Από τη Σιλίμνα Αρκαδίας δάσκαλος στη Ζιμπάμπουε
Segment 1
Τα παιδικά χρόνια στη Σιλίμνα και η μετεγκατάσταση στην Τρίπολη
00:00:00 - 00:14:41
Partial Transcript
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Θα μου πείτε το όνομά σας; Καρνέζης Δημήτρης. Είναι Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020, είμαι με τον κύριο Δημήτριο Καρνέ…ο χτύπαγε ή του τράβαγε το αυτί, όπως σήμερα: «Μην μιλήσουμε στο παιδί και του δημιουργήσουμε τραύμα ψυχολογικό» κτλ. Το 'χουμε παρακάνει!
Lead to transcriptSegment 2
Οι εμπειρίες από τα σχολεία στην Ελλάδα και στο Σόλσμπερι Ροδεσίας
00:14:41 - 00:25:44
Partial Transcript
Σε σχέση με τον τότε τρόπο παιδαγωγικής και τη σύγχρονη μέθοδο διδασκαλίας και προσέγγισης των εκπαιδευτικών, πιστεύετε, άρα, ότι θα έπρεπε…ινηματογράφος όπως ήτανε και έφερνε ορχήστρα που ήτανε Έλληνες και έπαιζαν ελληνικά τραγούδια και ξεφαντώναμε μια φορά το χρόνο, δύο. Αυτά.
Lead to transcriptSegment 3
Η επιστροφή στην Ελλάδα, ο γάμος και η καθημερινότητα στην Τρίπολη
00:25:44 - 00:30:27
Partial Transcript
Ποια ήταν η αγαπημένη σας ανάμνηση από αυτή την εμπειρία; Αγαπημένη μου ανάμνηση... Να πω ότι... Τι να πω τώρα, αγαπημένη μου ανάμνηση ήτα…λέω: «Στοπ, φεύγω!». Και έρχομαι εδώ στην Τρίπολη. Ε, και τ’ απόγευμα εδώ στο σπίτι, δεν πάω πουθενά. Δεν... Τίποτα το ιδιαίτερο δεν έκανα.
Lead to transcriptSegment 4
Το σπίτι στο χωριό, η συλλογή αντικών και οι ασχολίες του αφηγητή σήμερα
00:30:27 - 00:39:07
Partial Transcript
Πηγαίνετε καθημερινά στο χωριό σας; Κάθε μέρα, ναι. Κάθε μέρα, μπορεί να μην πάω Κυριακή. Αλλά αν δεν πάω εγώ, θα πάει κάποιος άλλος απ’ τ…, μια δηλωτή, ένα τάβλι! Δεν έχει. Το βράδυ, δηλαδή, νεκρώνει η Σιλίμνα. Την ημέρα καλά είναι. Γι’ αυτό, σου λέω, η ζωή εδώ είναι καλύτερη!
Lead to transcriptSegment 5
Η φυσιογνωμία της Τρίπολης ως πόλης, η καθημερινή ζωή και οι ελπίδες για το μέλλον
00:39:07 - 00:51:06
Partial Transcript
Αν σας ρωτούσα να μου πείτε ένα θετικό και ένα αρνητικό στοιχείο της Τρίπολης, τί θα μου λέγατε; Θετικό στοιχείο; Δεν μπορώ να επιλέξω ένα…α πω, δεν ξέρω θέλεις κάτι άλλο να με ρωτήσεις; Εγώ είμαι καλυμμένη! Είσαι καλυμμένη; Σας ευχαριστώ πάρα πολύ! Σ' ευχαριστώ πολύ κι εγώ.
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μου πείτε το όνομά σας;
Καρνέζης Δημήτρης.
Είναι Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020, είμαι με τον κύριο Δημήτριο Καρνέζη. Βρισκόμαστε στην Τρίπολη. Εγώ ονομάζομαι Δήμητρα Χριστοπούλου, είμαι ερευνήτρια στο Ιστόρημα και ξεκινάμε.
Πείτε μου λίγα λόγια για εσάς.
Για τη ζωή μου;
Ναι.
