει και να το κρατάει. Κοιτάγαμε και πού φυσούσε, να το βάλουμε να παγώσει λίγο, να πιούμε λίγο δροσερό νερό. Να πιούμε! Τέτοια Μαρία. Και μετά, όταν γέννησα τον Γιάννη μου το '64, βγήκαν τα ψυγεία του πάγου. Εγώ τότε πήρε ο άντρας μου, είχα ένα πιο μικρό ξύλινο, όταν το... Και έβαζα στον πάγο πάνω το γάλα το «Νουνού» για να το κρατήσει και μετά βγήκανε τα… σε τέτοιο τύπο, άσπρα, το «Αχλάδι» θυμάμαι πήραμε. Τα πρώτα ψώνια σαν αυτή, ήταν το ψυγείο και αυτό με πάγο, σόμπα, φυτίλι, που; Γκαζιέρα, τον τενεκέ απάνω και καθόμασταν γύρω-γύρω να ζεσταθούμε.
Η τουαλέτα ήταν εξωτερική, έτσι;
Ναι, ναι. Την είχαμε έξω στην αυλή. Τέτοια Μαρία μου. Τίποτα άλλες ερωτήσεις; Σου λέω για να πεις ιστορίες... ιστορίες; Το λέω και εγώ «ιστορίες» Τα έζησα!
Ναι.
Τα έζησα! Εσύ μπορεί να σου φαίνεται ιστορία… «Τι λέει η γριά...» Ψυχή-
Στην «ΚΟΠΗ»-
Ναι.
Τι δουλειά κάνατε;
Γαζώτρια. Γαζώναμε για τα φανταράκια μας ρούχα. Και εκεί ωραία πέρασα.
Ήταν καλές οι συνθήκες εργασίας;
Κοίτα το οκτάωρο σου, η παραγωγή σου. Οι συνθήκες ήταν παραγωγή. Ήμασταν 14 κοπέλες, 14 μηχανές. Αρχίναγε από τα εξαρτήματα. Εξαρτήματα εννοείται το jacket. Εγώ ήμουνα στα jacket, ήμουνα στη βαριά βιομηχανία. Λοιπόν, οι πρώτες κάνανε τα εξαρτήματα. Εννοείται καπάκια, τσέπες, εδώ τις επωμίδες. Ήταν 2 κοπέλες που έπρεπε αυτά να τα ετοιμάσουν. Γιακάδες. Και ξεκίναγε μετά η άλλη, έπαιρνε να ενώσει τις φόδρες των μανικιών, το εσωτερικό. Η άλλη πιο πάνω, έπαιρνε τα μανίκια τα εξωτερικά, να κάνει τα μανίκια, να ενώσει, διπλογάζια, ξέρεις; Τώρα να στο πω, δε θα το καταλάβεις. Το μανίκι θα ραβόταν από μέσα και ύστερα εξώγαζο. Η άλλη πιο πάνω, δηλαδή η καθεμιά μας είχε το αυτό. Εγώ ήμουνα στην προτελευταία μηχανή, έπαιρνα το ρούχο συναρμολογημένο, βαρύ. Ήμασταν τότε, ο κάθε διοικητής που ερχόταν, κοπάναγαν και πέντε απάνω. Λοιπόν και κάναμε… ένωνα το μανίκι και να μη στρώνει, να θέλει ψαλίδισμα η μασχάλη από κάτω και να μην κάνει και σούρες και αυτό, πρέπει να στέκει το μανίκι καλά. Είχαν βέβαια, ψαλιδιές στο σημάδι, αλλά εκεί που πήγαινε, έκανε κάπως λίγο μποσικάκι και έπρεπε να το ψαλιδίσω. Λοιπόν, ένωνα το μανίκι, έκανα το εξώγαζο και μετά, η άλλη έκανε τη φόδρα. Η τελευταία, μου ένωνε τη φόδρα με το μανίκι. Και έκανα και το κάτω μέρος του jacket, πέρναγα το λάστιχο και γάζωνα και το αυτό. Έπρεπε να βγάλω, τώρα αν ήταν 60 τα 30 κομμάτια εγώ και τα 30… δύο ήμασταν μανικούδες, έτσι. Ναι. Αλλά ωραία πέρασα.
Ήταν καλές οι σχέσεις σας με τις υπόλοιπες συναδέλφους;
Κοπέλες;
Κοπέλες.
Πολύ. Το γέλιο που έπεφτε; Τι να σου πω; Είχαμε και κάτι μεγάλες κυρίες και ορισμένες, τις πειράζανε και γέλιο που έπεφτε. Τι να σου πω; Τι να σου πω; Όχι. Ή ας πούμε σηκωνόμουνα, θα ήθελα, με συγχωρείς, να πάω τουαλέτα. Και έλεγα «Πού είναι ο δίσκος;» Είχαμε ένα δίσκο ξύλινο. «Ποιος νερό;» Βάζαμε τα κύπελλα επάνω, πήγαινα, ας πούμε, έκανα και τα πόδια από τη μηχανή, ξέρεις; Ήταν με ρεύμα και άρχισα... γι' αυτό και πονάνε. Πήγαινα και τα έριχνα νερό παγωμένο και γέμιζα και τα κυπελάκια. Ερχόμουνα να μοιράσω τα νερά και να τρίβω και την πλατίτσα τους λίγο, να ξαμολήσουν τα νεύρα, ξέρεις; Παραγωγή. Παραγωγή έπρεπε να βγει. Και μετά, κάναμε όσο κάναμε γρήγορα, λίγο να βρεθεί και ένα δεκάλεπτο-τέταρτο, να κάτσεις να ξεκουράσεις το κορμί. Για να έρθει η συνέχεια στο σπίτι. Η συνέχεια στο σπίτι, παιδί μου. Αλλά, εγώ, η δική μου δεκατετράδα ήτανε, δεν ξέρω, πολύ καλή. Πέρασα ωραία. Μετά έγινε και το Κ.Ψ.Μ., πηγαίναμε ένα τεταρτάκι την ώρα που ήταν να φάμε το κολατσιό, ένα καφεδάκι. Και μετά, πάλι στη μηχανή. Όχι, ωραία πέρασα, ωραία.
Ήτανε μόνο γυναίκες;
Είχε και άντρες. Κοίτα, το «αρβυλάδικο» είχε άντρες, είχε και γυναίκες. Το δεύτερο εργοστάσιο, που λέγαμε, εκεί είχε και άντρες κόφτες που κόβανε, εκεί ράβανε των αξιωματικών. Εγώ ήμουνα [00:40:00]εδώ μπροστά στο πρώτο, που ράβαμε και αξιωματικών ρούχα, κάτω, στον πρώτο. Ήταν τριώροφο. Εγώ ήμουνα στο μεσαίο, που κάναμε τα jacket, πουκάμισα, μπαλαμάνες, του ναυτικού τότε, μετά που βγήκε ο Αντρέας, δεν θέλω να αναφέρω και πολιτικά, φύγανε κουκούλες, δίκοχα, σώβρακα, σκελέες τις λέγανε, της αεροπορίας τα αυτά, σεντόνια, πιτζάμες, για τους ασθενείς στα δημόσια νοσοκομεία, δηλαδή πηγαίνανε όλα αυτά. Και θέλω να σου πω, όχι, και εγώ πέρασα καλά. Δεν ξέρω. Μου άρεσε, μου άρεσε και η δουλειά. Εδώ τώρα είμαι...