Γεννήθηκα στη Σιλίμνα, ένα χωριό που απέχει 6 χιλιόμετρα δυτικά της Τρίπολης. Μέχρι την Ε' Δημοτικού, πήγα στο σχολείο της Σιλίμνας. ΣΤ' Δημοτικού φύγαμε, ήρθαμε στην Τρίπολη για οικονομικούς λόγους, στο χωριό δεν έμενε κανένας. Τελείωσα το Δημοτικό, το 5ο Δημοτικό σχολείο της Τρίπολης και στη συνέχεια, το 2ο Γυμνάσιο και το 2ο Λύκειο. Μετά το 2ο Λύκειο, έδωσα εξετάσεις. Ήταν η πρώτη χρονιά που θεσπίστηκαν οι Πανελλήνιες εξετάσεις, για τις Ακαδημίες, ενώ πρώτα ήτανε τοπικά — σε καθε Ακαδημία έδινες εξέταση — και πέρασα στην Ακαδημία της Τρίπολης και δεύτερος μάλιστα! Όχι ότι έγραψα πολύ καλά, αλλά έτσι ήταν η βαθμολογία. Και η δική μου η σειρά έκανε τρία χρόνια στην Ακαδημία. Ενώ ήτανε δύο, εμείς κάναμε τρία και μετά έγινε πάλι δύο, μέσω του... Εντάχθηκε στο Πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια, τελειώνοντας την Ακαδημία, κάποιος θείος μου στην Αμερική με κάλεσε, μου έβαλε και το εισιτήριο και πήγα για 9 μήνες στην Αμερική, στο St. Louis, μάλλον στο Eastern Louis, τέλος πάντων. Εκεί πέρασα 9 μήνες, πήγα σε ένα σχολείο για να μάθω τη γλώσσα, αλλά οι εμπειρίες μου ήταν κακές εκεί, δεν μου άρεσαν διότι δεν βρήκα τη θαλπωρή, την οποίαν ήθελα. Ο θείος μου ήταν ηλικιωμένος, μόνος του ήτανε, χωρισμένος... Τέλος πάντων. Έφυγα από την Αμερική και πήγα στον Καναδά. Στον Καναδά ήτανε η αδερφή μου παντρεμένη εκεί, έμεινα επί εξάμηνο. Εκεί δούλεψα σ' έναν φούρνο κι όταν ο πατέρας μου μού είπε, μου έγραψε μάλλον: «Διορίστηκες. Θες να 'ρθεις; Έλα. Θες να μείνεις; Μείνε». Εγώ ήθελα να μείνω, γιατί υπήρχε κι άλλος λόγος, αλλά όταν πήγα στο Προξενείο να φτιάξω τα χαρτιά μου, στο Διαβατήριό μου, στο Immigration Office τους είχα πει ότι θα μείνω για 2 μήνες στον Καναδά κι εγώ είχα μείνει 6! Και μου λένε: «Πρέπει να βγεις έξω από τη χώρα και έλα πίσω και θα είναι όλα εντάξει. Μην πας στην Ελλάδα, πήγαινε στο Μεξικό!». Ε, εγώ αφού είπα: «Θα βγω έξω», ήρθα στην Ελλάδα. Ε, με κράτησαν οι γονείς εδώ και πήγα στην Καρύταινα Μεγαλόπολης, πρωτοδιορίστηκα εκεί για έναν χρόνο. Στη συνέχεια, πήρα οργανική θέση στο χωριό Πάπαρη. Εκάθισα άλλα 2 χρόνια εκεί και με αίτησή μου αποσπάστηκα στην Ελληνική Κοινοτική Σχολή Σόλσμπερι Ροδεσίας, νυν Ζιμπάμπουε κι εκεί έμεινα για 3 χρόνια. Στη συνέχεια, γύρισα στην Ελλάδα κι από εκεί και πέρα, εδώ τριγύρω, στα χωριά, μέχρις ότου πήραμε σύνταξη.
Μου είπατε ότι κατάγεστε από τη Σιλίμνα, όπου και μείνατε μέχρι 11 ετών περίπου.
Ναι.
Μπορείτε να μου περιγράψετε λίγο το χωριό; Πώς ήταν;
Ναι. Το χωριό είχε ζωή! Στο σχολείο ήμαστε το 1958 ενενήντα παιδιά, με τρεις δασκάλους! Αλλά, υπήρξε ραγδαία η εγκατάλειψη του χωριού. Δηλαδή απ' το '58 μέχρι το '65, είχαν φύγει πολλοί. Να καταλάβετε ήταν το πρώτο σχολείο στην Ελλάδα που έκλεισε! Έκλεισε το '70! Και είναι ένα σχολείο υπέροχο, σήμερα είναι σαν κέντρο πολιτιστικό το έχουμε εκεί, υπέροχο σχολείο με τρεις αίθουσες, πέτρινο, ωραίο. Παίζαμε στους δρόμους, μπάλες δεν είχαμε, ούτε κομπιούτερ ούτε τίποτα. Παίζαμε τα παιδιά την αμπάριζα, το τσαμάκα τσιλίκι — αν το ξέρεις —, τις αμάδες που λέμε... Τα κορίτσια συνήθως έπαιζαν με τις κούκλες, έπαιζαν το κουτσό, στον καλόγερο, παίζαμε και τα αγόρια. Το κρυφτό, το κυνηγητό. Ε, το καλοκαίρι όταν είχαμε διακοπές, γυρίζαμε μέσα στα χωράφια, να ψάξουμε [00:05:00]να βρούμε να φάμε κάνα μήλο, κάνα σύκο μ’ ένα λάστιχο της σφεντόνας, σκοτώναμε και κανά πουλί και πέρναγε ο καιρός ανέμελα! Αλλά, χωρίς να έχουμε