Υπήρχε και Σωματείο;
Ναι, ναι είχανε Σωματείο, αλλά δεν είχα καμία σχέση, δεν πήγαινα.
Γινόντουσαν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες εργαζόμενους;
Δηλαδή, τι διακρίσεις;
Να παίρνατε χαμηλότερο μισθό;
Δεν ξέρω σε αυτό, ούτε και ρωτούσα, δεν με ενδιέφερε. Αλλά κοίτα, αυτή που είχαν επαφές με, ποτέ δεν... όχι καταδέχτηκα; Δεν ήθελα τέτοια πράγματα. Πώς το λένε; Να πάω και να είμαι υποχρεωμένη μετά και να σε τραβάνε και μετά. «Έλα, αφού σου έκανα αυτό». Μόνο ναι, τη μηχανή μου, τη δουλειά μου, τα κορίτσια, την παρέα μου, τρία κορίτσια ήμασταν αυτά, πηγαίναμε πάνω, κορίτσια; Ήμουνα κοπέλα 30 χρόνων, 31; Να πιούμε τον καφέ μας, μετά κάτω τη δουλειά μας, όταν φεύγαμε «Γεια σας κορίτσια» και τα λοιπά. Μέχρι και τώρα επικοινωνώ με τα τρία κορίτσια αυτά. Θέλω να σου πω, ωραία πέρασα, αλλά οι διακρίσεις δε θα υπήρχανε; Τι να σου πω; Ή ας πούμε, φερ’ ειπείν, ερχόταν η μέρα που δεν συμπληρώναμε τη δεκατετράδα μου, ας το πούμε, απουσίαζε η Μαρίτσα ή απουσίαζε η Κατίνα ή... τι θα γίνει τώρα; Ή θα διαλούσαμε και θα μας στέλνανε ή στον 2ο ή στο «αρβυλάδικο» ή σε άλλη μηχανή. Σε άλλη δεκατετράδα, που έλειπε και δεν ήθελαν να τη διαλύσουν και διαλούσαν τη δική μας, ας πούμε. Σε πήγαιναν «Θα πας εσύ μανικού, σε εκείνη τη μηχανή». Θέλω να σου πω υπήρχανε και αυτά, αλλά δεν ήταν επί καθημερινής βάσεως, ας πούμε, αυτό το πράγμα. Άμα ήτανε καθημερινής βάσεως, μπορεί να ήταν κουραστικό. Να πηγαίνεις, ξέρεις, μαθαίνεις τη μηχανή σου. Και άμα πας αλλού, δυσκολεύεσαι. Λοιπόν, όχι, ήμουν ευχαριστημένη στη δουλειά μου. Και στη μία και στην άλλη. Είμαι άτομο που δεν, -πώς να το πω;- δεν σκαλίζω. «Εκανε αυτό, γιατί εμένα;» Τη δουλειά μου να βγάλω... και περνάς καλά, ούτε να στεναχωριέσαι, ούτε τίποτα. Το πολύ σκάλισμα, να λες «Τη Μαρία την πρόσεξες; Γιατί εμένα δεν με πήγες εκεί; Και γιατί...» Καυγάδες να κάνω; Δεν είμαι άτομο τέτοιο. Και μέχρι και τώρα. Δεν μπορώ, θέλω την ηρεμία μου, την ησυχία μου. Μου λέει ο μικρός μου καμιά φορά «Μαμά δεν βγαίνεις πιο πάνω, έλα». «Βρε είσαι καλά;» λέω. «Τι να βγω; Να κουβαλάω καρότσια και μπαστούνια για να έρθω λίγο να σε δω; Θέλετε; Ελάτε». Κάθομαι στο μπαλκονάκι μου, θυμάμαι τα παλιά, κλαίω και λέω: «Μαρίτσα πώς έγινες;». Αυτά με στεναχωρούν για να είμαι ειλικρινής, αλλά αυτά έχει η ζωή.
Η ζωή των γυναικών, εδώ στην περιοχή, πώς ήτανε; Η καθημερινότητά τους;
Πώς να ήταν, παιδί μου; Όπως σου είπα το σπίτι, τότε δεν… τότε δεν είχαν οι άντρες δουλειά, η γυναίκα δεν είχε εύκολα πρόσβαση σε δουλειές. Σου λέω, η μητέρα μου επειδή ήξερε το αργαλειό, ύφαινε. Άλλες στο σπίτι. Έπειτα, νερό μες στο σπίτι δεν υπήρχε. Κουβαλούσαμε. Μέχρι που γέννησα τον Γιάννη μου, θυμάμαι, ήμουνα ασαράντιστη… Είχαμε ντενεκέδες μεγάλοι ξέρεις; Και κουβαλούσαμε να γεμίσουμε το βαρέλι, να πλύνω, να λουστούμε. Όχι βέβαια, φαγητό. Είχαμε τους τενεκέδες καθαρά και τους σκεπάζαμε να πιούμε και να μαγειρέψουμε. Και τα πιάτα να πλύνουμε στο βρυσάκι. Με βρυσάκια, οικονομία! Λοιπόν και τι θα έλεγα τώρα; Να, σταματάει το μυαλό. Θέλω να σου πω, αυτή ήταν η καθημερινότητα και το εργόχειρο, αν κάνανε μερικές. Μετά πήγα και λίγο στη μοδίστρα, όταν ήρθαμε από το χωριό. Απ’ το ένα θέμα... Ένα-ένα έρχονται στο μυαλό μου, όταν ήρθαμε από το χωριό και τα λοιπά, τότε το κορίτσι, αν δεν μάθαινε μοδίστρα, δεν ήτανε νοικοκυρά. Τέτοια... Γιατί στα γράμματα, είχαν πρόσβαση τα παιδιά, τα αγόρια. Αυτοί θα είχαν την οικογένεια και έπρεπε. Η μητέρα μου κοίταζε τον αδερφό μου να τον στείλει και σε ιδιωτικό και σε αυτό. Εμένα με έβαλε στην μοδιστρική. Πήγα έναν χρόνο, ήταν η εποχή να πάρω το ψαλίδι, που λέγαμε, να κόψω, να μάθεις να κόβεις, να βγάλεις πατρόν και τα λοιπά. Μου γυρέψανε τρεις λίρες, δεν είχαμε και έμεινα εκεί. Και μετά έπιασα δουλειά. Αυτά... Πού είχαμε μείνει;
Να ρωτήσω τώρα εγώ, επίσης, οι περισσότερες γυναίκες, γεννούσαν στο σπίτι ή στο νοσοκομείο;
Κοίτα η μητέρα μου, την αδερφή μου, έχω 17 χρόνια διαφορά. Σπίτι γέννησε. Νοσοκομείο...
Με μαμή;
Ναι, την κυρά-Ουράνια, αν την έχεις ακουστά απ’ τη γιαγιά. Ναι, στο σπίτι.
Και θήλαζαν οι περισσότερες γυναίκες;
Εγώ, τον Δήμο, τον θήλασα 18 μήνες. Ο Γιάννης μου 4 μήνες, μετά τον έδωσα το «ΝΟΥΝΟΥ» το γάλα, με το μπουκάλι και του ερχόταν ποσότητα και άφησε το στήθος. Αλλά ο Δήμος, 18 μηνών με τραβούσε και μου έλεγε: «Μαμά». Μιλούσε από μικρό, χρονιάρικο δεν ήταν και μιλούσε. Τι να σου πω; Αυτό το παιδί, καθαρά. Και μου έλεγε: «Μαμά, κάτσε». Μου έκανε να... Και μετά, τέλος πάντων, τον, λέω «Μαμά, δεν γίνεται». Τον πήρε δύο μέρες- τρεις απάνω, έκλαψε, έκανε, αυτό, βάλαμε λίγο πιπέρι να καεί και τα λοιπά... και έτσι ησύχασα. Ο μικρός μου θήλασε πολύ, αλλά δεν έφαγε ξένο γάλα.