τις ανέσεις τις σημερινές. Πρώτα - πρώτα το χωριό δεν είχε ρεύμα. Με μια λάμπα ήμαστε, την οποία χρησιμοποιήσαμε πριν από λίγες μέρες εδώ, κόπηκε το ρεύμα και τότε αναρωτήθηκα: «Πώς διαβάζαμε και γράφαμε μ' αυτή τη λάμπα τότε;». Νερό δεν είχαμε, απ’ το πηγάδι νερό. Δηλαδή μπάνιο μια φορά στις 15 μέρες. Η μάνα μας μάς έβαζε στο σκαφίδι και μας έπλενε! Λοιπόν, τηλέφωνο δεν είχαμε, ραδιόφωνο δεν είχαμε, τίποτα δεν είχαμε! Δηλαδή η μόνη μας διασκέδαση ήταν να βγούμε έξω στους δρόμους και να παίζουμε. Κυνηγητό, κρυφτό, αυτό ήτανε ή με τα σταφάνια εκεί — στεφάνια στα κρασοβάρελα. Τα βάζαμε σ’ ένα σύρμα και πηγαίναμε και λέγαμε ότι είναι το αυτοκίνητό μας αυτό! Και τρέχαμε και παίζαμε. Έτσι πέρναγε ο καιρός. Δεν ήτανε τίποτα το ιδιαίτερο. Ε, εδώ στην Τρίπολη ήτανε κάπως διαφορετικά, διότι εδώ βρήκαμε κάποιο γηπεδάκι μικρό, ήτανε πολλά παιδιά, κάποιο είχε μπάλα και παίζαμε, είχαμε ηλεκτρικό φως και διαβάζαμε τουλάχιστον. Φως, φως είχαμε! Και μέχρις ότου μεγαλώσαμε, αποκτήσαμε και τηλέφωνο, αποκτήσαμε και τηλεόραση και σιγά - σιγά η ζωή κυλάει μέχρι σήμερα… Όπως ξέρετε κι εσείς, ο κόσμος αλλάζει, αλλάζουν οι συνήθειες. Σήμερα έχουμε ηλεκτρονική εποχή, με την οποίαν εγώ απόλυτα δεν συμφωνώ, διότι απ’ ό,τι βλέπω, οι νέοι κυρίως έχουνε χάσει το ενδιαφέρον της παρέας, της φιλίας, το να βγούνε έξω, να πιουν έναν καφέ. Βλέπεις τέσσερις νέους, βγαίνουν στην πλατεία τ’ Άρεως, πίνουνε καφέ, δεν μιλάνε μεταξύ τους. Και έχουνε και οι πέντε και χαϊδεύουνε το κομπιούτερ, συνέχεια εκεί το παίζουνε. Αφού, τί βγήκες; Να πιεις καφέ; Για ποιο λόγο; Δηλαδή έπαψε η επαφή του κόσμου, δηλαδή. Εδώ βλέπω και τα δικά μου τα εγγόνια και που τρώνε ακόμα, εκεί. Στο ένα χέρι το πιρούνι και στο άλλο χέρι παίζει στο κομπιούτερ. Και όταν καρφώνει την πατάτα και φτάσει το πιρούνι, μπορεί να βγάλει το μάτι του. Τέλος πάντων.
Ερχόμενος στην Τρίπολη, είδατε σημαντικές διαφορές από το χωριό.
Ναι, ναι.
Ποιο ήταν αυτο το γεγονός, που σας προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση, όταν ήρθατε στην πόλη;
Από το χωριό; Πρώτα - πρώτα, εντύπωση μου προκάλεσε το φως, είδα ρεύμα στο σπίτι. Και το βράδυ το πανηγυρίζαμε, ανάβαμε το φως και λέγαμε: «Τί είναι εδώ πέρα;». Δεύτερον, ανοίγαμε τη βρύση και είχαμε νερό. Δεν πηγαίναμε μέχρι το πηγάδι, να βγάλουμε με την τέσα νερό. Τρίτο είναι ότι βρήκαμε παρέα, πολλά παιδιά. Τέταρτον, ότι κάναμε μια βόλτα, βλέπαμε μαγαζιά, βλέπαμε κόσμο, πηγαίναμε στην πλατεία. Καμιά φορά, άμα ‘κονομάγαμε κανά φράγκο, τρώγαμε καμιά πάστα. Στο χωριό δεν υπήρχε τίποτα και κάπως η ζωή άλλαξε. Εγώ προσωπικά, όταν ήρθα εδώ, δούλεψα από 15 χρόνων, μέχρι που τελείωσα την Ακαδημία, όλα τα καλοκαίρια σε μια ταβέρνα, που ήτανε εδώ κοντά. Δούλεψα γκαρσόνι και εκείνο το... Βέβαια, σκληρή δουλειά, διότι πηγαίναμε από τις πέντε το απόγευμα, μες στον ήλιο γυρίζαμε τις σούβλες με τ' αρνιά, τα κοκορέτσια κτλ. και καθόμαστε μέχρι τη μία ή δύο μετά τα μεσάνυχτα. Μου άρεσε! Διότι ερχόμουν σ' επαφή με κόσμο, ο πρώτος λόγος. Ο δεύτερος είναι ότι βγάζαμε 20 δραχμές, 30, 40, τότε που το μεροκάματο ήτανε 50. Δηλαδή, είδε η τσέπη μας λεφτά. Και ο τρίτος λόγος ήτανε όταν φεύγαμε το βράδυ, τρώγαμε! Η κυρα-Μήδιαινα που ’χε την ταβέρνα, μας είχε πατατούλες τηγανιτές, λίγο κοκορέτσι που 'χε μείνει, κανά συκωτάκι, σαλατούλα, τυράκι. Τρώγαμε, δηλαδή ντερλικώναμε που λέει ο λόγος! Λάδωνε το άντερό μας! Και αυτό ήτανε καλό, διότι τον Σεπτέμβρη που άρχιζαν τα σχολεία, μπορεί να είχαμε κι ένα χιλιάρικο στην τσέπη μας, 1.000 δρχ. Φυσικά, τις δραχμές αυτές [00:10:00]τις δίναμε τότε, δυστυχώς, για να αγοράσουμε βιβλία. Διότι τα πληρώναμε τα βιβλία τότε. Και πολλές φορές πηγαίναμε στο σχολείο και οι μαθητές της Ε' πουλούσαν τα βιβλία της Δ' στους μαθητές, που θα πήγαιναν στην Δ' και κάναμε παζάρι: «Πόσες θες; Μια δραχμή; Δύο; Ένα πενηνταράκι; Είναι σχισμένο το φύλλο», ξέρω 'γω «Δώσε μου». Κι έτσι παίρναμε βιβλία, αλλά πληρώναμε για την εγγραφή. 550 δρχ. η εγγραφη στο σχολείο! Σήμερα είναι δωρεάν, όλα. Και οι εγγραφές και βιβλία και τετράδια και εκδρομές και όλα! Άσε που το Γυμνάσιο τότε ήταν στρατόπεδο, να το πούμε έτσι. Δηλαδή, δεν είναι όπως είναι σήμερα τα σχολεία. Έτσι. Βέβαια, την εποχή εκείνη, το Γυμνάσιο και το Λύκειο ήταν το σχολείο που μας μάθαινε γράμματα. Και το προσέχαμε, το αγαπάγαμε και σεβόμαστε τους καθηγητές. Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Απ’ ό,τι βλέπω και ακούω εδώ — γιατί έχω το Γυμνάσιο απέναντι — τα παιδιά δεν σέβονται, τα παιδιά πιάνουν μπογιές και γράφουν, τα παιδιά σπάζουν τις λάμπες ή τα τζάμια του σχολείου και δυστυχώς, για την δική μου άποψη, η Πολιτεία — κι όταν λέω Πολιτεία εννοώ από τον Γυμνασιάρχη, τον Λυκειάρχη, το Δήμαρχο, τον Περιφερειάρχη, τον Εισαγγελέα, τον Υπουργό — δεν δίνουν και πολλή σημασία. Διότι λένε: «Ασ’ τα παιδιά». Να αφήσουμε τα παιδιά να κάνουν ό,τι θέλουνε. Ναι, να έχουμε ελευθερία, αλλά όχι να τα σπάμε όλα και να τα θέλουμε όλα δικά μας! Μπήκανε προχθές, είδα στην τηλεόραση — αν είναι αλήθεια — μες στο γραφείο του Πρύτανη και τα 'καναν όλα γυαλιά-καρφιά. Και δυστυχώς, δεν τιμωρούνται. Δηλαδή, λοιπόν, εξέλειπε η τιμωρία σήμερα — δεν είμαι υπέρ της τιμωρίας — αλλά η τιμωρία εξέλειπε παντελώς, γι' αυτό έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο. Εμείς, για να σας πω μια περίπτωση στο σχολείο, ένας μαθητής συνελήφθη από καθηγητή να διαβάζει «Μάσκα’» ή «Μυστήριο». Ήταν αστυνομικά περιοδικά, όχι ας... Τέτοια είχαμε, δεν είχαμε τίποτα άλλο. Λοιπόν, και ποια ήταν η απόφαση; «Ο μαθητής τάδε της Ε'2 τιμωρείται λίαν επιεικώς επί…», μάλλον: «Αποβάλλεται λίαν επιεικώς επί οχταήμερον -πρόσεξε- διότι μετέτρεψε την αίθουσα της Ε'2 εις κέντρον διεθνούς κατασκοπείας»! Ακούς εσύ; Ε; Λοιπόν! Άλλος, ορισμένα πράγματα, άλλος είχε ένα σκονάκι κι όταν πήγε ο καθηγητής, το 'φαγε, το κατάπιε. «Τιμωρείται ο μαθητής τάδε της τάδε τάξης λίαν επιεικώς», ή μάλλον όχι τιμωρείται, «αποβάλλεται λίαν επιεικώς επί δεκαήμερον, διότι συλληφθείς αντιγράφων, καταβρόχθισε το τεκμήριο της ενοχής του». Και μας το 'λεγαν, ε; Και γελάγαμε! Ε, αυτές ήταν οι περιπτώσεις. Διαβάζαμε. Πολλοί έμεναν στην ίδια τάξη, οι καθηγητές έδερναν. Σήμερα δεν τολμάς ούτε ν' ακουμπήσεις, όχι ν' ακουμπήσεις, αν πεις έναν μαθητή «ρε», με την καλή έννοια, μπορεί να βρεις τον μπελά σου. Λοιπόν, και σκαμπίλια και με βέργες και με κλωτσιές και έξω μας έβγαζαν. Δηλαδή ήτανε μια κατάσταση κακή βέβαια, αλλά θέλω να πω ότι όλα τα παιδιά της εποχής εκείνης, παρά αυτόν τον βίαιο τρόπο της εκπαίδευσης, όλα τα παιδιά σπούδασαν. Όλα τα παιδιά μπήκαν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές ή αποκαταστάθηκαν επαγγελματικά. Δεν δημιουργήθηκε σε κανένα παιδί ψυχολογικό πρόβλημα, επειδή ο καθηγητής το χτύπαγε ή του τράβαγε το αυτί, όπως σήμερα: «Μην μιλήσουμε στο παιδί και του δημιουργήσουμε τραύμα ψυχολογικό» κτλ. Το 'χουμε παρακάνει!