Το ξένο γάλα ήταν το «ΝΟΥΝΟΥ» το συμπυκνωμένο;
Ναι το αυτό, το «ΝΟΥΝΟΥ» ξέρεις το απλό. Και ήταν και το «Βλάχας» αλλά εγώ «ΝΟΥΝΟΥ» τον έδωσα τον μεγάλο μου. Και αν σου πω… ότι μέχρι 6 χρόνων, τον έβαζα στο μπουκάλι και το έπινε. Μετά από το φαγητό του, ήθελε το γάλα. Ενώ ο μικρός δεν ήπιε γάλα. Ό,τι θήλασε από μένα και ό,τι αν τον έκανα την κρέμα. Η αλήθεια, τον άρχισα πολύ μικρό κρέμα. Τριών μηνών ήτανε; Ένα κουταλάκι... και μέχρι να το συμπληρώσω και τα λοιπά. Και έφαγε αυτό λίγο γάλα, το ξένο. Δεν έτρωγε, αυτά στα παιδιά μου.
Και η ανατροφή του παιδιού ήταν εξ ολοκλήρου γυναικεία αρμοδιότητα, έτσι;
Ναι, οι παλιοί... Τον μικρό μου ούτε και αγκαλιά το ‘πιασε. Το μεγάλο, σαν πρωτοπατέρας το έχω και μία φωτογραφία, τον μικρό όχι. Ήταν… δεν ξέρω. Είναι και στον άνθρωπο; Είναι και η νοοτροπία τους τότε. Τον άνδρα, είχανε εκείνη την τούρκικη... Πώς να στο πω; «Είμαι άντρας». Δεν ήτανε... δεν... Η γυναίκα, η γυναίκα. Εδώ την αδερφή μου… έχουμε, με την αδερφή μου έχω 17 χρόνια διαφορά και μία φορά, η μάνα μου η έρημη κοίταγε να κάνει το αργαλειό, να βγάλει καμία πήχη παραπάνω, να πάρει και το πήγα [00:50:00]στον γιατρό και ήμουνα 17 χρονών σου λέω και λέει «Μικρή μαμά». Λέω: «Δεν είμαι η μαμά, αδελφή της είμαι». Θέλω να σου πω, μεγάλη διαφορά. Και δεν πρέπει. Τώρα η αδερφή μου με βλέπει σαν μία γριά, δηλαδή, δεν με θεωρεί, έτσι το καταλαβαίνω εγώ, ότι.. «Είσαι γριά» τι να πει με μένα τη γριά;
Ναι.
Είναι ναι, δύσκολα. Τα παιδιά γι’ αυτό λένε, το ένα με το άλλο, να είναι κοντά.
Υπήρχανε και επιδόματα ή κάποια κρατική βοήθεια-
Α πα πα-
Για τις μητέρες;
Α πα πα! Τότε δεν υπήρχαν αυτά. Εγώ τώρα αυτά τα βλέπω και λέω... Πού να δώσουνε επιδόσεις, επιδόματα; Ο σταθμός έγινε, τον Δήμο μου τον πήγα στον παιδικό σταθμό. Μετά, όταν έπιασα, σου λέω, στην «ΚΟΠΗ» για να μην επιβαρύνω την μητέρα μου, γιατί και η μητέρα μου είχε οικογένεια, είχε, ήμασταν έξι άτομα, έφυγα εγώ, συζούσαμε σε ένα σπίτι αλλά; Τα παιδιά μου «Γιαγιά, γιαγιά;» Τρέχανε όλοι πάνω, δεν μπορούσε δηλαδή να μου κρατήσει παιδιά ή να αυτώσει... Και τα πήγαινα σε ιδιωτικό, στου «Ελευθερίου» τα πήγα τα παιδιά, να έρχεται το πρωί το αυτοκίνητο να τα παίρνει, να έχω σίγουρο το κεφάλι μου. Σχολούσαν 14:30 η ώρα, 15:30 σχολούσαμε εμείς τότε, μια ώρα στη γιαγιά και τρώγανε στη γιαγιά... Θέλω να σου πω. Ναι, δεν υπήρχαν, όχι. Επιδόματα δεν...
Οι τρόποι διασκέδασης των γυναικών ποιοι θα ήταν τότε;
Τι τρόποι; Τι; Περισσεύανε να κάνεις μωρέ και τραπέζι; Να πεις «Να κάνω ένα τραπέζι» Την Κυριακή, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, θυμάμαι παίρναμε μισό κιλό, μισή οκά ήταν τότε, δεν ήτανε… το κρασάκι, αυτό ήτανε. Καθημερινή... εμείς οι δικοί μου αυτή, τώρα άλλοι, που σου λέω, αν ήταν στη δουλειά σε πιο καλή μοίρα, γιατί αρχίσανε να δουλεύουνε, να πιάνουνε δουλειά, γιατί σου λέω ο μπαμπάς μου ήταν οικοδόμος, οπότε δεν είχε οικοδομική πολλή... Έσκαβε, άνοιγε λάκκους για να κάνουν, δεν υπήρχε βόθροι και τα λοιπά. Μην τα συζητάς, να μην αναφέρουμε τέτοια πράγματα. Δύσκολες καταστάσεις, πολύ δύσκολες.
Θα είχαν τη δυνατότητα οι γυναίκες να πάνε μία βόλτα, ίσως με φίλες να πιούνε έναν καφέ;
Πού να πάνε να πιούνε καφέ; «Έλα σπίτι σου, έλα σπίτι μου». Ερχόντουσαν και πίνανε τον απογευματινό καφέ. Δεν είχε, δεν είχε έξοδο τότε. Άσε που την εποχή τη δική μου, που μεγάλωσα σου λέω και έκανα τα παιδιά, πού έμενε χρόνος να αφήσεις οικογένεια, παιδιά; Σου είπα μία κατάσταση, το τσιμέντο μας έπνιγε, οι δουλειές να αφήσεις και να πας για καφέ. Και καλά κάνουν τώρα και πηγαίνουν. Ξέρω εγώ; Τι να πω; Να αφήσω το σπίτι μου τώρα και να πάω για καφέ; Η σκούπα...
Υπήρχε κανένα γυναικείο έθιμο, που να θυμάστε;
Τι να πω; Κοίτα γυναικείο έθιμο και αυτά γίνανε μετά, που λέγανε η γιορτή της γυναίκας και πήγαινα. Μία φορά πήγα, η αλήθεια. Παντρεμένη, μεγάλη.. ήμουνα και 40. Λοιπόν, πήγαμε που κάνανε τη γιορτή της γυναίκας, πότε είναι; Μία φορά πήγα και σε αυτό. Πήγαμε, ξενυχτήσαμε. Λοιπόν, ήτανε παλιά ήτανε, ανάβανε ήταν του Αϊ-Γιαννιού, το Μάιο είναι, 24 του Μάη νομίζω, ανάβανε φωτιές, καίγανε τα στεφάνια, καίγανε, ξες, της Πρωτομαγιάς και τα λοιπά. Ανοίγανε «Κλήδονα» λέγανε ανέκδοτα και σόκιν και αυτά και γέλια. Μαζευόμασταν όλα τα κορίτσια, αγόρια, ξέρεις… Και βάζαμε σε ένα κανάτι νερό και βάζαμε ένα αντικείμενο εσύ, ένα κουμπί εγώ, ένα τσιμπιδάκι, να το διακρίνεις και το σκεπάζανε με ένα κόκκινο πανάκι και το αφήνανε νύχτα και την άλλη μέρα, το ανοίγαμε του Αϊ-Γιαννιού. Και ένας-ένας τράβαγε, αυτός που το κρατούσε, τράβαγε από μέσα και έλεγε «Ποιανού είναι αυτό;» Και λέγανε ένα στιχάκι, πριν να το δείξουν το αντικείμενο. Γέλια! Να κάτι τέτοια και περνούσε ο καιρός. Αυτά ήταν τα ευχάριστα.
Άλλα έτσι τίποτα, συναυλίες, πανηγύρια εδώ στην περιοχή είχε;
Εγώ δεν έχω πάει ποτέ και δεν ξέρω να σου απαντήσω. Δεν έχω πάει παιδί μου. Συναυλίες, τι να πω; Ναι; Τώρα πες μου «Ξέρεις κυρά-Μαρία, που λένε, εδώ κάτω έγινε στα ‘Λιπάσματα;’» δεν έχω πάει. Δεν ξέρω πως είναι.
Ναι.
Λένε ωραία, αλλά δεν έχω πάει. Και έτσι... Δεν έχω πόδια...
Στις ονομαστικές εορτές θα γινόταν στο σπίτι κάποιο γλέντι;
Ναι, ναι. Εγώ τουλάχιστον, όσο ζούσε ο συγχωρεμένος, έπρεπε εγώ, 30 άτομα.
Μόνο στου συζύγου τη γιορτή γινόταν αυτό;
Ναι, σιγά μην κάνω και στη δική μου. Στου σύζυγο εδώ γινόταν... εδώ το τραπέζι, εκεί τραπέζι και μέσα, 30 άτομα. Να πάω στο χασάπη, θυμάμαι μία φορά, ένα αρνί και από τη λαϊκή φόρτωσα και ήμουνα, αλλά όχι, τότε ήμουνα χειρουργημένη, δεν ζούσε ο Μανώλης. Τότε πήγα και ψώνισα πως έκανα τραπέζι όμως, για τα παιδιά μου; Μαζευτήκαμε... Μετάνιωσα. Δεν μπορούσα να κουβαλήσω, δεν είχα χρόνο που είχα κάνει το χειρουργείο, αφαίρεση του νεφρού. Σου λέω τότε, τι να σου πω; Ενώ παλιά, κάθε χρόνο βέβαια, δώρο δεν έμενε. Όλο να κάνουμε τραπέζι. Φαγιά... χαμός! Τελευταία όμως, στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, γιατί αρχίσαμε να μεγαλώνουμε και ο κόσμος «Όχι δε θέλω. Έφαγα, έκανα...» Δηλαδή παίρνανε, αλλά μείνανε πάρα πολλά φαγιά. Πολλή ποσότητα και μου λέει: «Μαρίτσα δε θα ξαναγίνει αυτό που κάναμε». «Όλοι» λέει «να μη φάνε;» Τρεις μέρες έλεγα της αδερφής μου, «Μη μαγειρέψεις. Κάτω θα φάμε, να φύγουνε». Ναι. Και από τότε σταμάτησα. Ωστόσο μετά και εκείνος αρρώστησε, μεγαλώσαμε και έπαψε το... Ωστόσο έφυγε απ’ τη ζωή.
Έκαναν και οι γονείς σας ονομαστική εορτή; Γιόρταζαν τον μπαμπά σας;
Ο μπαμπάς μου δεν τον γιόρταζε η μητέρα μου, Δημοσθένη. Η μαμά μου έλεγε «Το Δημοσθένης στην Άρτα...»-γιατί εκεί μεγάλωσε. Είπαμε από 9 χρόνων μέχρι 22 που ήρθε εδώ και παντρεύτηκε- «Του Αγίου Δημητρίου τον γιορτάζανε» αλλά η μαμά μου όχι. Που μωρέ; Φτώχεια... τι να; Γιορτές; Όχι... Δεν είχε. Του Λαζάρου, τον αδερφό μου, τον Λάζαρο, που είναι με τον θείο σου. Τον μπαμπά σου; Το '46 είναι ο μπαμπάς σου;
Όχι. Το '52.
Είναι πιο μικρός. Ποιος είναι το '46 ο Θοδωρής; Με τον Θοδωρή είναι ο Λάζαρος. Έκανε η μητέρα μου πορτοκάλι γλυκό και έβγαζε για τη γιορτή του Λαζάρου. Αυτό μόνο θυμάμαι. Της Παναγίας και η μητέρα μου και ο αδερφός μου, ο άλλος. Αλλά του Λαζάρου θυμάμαι, έκανε το πορτοκάλι, γιατί ακόμα υπήρχε το πορτοκάλι, ξες… Και μας έκανε γλυκό αυτά.
Τα γενέθλια των παιδιών γιορταζόντουσαν;
Τα δικά μου δεν ξέρω. Τον αδερφό μου τον άλλο, της μικρής μας, ναι. Έκανε χαλβά, σιμιγδάλι η μαμά μου και έχουμε και μία φωτογραφία. Θα είναι μέχρι 5 χρόνων 6 και τα παιδιά όλα της γειτονιάς, τα βλέπω και γελάω. Ο Νικολάκης, ο Νίκος, της Νίκης τον αδελφό. Η Νίκη δεν ξέρω, γιατί με τη Σόνια έχουν διαφορά ενάμισι χρόνο; Η Νίκη είναι το '55, η Σόνια το '54. Τέλος πάντων. Όλα αυτά τα παιδάκια, έκανε η μάνα μου χαλβά με σιμιγδάλι, το κεράκι και λέγανε τα «Χρόνια Πολλά» και τους έκοβε χαλβά. Ναι, από εκεί και πέρα, αυτό τώρα αν μιλάμε το '54. Εκείνα τα πρώτα που είπα, είναι το '22 της μάνας μου η ιστορία και μετά που ήρθαμε το '50 να φτιάξουμε και… άλλα το '54 την έκανε, '54. Ωστόσο, ήταν και το '60 γιατί ήταν 5 χρόνων, 6, εκεί ολόκληρο κοριτσάκι. Θέλω να σου πω...
Σβήνανε και κεράκια ή ήταν απλά το κέρασμα;
[01:00:00]Αυτό δεν το θυμάμαι, πρέπει να δω στη φωτογραφία, πρέπει να είχε... Δε θυμάμαι.