Σε σχέση με τον τότε τρόπο παιδαγωγικής και τη σύγχρονη μέθοδο διδασκαλίας και προσέγγισης των εκπαιδευτικών, πιστεύετε, άρα, ότι θα έπρεπε να υπάρχει μια μέση λύση στην προσέγγιση των εκπαιδευτικών προς τους μαθητές τους;
[00:15:00]Ναι, ναι. Πάντα μια μέση, αλλά δίκαιη λύση. Δίκαιη λύση! Ήταν... Τώρα, απ’ ό,τι βλέπω, για να απορριφθείς ή να παραπεμφθείς τον Σεπτέμβριο, πρέπει να κάνεις αίτηση. Είχα μία μαθήτρια στο Δημοτικό σχολείο, η οποία δεν ήξερε, «Ένα κι ένα -έλεγε- έκανε 21»! Άσε τα γραφόμενά της, ήτανε... Δεν έβγαζες νόημα. Λοιπόν κι όταν πήγα στο Γυμνάσιο, όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, με φώναξαν μερικά παιδιά, που ήταν συμμαθητές με τη μαθήτρια: «Κύριε, κύριε;», «Τί;», «Η τάδε βγήκε!». Δηλαδή και τα παιδιά ακόμα, καταλαβαίνεις, απόρησαν πώς η μαθήτρια αυτή πέρασε την τάξη και πήγε στην επόμενη. Δεν μπορώ να καταλάβω. Βέβαια, δεν είμαι — είπα — υπέρ της τιμωρίας, αλλά είμαι υπέρ της παροιμίας που λέει: «Αλίμονο στο σχολείο που πίπτει ράβδος, αλλά τρις αλίμονο σ’ αυτό το σχολείο που η ράβδος λείπει παντελώς».
Μου αναφέρατε προηγουμένως, ότι σπουδάσατε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τρίπολης.
Ναι, ναι.
Ποια ήταν η εμπειρία σας από τις σπουδές σας; Ήταν ένα αντικείμενο που σας άρεσε;
Όχι! Για να λέμε την αλήθεια. Η ανάγκη με έκανε και πήγα. Η ανάγκη η οικονομική. Γιατί εγώ με τη βαθμολογία μου τότε, μπορούσα να πάω και Νομική και Φιλολογία. Με τη βαθμολογία μου. Αλλά ήξερα ότι, εάν περάσω εκεί, δεν πρόκειται να πάω. Διότι δεν υπήρχε φράγκο, ο πατέρας μου ήταν άφραγκος! Και γι' αυτό, αναγκαστικά, ακολούθησα το επάγγελμα του Δασκάλου, χωρίς καν να με επιλέξουν αν έχω την ικανότητα γι’ αυτό το επάγγελμα. Το ακολούθησα τυφλοίς όμμασι που λέμε. Απλώς και μόνο γιατί δεν μπορούσα να πάω αλλού. Τέλος πάντων, αργότερα, όταν άρχισα να διδάσκω, βέβαια προσπάθησα να ανταποκριθώ στα παιδιά. Δεν ήμουν απ' αυτούς που λένε: «Je m'en fous», έτσι; «Αφού -είπα- έστω κι από οικονομικής άποψης διάλεξα αυτό το επάγγελμα, θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του επαγγέλματος και να είμαι όσο το δυνατόν με τα παιδιά πιο κοντά».
Μου αναφέρατε πριν τη συνέντευξη ότι υπήρξατε εκπαιδευτικός, όχι μόνο στην Ελλάδα-
Ναι.