Οπότε η τούρτα ήταν ο χαλβάς, ο σιμιγδαλένιος;
Ο χαλβάς, ναι, ναι. Με κανελίτσα και... πού και να βρεις και καρύδια να βάλεις μέσα λίγο καρύδι, λίγο να... Απλός. Σιμιγδάλι, χοντρό σιμιγδάλι και κάναμε το αυτό. Χαρά τα παιδάκια τότε! Βρε δεν υπήρχε βρε... Και ό,τι... Τι να θυμηθώ; Τη θρεψίνη που τρώγαμε; Το πώς το λέγανε το άλλο; Θρεψίνη ήταν ένα πράγμα γλυκό, από τί γινόταν αυτό το πράγμα; Η μαργαρίνη, ένα βούτυρο σαν... Αυτά μας τα στέλνανε απ’ έξω φαίνεται. Μετά, τις κονσέρβες, κάτι κουτιά, αυτά ήταν στον παιδικό σταθμό, ταΐζανε τα μωρά. Απέξω τα φέρνανε. Λοιπόν, τι να πω άλλο;
Αναφορικά τώρα, έτσι, με τη διατροφή, καθημερινά τι φαγητά μαγείρευε η μαμά σας;
Κοίτα, την κουζίνα που ξέραμε, τη μεσογειακή. Τη μελιτζάνα, την πιπεριά, θα έκανε τα γεμιστά της, θα έκανε το ιμάμ, θα έκανε, πώς να στο πω; Πιπεριές τηγάνιζε, λάχανο σαλάτα και την έτριβε με τα χεράκια της και αλάτι να μαλακώσει και ένα κομματάκι ρέγκα ο καθένας. Αυτό το βράδυ. Σου είπα, για να καθίσεις να τα πεις; Τι να θυμηθείς; Μεγάλη φτώχεια... Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ. Πολλές φορές, δοξάζω και λέω: «Δόξα τω Θεώ έχουμε το φαγητό μας» Δεν ζηλεύω τίποτα. Τα πράγματα μου ήδη, αρχίζω και τα… όχι τώρα. Άρχισα και τα μοιράζω. «Αφού δεν μπορείς Μαρίτσα να περπατήσεις, τι θα τα κανείς;» Να τα πάρει άλλος να τα χαρεί, αν του αρέσουν. Και από ρουχισμό, δικό μου, αν τους κάνει και ρούχα, σεντόνια μου, της προίκας μου, αμεταχείριστα. Τι τα κάνανε τότε 12 σεντόνια; Λες και δε θα παίρναμε ένα φρέσκο καινούργιο, που βγήκαν τα εμπριμέ μετά. Όλα... κορίτσια δεν είχα, έκανα νύφες και όλα τα έστειλα. Όλα... Τις κουρτίνες… τα πιο καλά μου, γιατί έχει τα παιδιά.
Κρέας πόσο συχνά θα καταναλώνατε τότε;
Τότε; Κρέας, μη λες. Ήταν κατεψυγμένο, Ζηλανδίας. Αλλά κιμά ήταν τα δράμια, σου λέω. Αν έπαιρνε 100 δράμια, έβαζε και μισό κιλό και παραπάνω, μισό κιλό τα μακαρόνια, πώς να τα πω; Μισή οκά θα ήτανε. Αφού είπαμε... Πού και πού να βρεις κιμά; Το τσιγάριζε, η νοστιμιά μόνο. Και το κρέας, μετά από κάμποσα χρόνια, πήγαινε η μητέρα μου στον Πειραιά έπαιρνε αυτό το κατεψυγμένο το Ζηλανδίας και έκανε κάθε Κυριακή, ας πούμε... Καμία φορά, θυμάμαι τη μαμά μου, ήταν πολύ αυστηρή, συντηρητική, ντρεπόταν, δεν ξέρω πως το θεωρούσε και μου έλεγε: «Αν τύχει και πας σε κανένα σπίτι και τρώνε και σου πούνε κάθισε να φας, θα πεις ευχαριστώ έφαγα. Δε θα καθίσεις να φας» Και μία φορά, πήγα στη νονά μου να πω τα χρόνια πολλά και ήταν μεσημέρι, δηλαδή 11:00- 12:00. Εκείνοι είχαν τον τρόπο τους πιο καλά, εγώ, ο νονός μου ήταν εργολάβος και η κόρη του η μεγάλη δούλευε στην «ΚΟΠΗ» τα χρόνια εκείνα, μιλάμε. Και είχανε τον τρόπο να πάρουν και 1 κιλό, μια οκά κιμά για να φάει η οικογένεια και πήγα λοιπόν και έκανε η μεγάλη κόρη, τότε ήταν 26- 27 χρονών κοπέλα, έκανε κεφτέδες, τους αλεύρωσε, τους ετοίμασε για να τους τηγανίσει μου λέει η νονά μου «Θα καθίσεις να φάμε εδώ» «Νονά μου ευχαριστώ νηστεύω, θα πάω να μεταλάβω» είπα ψέματα. Μου λέει: «Τι λες;» Ήμουνα δε, ξύλο! Αφού παντρεύτηκα 45 κιλά, πολύ αδύνατο. Μιλάμε τώρα για μικρό, ήμουνα ένα ξύλο. Και μία και δυο η νονά μου, δεν έκατσα να φάω. Είπα το ψέμα αυτό, ότι θα πήγαινα να μεταλάβω. Και έρχεται η νονά μου στη μαμά μου το απόγευμα και την κάνει τη μάνα μου «Καλά κουμπάρα» της το είπε και με την πατριώτικη τη γλώσσα «Κι εντρέπεσαι;» της λέει «Το παιδί» ας πούμε «σε αυτή την κατάσταση, αδύνατο, και το νηστεύεις να πάει να μεταλάβει;» Λέει: «Κουμπάρα δεν το νηστεύω». Η μάνα μου δεν ήξερε. Και λέει: «Όχι το άτιμο! Με είπε ψέματα, για να μην κάτσει να φάμε». Αφού μας είχε βάλει τέτοιες... «Θα βλέπετε» λέει «να τρώνε και θα σου πούνε "έλα" και θα λες "Ευχαριστώ, έφαγα" θα φύγετε». Μας είχε... Ίσως ήταν καλά, μας έδωσε αρχές. Εγώ έτσι πιστεύω. Οι αρχές ξεκινάνε από το σπίτι. Εσύ τι λες Μαρία;
Ναι, ναι.
Πού είσαι παιδί τώρα, τωρινό και μοντέρνο;
Ναι, ναι. Σίγουρα ναι, είναι σημαντικό.
Όταν ακούω στο αυτό και ρίχνουν όλα τα βάρητα στον δάσκαλο, στον έναν, στον άλλον.... «Κάτσε βρε... Αυτό το λουλούδι που γέννησες, αυτό το λουλούδι που φυτεύεις, ποιος θα το κοιτάξει; Εσύ» Όταν τώρα το Γιάννη μου ήταν μικρό και έκανε, ας πούμε, μια… «Πρόσεχε, μη εκείνο, μη ετούτο, μη...» Δηλαδή να τα δώσεις μία βάση, πώς θα γίνει; Ο Δήμος μου ήταν φαντάρος και τότε ήταν σε έξαρση το AIDS. Και έλεγα παιδί είναι, νέος είναι. Ξέρω εγώ τι γίνεται; «Αγόρι μου» Εν τω μεταξύ, είχε γίνει μία απεργία, τα πετρέλαια, κάτι με το πετρέλαιο και τα λοιπά και είχε μία μέρα να καθίσει και του λέει ο μπαμπάς του «Θα φύγεις. Δεν πειράζει. Δεν θα κάνεις μία μέρα που θα καθίσεις εδώ, δηλαδή... και αύριο αν δεν έχει συγκοινωνία, τι θα γίνει; Να φας τιμωρία; Θα φύγεις» του κάνει. Λοιπόν, μας άκουσε, έφυγε. Εγώ άρχισα «Δήμο, πρόσεχε παιδί μου. Κατευθείαν στο ξενοδοχείο, αφού μία μέρα δεν έχεις, να πας μέσα. Στο ξενοδοχείο. Μην τυχόν καμιά…» Πες- πες συνέχεια, το στόμα μου έλεγε, λέω κάτι θα συγκρατήσει το παιδί. Έτσι είναι.