Πού αλλού έχετε διδάξει;
Έχω διδάξει στην Ελληνική Κοινοτική Σχολή Σόλσμπερι Ροδεσίας. Τώρα, το Σόλσμπερι λέγεται Χαράρε και η Ροδεσία λέγεται Ζιμπάμπουε. Λοιπόν, στη σχολή αυτή, πήγα ύστερα από αίτησή μου, με απόσπαση από το Υπουργείο Παιδείας. Έκανα τρία χρόνια. Εκεί που πήγα, βρήκα μια ελληνική κοινότητα που δεν το περίμενα! Δηλαδή βρήκα σχολείο, Δημοτικό σχολείο ελληνικό, στο οποίο διδάσκαμε οι πέντε Έλληνες δάσκαλοι, διδάσκαμε Γλώσσα, Ιστορία και λίγα Θρησκευτικά. Και υπήρχαν και πέντε Εγγλέζες δασκάλες που δίδασκαν τα Αγγλικά παράλληλα. Αλλά κάναμε εμείς και τ' απόγευμα Ελληνική Γλώσσα και οτιδήποτε σε μαθητές που πηγαίναν στο Γυμνάσιο. Λοιπόν, σ' αυτή τη χώρα υπήρχε Ελληνική Εκκλησία, Έλληνας παπάς, Έλληνας δεσπότης — συγχωρεμένος τώρα, από τα Τσιπιανά εδώ ήταν ο δεσπότης, στη Νεστάνη — υπήρχε ελληνικός κινηματογράφος, υπήρχε Σύλλογος Κυπρίων, υπήρχε προσκοπισμός, υπήρχε ποδοσφαιρική ομάδα... Δηλαδή, ήτανε μια κοινότητα, η οποία αυτή την εποχή, αυτή την εποχή, ήτανε σε ακμή. Φυσικά μετά έσβησε, δεν υπάρχει τίποτα τώρα. Απ' όταν πήραν την εξουσία οι μαύροι και μετά. Κι ετούτο, γιατί όταν πήγα εγώ ήτανε στη Ροδεσία οι φυλετικές διακρίσεις, το Απαρτχάιντ που λέμε. Και οι μαύροι ήτανε 5 εκατομμύρια, λευκοί ήταν 270.000. Και οι 270.000 έκαναν ό,τι ήθελαν τους μαύρους. Δηλαδή, δεν είναι υπερβολή αυτό που θα πω ότι πολλοί τους [00:20:00]μεταχειρίζονταν σαν ζώα! Λοιπόν, τώρα βέβαια έχει αλλάξει το καθεστώς, το 'χουν πάρει οι μαύροι, δεν έχω καμία επαφή. Εκεί έκατσα 3 χρόνια και τελείωσε η απόσπασή μου και γύρισα στην Ελλάδα. Δεν ήθελα να παραμείνω περισσότερο, διότι είχαν αρχίσει εχθροπραξίες ανάμεσα στη χώρα αυτή και στις γειτονικές και αυτοί επειδή είχαν τις φυλετικές διακρίσεις, δεν σε υπολόγιζαν. Εμείς είχαμε πάει και με special διαβατήριο, διπλωματικό. Αλλά σου λέει: «Όχι, κύριε, είσαι σε αυτή τη χώρα, εδώ τρως ψωμί, θα πας να πολεμήσεις». Και λέω: «Από το ν’ αφήσω τα κοκαλάκια μου εκεί, κάτσε να φύγω!» και έφυγα και ήρθα εδώ. Και ήρθα εδώ, όταν ήρθα εδώ έκανα την αίτησή μου για μετάθεση και από το Δημοτικό σχολείο Πάπαρη, πήγα στο Δημοτικό σχολείο Λιθοβουνίου.
Όταν πρωτοφτάσατε στη Ροδεσία, τί ήταν αυτό που σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;
Πολλά μου έκαναν εντύπωση... Μου έκανε εντύπωση, βέβαια αφού πέρασαν μερικές μέρες και είδα, μου έκανε εντύπωση πώς ζούσαν οι άνθρωποι στην πόλη αυτή που ήμουν εγώ και πώς ζούσαν έξω στα χωριά. Η πόλη ήτανε καθαρή, με μεγάλα κτίρια, μεγάλους δρόμους, με όλες τις υπηρεσίες. Αλλά πώς να μην είναι καθαρή μια πόλη, όταν έχει 10.000 μαύρους οδοκαθαριστές και τους δίνανε από 10 δολάρια την ημέρα; Τί είπα; 10 δολάρια την ημέρα; Λάθος! 10 δολάρια τον μήνα! Τον μήνα, τον μήνα. Λοιπόν, εντύπωση μου έκαναν η καθαριότητα στην πόλη, αλλά κακή εντύπωση μου έκανε ο τρόπος που ζούσαν οι μαύροι έξω. Γιατί πήγαμε με τους άλλους τέσσερις τους συναδέλφους σ' ένα μαύρικο χωριό, ζούσαν σε κάτι καλύβες από καλάμια και δώσαμε στα παιδάκια καραμέλες. Τα παιδάκια ήτανε από τη μέση και πάνω γυμνά, πληγές στο σώμα... Μας υποδέχθηκαν λες και έβλεπαν θεό! Γονάτισαν κάτω και μας έλεγαν: «Thank you, thank you», «Σε ευχαριστώ, Θεέ μου», που τους δίναμε μια καραμέλα-δύο. Κι αυτό μου έκανε εντύπωση, γι' αυτό η ζωή των μαύρων... Αλλά τί να κάνω κι εγώ; Εκεί πήγα, προσαρμόστηκα. Πάντως εγώ με αυτούς τους μαύρους που είχα στο σπίτι ή στην παρέα μου, τους φέρθηκα πολύ καλά.
Είχε τύχει ποτέ να βρεθείτε σε κάποιο περιστατικό βίας όσο ζούσατε στη Ροδεσία;
Βίας; Τί εννοείτε βίας, δηλαδή; Φόνου, εγκλήματος, κάτι;
Οποιασδήποτε μορφής βίας.