Ναι.
Και ας ήταν και φαντάρος. Η ρίζα η καλή αυτή ξεκινάει από τον γονιό.
Ναι ισχύει αυτό που λένε. Ναι.
Δεν ξέρω αν είμαι λάθος, μπορεί. Γιατί οι σύγχρονοι τώρα, αλλιώς τα βλέπουν. Και κάνουν καλά; Μπορεί να κάνουν καλά. Εμείς έτσι μεγαλώσαμε και εμείς αυτά που μας δώσανε, δώσαμε. Τώρα, ό,τι θέλουν, ας κάνουν στα παιδιά τους αυτοί. Οι γιοί μου. Αυτά.
Από πού θα ψωνίζατε τρόφιμα τότε;
Από τον μπακάλη και με το βιβλιαράκι, κορίτσι μου.
Με το τεφτέρι, ε;
Το τεφτέρι. Και μετράγαμε κιόλας «Πες μου ανέβηκε, πώς;» Μην πάμε πιο πάνω. Ναι. Και που παντρεύτηκα το '63, υπήρχε βιβλιαράκι, ακόμα. Ναι.
Υπήρχαν έτσι εδώ στην περιοχή τότε, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία;
Κοίτα, τώρα τι να πω, ήταν ο «Χουρδάς» φημισμένος. Ήτανε στον παιδικό σταθμό, όχι εδώ, στην..
Στο Κερατζάκη λέτε;
Στου Κερατζάκη, ήτανε ο «Αρμένης» ένας που είχε γλυκά και ήταν η πλατεία και βάζανε τραπεζάκια και καθόντουσαν. Άρχισε, ας πούμε, πώς να στο πω; Αυτά μιλάμε τώρα για του '60 και... Ήταν και [01:10:00]στην πλατεία, ερχόντουσαν και τραγουδιστές επώνυμοι τότε και καθόντουσαν και γύρω-γύρω καθόντουσαν ορισμένοι, σου λέω, που οικονομικά στα τραπεζάκια, και εμείς γύρω-γύρω παιδάκια ή και πιο μεγάλοι. Καθόμασταν και ακούγαμε που τραγουδούσαν με τ’ αυτά. Ένα αυτό ήτανε ή... και μετά σαν δεσποινίδες και σαν… στα Ταμπούρια γινότανε βόλτα με τα πόδια, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω και σκοτωνόσουνα από την κούραση και ερχόσουνα στο σπίτι. Θέλω να σου πω, αυτή ήταν η διασκέδαση και ο κινηματογράφος άρχισε. Εκεί να δεις κλάμα. Καλός σινεμάς ήτανε το «REX» Ήτανε τα Βαλκάνια…. ούτε να το συζητάς, δεν είναι. Ήταν η «Τιτάνια» καλοκαιρινό, το «REX» ήταν το χειμωνιάτικο και ούτε και ο «Αστέρας» είχε εδώ πέραση τότε. Έτσι πηγαίνανε, λίγο ζωηρά παιδιά, δε θέλω να πω άλλη κουβέντα. Και τέλος πάντων, αυτά. Μετά η «Τιτάνια» είχε ναι, πολύ... έβαζαν ωραία έργα. Κλάμα! Τι να σου πω! Και τότε ήταν, πολύ καλά έργα ήτανε τα ιταλικά. Ήτανε… έπαιζε τα «Παιδιά της Αμαρτίας». Ήταν ο Αμαντέο Νατζάρι, πάλι η Υβόν Σανσόν, η Σοφία Λόρεν, η Τζίνα Λολομπριγκίτα, μιλάμε τώρα της εποχής. Ο Τόνι Κέρτις, ωραία, ωραία έργα. Και ωραίοι ηθοποιοί, ας πούμε, είχαν ναι...
Και πηγαίνατε με φίλες σας εσείς;
Ναι, πήγαινα... ωστόσο, όταν έπιασα στα αμύγδαλα και ήμασταν όλα εδώ, παιδιά της συνοικίας μας, πώς να στο πω; Γειτονιά μας ήταν όλοι που πήγαμε στα αμύγδαλα. Η θεία Ροδή, Θεός σχωρέστην την ψυχούλα της, τα καλά που έκανε η γυναίκα αυτή να τα βρει εκεί και θα τα βρει. Λοιπόν και ήμασταν όλοι της γειτονιάς. Και είχα μία φίλη και λέγαμε: «Παιδιά τι παίζει;» «"Τα Παιδιά της Αμαρτίας"». Άντε γιούρια κάτω στο «REX» ναι. Ή με την Τζίνα Λολομπριγκίτα, ποιο ήταν που έπαιξε; Ή με τη Σοφία Λόρεν; Εκείνη με τον… πώς τον λέγανε; Έναν άλλον; Σου λέω πολύ ωραία έργα και κωμωδία. Αυτή ήταν κωμωδία με την Τζίνα και… όχι… ήτανε… Η διασκέδασή μας ήταν ο κινηματογράφος, κάθε Κυριακή, μετά.
Είχε και ποπ κορν; Αναψυκτικά;
Κοίτα, δεν πολύ-θυμάμαι την εποχή εκείνη, αλλά μετά, μετά ναι. Όταν είχα τα παιδιά ναι. Αρχίσανε και πουλάγανε και τέτοια, ναι. Αυτά. Και οι ταβέρνες μετά, που τα χρόνια, '70 και. Το '70 έπιασα δουλειά εγώ, το '73, έπιασα στην «ΚΟΠΗ»; Το '73-'80 άρχισε η ταβέρνα που ήταν εκεί στη γωνία, πάνω στο Κ.Α.Π.Η. Ήταν ο «Μπάρμπα-Κώστας» έκανε… Πηγαίναμε, η αλήθεια αρχίσαμε, ας πούμε, να παίρνουμε τα πάνω μας. Δούλευε και ο άντρας μου και εγώ και βγήκα. Μετά, ας πούμε, έβγαινα συχνά και τα παιδιά και περάσαμε καλά, άλλα... Περιουσιακά στοιχεία δεν έκανα πολλά. Δεν έκανα και καλύτερα που δεν έκανα. Τα χεράκια μου, λέω, άμα πεθάνω, θα μου κάνετε τα χέρια, δε θα μου τα σταυρώσετε, να τα αφήσετε λέω έτσι, σαν τον… πώς τον λέμε; Στην Μακεδονία; Τον Αλέξανδρο. Έφυγε και σου λέει: «Τίποτα δεν παίρνεις μαζί σου, Μαράκι.» Μπορείς να κάνεις ένα καλό; Κάνε. Δεν μπορείς. Εγώ βλέπω τώρα της Ζωής το παιδάκι, τον Γιαννάκη και κλαίω. Λέω έφυγε ο παππούς και πολύ αδυνάτησε το παιδί.
Θα αλλάζατε κάτι εσείς απ' τη ζωή σας; Θα κάνατε κάτι διαφορετικά πιστεύετε;
Δηλαδή σαν τι να αλλάξω;
Δεν ξέρω, εσείς κάτι που θα θέλατε να είχατε κάνει διαφορετικά;
Κοίτα, επειδή εργαζόμουνα και ο σύζυγος εργαζόταν, μπορούσα- περιουσιακά τώρα θα σου μιλήσω- μπορούσα να είχα κάνει κάτι. Και ξεκίνησα η αλήθεια, πήρα κάτι οικόπεδα εξοχικά και τους παρακαλάω «Άντε πουλήστε τα, γιατί δεν πρόκειται να χτίσετε εσείς. Θα τα χάσετε, θα σας τα καταπατήσουν!» Λοιπόν, κατά τ’ άλλα μπορούσα να κάνω, άλλα ο σύζυγος δεν ήταν πολύ του να φτιάξουμε. Σου λέει «Περνάμε». Και έλεγα: «Παιδιά έχουμε» «Να δουλέψουνε και αυτά» μου έλεγε, η απάντηση. «Να δούνε πώς βγαίνει». Αλλά δεν στερηθήκανε τίποτα, με σχολεία ιδιωτικά. Αν θέλανε να προχωρήσουνε, μπορούσαν. Θα έκανα τα πάντα για να -και εγώ και ο πατέρας βέβαια, να μη βάζω μπροστά τον εαυτό μου- να τα σπουδάσουμε. Δεν είχαν τις γνώσεις, ο μικρός μου δεν ήταν πολύ... μόνο το γυμνάσιο έβγαλε. Ο μεγάλος μου πήγε στη Σιβιτανίδειο μετά από το γυμνάσιο, ηλεκτρολόγος. Προχθές κιόλας του το είπα «Βρε Γιαννάκο μου» λέω «Χάλασε η πρίζα μου» λέω «Γιάννη» λέω «χάλασε η πρίζα παιδί μου». Ήρθε την έφτιαξε. Λέω: «Αγόρι μου, πήγες στο σχολείο και δεν συνέχισες...» Μου λέει «Μαμά, αν σου πω ότι έχω ξεχάσει» μου λέει «κιόλας;» Τις πρίζες δηλαδή. Έπιασε, ναι, δουλειά αυτού στο θείο του και άφησε... Μπορούσαμε να του ανοίξουμε και ηλεκτρολογείο και να…αλλά δεν ήθελε και αυτό φαίνεται. Σε οικοδομές ήτανε ηλεκτρολόγος, σκαψίματα και αυτά και φαίνεται δε θα το ήθελε. Και κάτι που δεν σου αρέσει Μαρία μου, δεν μπορείς.
Ναι, ναι.
Κατάλαβες ψυχή μου; Κάτι, πες μου τώρα εμένα που είμαι γριά, να αφήσω τις δουλειές. Μπορώ, δεν μπορώ, σούρνομαι, σούρνομαι, θα σφουγγαρίσω, θα κάνω. Το μισό θα κάνω τώρα, το μισό... μέχρι να κάνω το άλλο λερώνει πάλι το… Δηλαδή, δεν μπορώ να καθίσω, πώς το λένε; Με σταυρωμένα... κάθομαι, γιατί δεν μπορώ από τη μέση μου, αλλά όμως πολεμώ το σπίτι μου μόνη μου. Όταν θα ασπρίσω θα φέρω γυναίκα, γιατί δεν μπορώ να κάνω τα φωτιστικά, δεν μπορώ να ανέβω όπως ανέβαινα. Τα κοιτάω και λέω: «Μωρή Μαρίτσα, εσύ σε ένα τέταρτο ανέβαινα και γύρω-γύρω και με το...» Να κατεβαίνω και να ανεβαίνω, να κάνω το ντουλάπι, σε ένα τέταρτο έτοιμο. Και τώρα λέω... και μη νομίζεις ότι θα σου κάνουνε όπως θέλεις. Τον Δήμο βάζω τον φουκαρά! Του λέω «Δήμο πάρε σφουγγάρι, πάρε και την χλωρίνη. Γιατί» του λέω «παιδί μου, εδώ που μαγειρεύουμε η λίγδα ανεβαίνει επάνω, μπορεί εκεί να μη φτάσει, αλλά εδώ, αν δεν ρίξουμε γύρω-γύρω χλωρίνη...» και μετά από κάτω, με τα πανιά τα καθαρίζω και γίνεται, γιατί είναι και με αυτό, πώς το λένε; Κόντρα πλακέ έχουν βάλει επάνω, ας πούμε και γίνεται κούκλα. Ενώ άμα βάλεις γυναίκα, βάζει το νερό, το παίρνει την σκόνη, αμ δουλειά δεν γίνεται έτσι, Μαρία. Παρακάτω.
Παρά τις δυσκολίες, όμως, έχετε όμορφες αναμνήσεις, έτσι, από παλιά;
Πολύ. Πολύ. Αφού λέω καμιά φορά, οι καλύτερές μου αυτές, στη δουλειά, πέρασα καλά. Υπήρχε γέλιο μωρέ, υπήρχε πείραγμα ο ένας τον άλλον, δηλαδή και η παραγωγή, παραγωγή, αλλά και... Τι να σου πω; Δεν ξέρω. Εγώ πέρασα καλά ή είμαι άνθρωπος βολικός και δεν μου φαίνονται να πάω, να… πώς το λένε; Να ανακατεύω και να κάνω. Όχι! Περνούσα καλά. Και με τη Μαρία, που περάσαμε ωραία με τον άντρα της, τον συγχωρεμένο και τον δικό μου. [01:20:00]Βγαίναμε κάθε Σάββατο έξω, τι να σου πω; Με το σάλι τυλιγμένοι, λουζόμασταν και θα βγαίναμε, να πάμε να φάμε. Θέλω να σου πω, πέρασα καλά, καλά. Φτωχά, αλλά καλά. Και η φτώχεια ήταν καλή και τώρα δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ.
Είναι έτσι κάτι άλλο που εσείς θυμάστε, που θα θέλατε να πείτε;
Το να θυμάμαι; Το να αρχίσω, δεν τελειώνει. Βιβλίο. Όχι ένας τόμος, που λένε. Αυτά που συζητούσα με τη μητέρα μου, καμιά φορά... και θέλω να πιστεύω Μαρία, ότι υπάρχει άλλη ζωή, πώς να το πω; Έχω δει κάτι όνειρα σημαδιακά που με έχουνε… μπει μες στην ψυχή μου, δηλαδή, πώς να το εξηγήσω; Βλέπω, το μαγαζί, το θυμάσαι, που είχαμε το ψιλικατζίδικο; Ήμουνα λέει εκεί και βλέπω τη μητέρα μου με ένα μποξαδάκι, τα ρουχαλάκια της, με το μαντηλάκι, φόραγε ένα γκρι και μία ρομπούλα, που ερχότανε και της έλεγα: «Έλα βρε μαμά!» και μου έκανε «Κι επορώ!» και φώναζε: «Δεν μπορώ» τα πόδια της και εκείνη. Το ζάχαρο είναι παλιοαρρώστια. Βλέπω. Απ’ το ζάχαρο έχω πέσει έτσι και το έχουμε κληρονομήσει όλα τα παιδιά. Λοιπόν και την κάνω, εσύ τα βαγονάκια... ούτε... ο μπαμπάς σου μπορεί να τα θυμάται. Εσείς όχι. Η 25η Μαρτίου τότε ήτανε βαγονάκια. Παίρνανε, το «Τσιμεντάδικο» δούλευε και παίρνανε ήταν κάτι σαν κουβάδες μεγάλοι και με σύρματα ηλεκτρικά βέβαια, πηγαίνανε κι ερχόντουσαν στον Κοκκινόβραχο, τώρα εκεί που γίνεται φεστιβάλ, που είναι απάνω στο... από τα Ταμπούρια πάνω εκεί το αυτό, δεν ξέρω πώς το λένε;
Το Σελεπίτσαρι;
Ε, πώς το λέτε τώρα. Όλα τα βάλανε ξένο όνομα. Τα ελληνικά χαθήκανε. Ξες πώς εκνευρίζομαι και στην τηλεόραση που βλέπω, με ξένα γράμματα; Πού είναι μωρέ τα ελληνικά μας; Τέλος πάντων, εκεί πηγαίνανε και σκάβανε και βγάζανε αυτό το χώμα και ερχότανε. Αλλά ήτανε χώμα κάτω, δεν είχαμε άσφαλτο, γιατί υπήρχαν αυτά τα… κολώνες, κολώνες, που διοχέτευαν αυτά τα κουβαδάκια. Και τη βλέπω τη μάνα μου κι έρχεται. Ένας ήλιος! Τι να σου πω! Και κάνω: «Μάνα, ε μάνα!» την κάνω από μέσα απ’ το μαγαζί. «Τι κάνεις;». Μου λέει: «Μάρω» εκείνη με φώναζε Μάρω «Μάρω είμαι ευτυχισμένη! Είμαι ευτυχισμένη!», μου κάνει «Μάνα» εγώ την καήλα μου. «Μάνα δουλεύεις εκεί;». Και μου είπε: «Αμέ δουλεύω, αλλά εκεί δεν λένε κακά λόγια». Και την έχασα. Το είπα τον παπά, πήγα στον πάτερ Μιχάλη, μου λέει: «Δε ρώτησες;». «Την έχασα» λέω «πάτερ».