Δεν υπήρχε περιστατικό βίας εκεί πέρα, διότι… Εκτός τον πόλεμο στα σύνορα. Εκεί, γινόταν πόλεμος! Κι εκεί κάθε μέρα το ραδιόφωνο, όταν έλεγε ειδήσεις το απόγευμα, η πρώτη είδηση είναι ότι: «Ανακοινώνουμε στον πόλεμο τον θάνατο των…» κι έλεγαν 5-6 λευκών! Τους μαύρους δεν τους έλεγαν που πέθαιναν! Εκεί γινόταν. Αλλά βία μέσα στην πόλη δεν κατάλαβα ποτέ, διότι δεν μπορούσε κανείς να σηκώσει κεφάλι. Δεν μπορούσε κανένας. Τώρα, μπορεί οι μαύροι να μέθαγαν, έτσι κάπου, γιατί είχανε δικά τους κέντρα εκεί που... Ξεχωριστά. Και μπορεί στο μεθύσι επάνω να μαχαίρωνε κάποιος τον άλλον, αλλά αυτά δεν τα καταλάβαινα, δεν ενημερωνόμαστε για βία δηλαδή. Περάσαμε πολύ καλά εκεί, είχαμε όλες τις υπηρεσίες, είχαμε όλες τις ευκολίες. Εμένα ο μαύρος στο σπίτι που έμενα — έμενα σε μία Ελληνίδα — μου έφερναν το πρωί τον καφέ μου με τη μαρμελάδα και τις φρυγανιές κτλ., μου έπαιρνε τα ρούχα μου, τα σιδέρωνε, μου έστελνε τα γράμματα, μου γυάλιζε τα παπούτσια, μου έπαιρνε τσιγάρα — γιατί κάπνιζα τότε — λοιπόν και του έδινα 10 δολάρια το μήνα, τη στιγμή που εγώ έπαιρνα 600! Είχαμε όλες τις ευκολίες. Μόνο δεν υπήρχε ζωή. Δεν υπήρχε γλέντι, δεν υπήρχε να πας έξω ένα βράδυ να πιεις, να τραγουδίσεις, να χορέψεις, τίποτα... Μόνο κανά κινηματογράφο εκεί, με τ’ αυτοκίνητα — ξέρεις που, το drive-in πώς το λένε, εκεί που πας — εκεί πηγαίναμε κανά βράδυ και περνάγαμε την ώρα ή μεταξύ μας οι συνάδελφοι στα σπίτια, πίναμε κανά ουίσκι. Τίποτ’ [00:25:00]άλλο. Αλλά, ζωή όχι. Εκεί που γινόνταν κάποιες εκδηλώσεις ήτανε ότι η ελληνική κοινότητα οργάνωνε χορό τις Απόκριες, την 25η Μαρτίου και πότε άλλοτε; Δεν ξέρω. Στο ελληνικό hall — ένα μεγάλο hall — ήτανε μεγάλο έτσι όπως είναι η «Αελλώ», ο κινηματογράφος όπως ήτανε και έφερνε ορχήστρα που ήτανε Έλληνες και έπαιζαν ελληνικά τραγούδια και ξεφαντώναμε μια φορά το χρόνο, δύο. Αυτά.
Ποια ήταν η αγαπημένη σας ανάμνηση από αυτή την εμπειρία;
Αγαπημένη μου ανάμνηση... Να πω ότι... Τι να πω τώρα, αγαπημένη μου ανάμνηση ήτανε ότι βρήκα τη γυναίκα μου εκεί πέρα; Κι αυτό είναι, διότι αυτή δούλευε σ’ ένα κομμωτήριο, δίπλα ήτανε ένα super market, που το είχε Έλληνας και στο super market αυτό δούλευε η γυναίκα ενός δασκάλου σαν ταμίας. Και είχανε… Δίπλα ήτανε κομμωτήριο-super market και γνωρίζονταν. Και μου λέει ο άντρας της, συνάδελφος, μου λέει: «Δίπλα είναι μια κομμώτρια -μου λέει- απ’ την Τρίπολη».Του λέω: «Απ’ την Τρίπολη; Να τη γνωρίσουμε!». Ε, σ’ ένα ραντεβού, συναντηθήκαμε στο σπίτι, βέβαια δεν είναι απ' την Τρίπολη, είναι από την Αρχαία Ολυμπία. Ε, κι από τότε, δαγκώσαμε τη λαμαρίνα, πολύ! Τη σπάσαμε, δηλαδή, τη λαμαρίνα! Αυτό. Ανάμνηση τώρα… Μία ανάμνηση που να με χαροποίησε ιδιαίτερα δεν υπάρχει. Εκείνο που ήτανε είναι ότι ήμουνα στο εξωτερικό και έπαιρνα τον εδώ μισθό. Κι έστελνα κι από εκεί ό,τι μου έμενε εδώ. Έτσι; Ε, και μάζεψα ορισμένα χρήματα και εδώ πήρα ένα αυτοκίνητο, αυτό ήτανε, τίποτ’ άλλο. Και τα έξοδα του γάμου. Αυτά ήταν.
Πού παντρευτήκατε με τη σύζυγό σας;
Εδώ! Ναι, ήρθαμε εδώ, παντρευτήκαμε για να ικανοποιήσουμε τους γονείς. Δηλαδή μας στοίχισε κι αυτό, διότι για να έρθεις αεροπορικώς από εκεί, εδώ και να ξαναπάς, μόνο τα εισιτήρια είναι πολλά χρήματα. Αλλά είπαμε να ικανοποιήσουμε τους γονείς μας, να είναι κοντά μας, γι’ αυτό και ήρθαμε εδώ πέρα κατά τη διάρκεια των διακοπών για έναν μήνα, παντρευτήκαμε, φύγαμε πάλι κάτω, κάτσαμε έναν χρόνο περίπου, λιγότερο από χρόνο και μετά ήρθαμε οριστικά εδώ. Πήγαμε, πήγα μόνος μου κι ήρθα με τρεις. Ήρθε κι ο γιος.