Ωραίο όνειρο, όμως.
Ε;
Ωραίο όνειρο.
Έχω κάτι όνειρα, δηλαδή σημαδιακά. Ακόμα και προχθές είδα ένα και αυτό δεν μπορώ να το βγάλω απ’ την ψυχή μου.
Άρα είναι ευτυχισμένη μαμά σας εκεί που είναι.
Ήταν άνθρωπος που έκανε... Την Ξενίνα δεν την ξέρεις. Μόνο ο πατέρας σου. Ήταν μία γιαγιά, αυτή η γιαγιά ήρθε από την πατρίδα. Είχε δεν ξέρω, εφτά παιδιά η δόλια και της τα σκοτώσανε οι Τούρκοι και τον άντρα της. Και ήρθε εδώ μόνη της στην πατρίδα, Δέσποινα τη λέγανε. Αλλά για να την καταλάβουν άλλοι, λέγανε ποια; Η Ξενίνα, ξένη, μόνη της. Η Ξενίνα, η Ξενίνα ήρθε και έμενε πού είναι ο κήπος τώρα εδώ; Ήταν τα στενά, θυμάσαι με τα...; Πού θυμάσαι εσύ, εσύ ήρθες εδώ... ο μπαμπάς σου... Ήτανε στενά, στενά και ήτανε, τα παραγκάκια μας, τα σπίτια. Εμένα δεν ήτανε παράγκα. Ήτανε απάνω τώρα που είναι η άσφαλτος, ήταν διώροφο... το είχαμε κάνει... Είπαμε ο μπαμπάς μου οικοδόμος και πάνω καθόταν ο μπαμπάς μου και κάτω εγώ με την οικογένεια. Λοιπόν και θέλω να σου πω, τι ξεκίνησα να;
Για την Ξενίνα.
Για την Ξενίνα. Η μάνα μου σηκωνόταν το πρωί, δεν κοίταζε τα παιδιά. Έπρεπε να της κάνει το φαγητό, τραχανά. Έβραζε τραχανά, πήγαινε να την ταΐσει και ύστερα ερχόταν να κοιτάξει τα... δεν την άφηνε ποτέ. Και ερχόταν η γιαγιά σπίτι και μου έλεγε ο Γιαννάκης: «Μαμά, η Τσενίνα έρχεται και μυρίζει τσίσα!» Κατουρούσε επάνω της η γυναίκα, ναι. Και να τη λούσει και να την αλλάξει. Και λέω έκανε, ας πούμε, έργα που… και μπορεί να βρήκε στον άλλον κόσμο και η μάνα μου… Και λέω μακάρι, μακάρι να είναι... Ξες τι είναι να είσαι; Προχθές είδα ένα άσχημο όνειρο για μένα, αλλά ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή. Αυτά.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σας.
Ο χρόνος μία χαρά, έκατσα, Μαρία μου δεν σε κέρασα, θα φας ένα παγωτάκι;
Σας ευχαριστώ πολύ και πάλι.
Γιατί Μαρία; Ένα παγωτάκι, μικρό είναι. Δεν είναι μεγάλο. Αυτό βγαίνει; Το γράψαμε και αυτό;
Ευχαριστώ πολύ.
Summary
Στην συνέντευξη αυτή, η αφηγήτρια διηγείται τη δική της προσωπική ιστορία, αλλά και εκείνη της οικογένειάς της. Μοιράζεται μαζί μας τις αναμνήσεις της απ' τα παιδικά της χρόνια στη Μακεδονία, όπου αναγκάστηκαν να καταφύγουν οι γονείς της κατά τη διάρκεια της Κατοχής προκειμένου να επιβιώσουν. Στη συνέχεια, μας μιλά για την φτώχεια και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, όταν, μετά από αρκετά χρόνια, επέστρεψαν μόνιμα πλέον στην Δραπετσώνα και προσπάθησαν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους. Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης την ανάγκασαν να εργαστεί από μικρή ηλικία σ' ένα εργοστάσιο, από όπου και μας διηγείται τις εμπειρίες της. Περιγράφει τις συνθήκες εργασίας, αλλά παράλληλα και την σχέση της με τον σύζυγό της, τις υποχρεώσεις της, καθώς και τις προσπάθειες της για την ανατροφή των παιδιών της. Μας βοηθά να κατανοήσουμε βαθύτερα τη θέση της γυναίκας στην τοπική κοινωνία και τους περιορισμούς της.
Narrators
Μαρία "Pseudonym"
Field Reporters
Μαρία Κωνσταντινίδου
Topics
Historical Events
Tags
Interview Date
20/09/2020
Duration
87'
Summary
Στην συνέντευξη αυτή, η αφηγήτρια διηγείται τη δική της προσωπική ιστορία, αλλά και εκείνη της οικογένειάς της. Μοιράζεται μαζί μας τις αναμνήσεις της απ' τα παιδικά της χρόνια στη Μακεδονία, όπου αναγκάστηκαν να καταφύγουν οι γονείς της κατά τη διάρκεια της Κατοχής προκειμένου να επιβιώσουν. Στη συνέχεια, μας μιλά για την φτώχεια και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, όταν, μετά από αρκετά χρόνια, επέστρεψαν μόνιμα πλέον στην Δραπετσώνα και προσπάθησαν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους. Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης την ανάγκασαν να εργαστεί από μικρή ηλικία σ' ένα εργοστάσιο, από όπου και μας διηγείται τις εμπειρίες της. Περιγράφει τις συνθήκες εργασίας, αλλά παράλληλα και την σχέση της με τον σύζυγό της, τις υποχρεώσεις της, καθώς και τις προσπάθειες της για την ανατροφή των παιδιών της. Μας βοηθά να κατανοήσουμε βαθύτερα τη θέση της γυναίκας στην τοπική κοινωνία και τους περιορισμούς της.
Narrators
Μαρία "Pseudonym"
Field Reporters
Μαρία Κωνσταντινίδου
Topics
Historical Events
Tags
Interview Date
20/09/2020
Duration
87'