Επιστρέψατε, λοιπόν, στην Τρίπολη.
Ναι.
Έκτοτε η ζωή σας πώς ήταν;
Ναι. η ζωή μου ήταν σχολείο το πρωί, το μεσημέρι σπίτι και για κάποιο διάστημα, πήγαινα και στο καφενείο το βράδυ. Ήτανε μια παρέα συναδέλφων που πηγαίναμε κάθε βράδυ και συζητάγαμε θέματα σχολικά περισσότερο ή και διάφορα άλλα. Αλλά αυτό δεν κράτησε για πολύ, διότι, όταν πέθανε ο πατέρας μου και μετά, το σταμάτησα το καφενείο. Διότι έμεινε επί ένα εξάμηνο εδώ, κλινήρης και το καφενείο που πηγαίναμε το πήρε άλλος, το έκλεισε να ανακαινιστεί και η παρέα διαλύθηκε. Κι έτσι, έχω να πάω σε καφενείο 26 χρόνια! Αυτό δεν είναι υπερβολή, 26 χρόνια έχω να πάω σε καφενείο. Δεν μιλάμε για την πλατεία του Άρεως, έτσι να πάμε ένα βράδυ, αλλά σε καφενείο που πας να πιεις καφέ, να παίξεις χαρτιά και τέτοια. Και άρχισα σιγά-σιγά να τραβιέμαι προς το χωριό. Γιατί έχουμε ένα σπίτι στο χωριό, το οποίο βέβαια, λόγω οικονομικών δυσχεριών, δεν το συντηρήσαμε και ήθελε — για να σταθεί στα πόδια του — ήθελε ορισμένα πράγματα. Και σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, λίγα-λίγα, λίγα-λίγα-λίγα, φτιάξαμε ένα ωραίο σπίτι. Είναι διώροφο, έχει μεγάλο κήπο, με λουλούδια πολλά, έχει και αποθήκη μεγάλη και τα τελευταία χρόνια πάω εκεί κάθε πρωί. Ανοίγω, έχω κότες, παίρνω [00:30:00]τ’ αυγά μου — είχα και κουνέλια αλλά τα παράτησα, διότι δεν συμφέρει — και έναν σκύλο. Κι έρχονται κανά-δύο ή τρεις άλλοι, είναι στο χωριό, πίνουμε έναν καφέ και περνάμε τη μέρα μας από τις 10:00 μέχρι τη 1:00. Μία-μιάμιση τους λέω: «Στοπ, φεύγω!». Και έρχομαι εδώ στην Τρίπολη. Ε, και τ’ απόγευμα εδώ στο σπίτι, δεν πάω πουθενά. Δεν... Τίποτα το ιδιαίτερο δεν έκανα.
Segment 4
Το σπίτι στο χωριό, η συλλογή αντικών και οι ασχολίες του αφηγητή σήμερα
00:30:27 - 00:39:07
Πηγαίνετε καθημερινά στο χωριό σας;
Κάθε μέρα, ναι. Κάθε μέρα, μπορεί να μην πάω Κυριακή. Αλλά αν δεν πάω εγώ, θα πάει κάποιος άλλος απ’ το χωριό να μου ανοίξει τις κότες, να βγουν έξω. Κάθε μέρα, πολλές φορές 2 φορές την ημέρα. Το πρωί ανοίγω και πάω και το βράδυ να κλείσω. Το καλοκαίρι είναι εκεί πάνου πολύ ωραία, διότι ακούς τ’ αηδόνια. Έχουμε έναν κήπο, ο οποίος είναι δημιούργημα της γυναίκας, με πολλά λουλούδια. Λουλούδια, λουλούδια, λουλούδια! Επίσης βάζουμε και μερικά λαχανικά, ε και ασχολείσαι εκεί με το να τα κλαδέψεις λίγο, να τα ποτίσεις και να ταΐσεις τις κότες, να πάρεις τ’ αυγά... Βλέπεις όταν παίρνεις πολλά, χαίρεσαι. Όταν παίρνεις λίγα, λες: «Γιατί δεν γεννάνε;». Και πηγαίνω, λοιπόν, κάθε μέρα. Τώρα... Και τον χειμώνα πάω, αλλά τον χειμώνα ανάβω φωτιά, γιατί το σπίτι μας είναι διώροφο. Το πάνω, ας πούμε, κάθεται μια συγγένισσά μας απ’ την Αθήνα, έρχεται 2-3 φορές το χρόνο και κάθεται, αλλά είναι πλήρως επιπλωμένο. Το δεν κάτω, που το 'χουμε τώρα για τον εαυτό μας, το 'χουμε κάνει αντικοστάσιο! Όλο αντίκα μέσα. Όλο αντίκα, γεμάτο. Και από 'δω, από 'κεί, ψάξαμε, μας δώσανε, βρήκαμε οι ίδιοι, οι ίδιοι. Ό,τι είναι, δηλαδή, ποτήρια, πιάτα, έπιπλα, καρέκλες, κρεβάτια, όλα είναι παλιάς μόδας, δηλαδή κι αυτό το χαίρουμαι κι έρχονται και τα θαυμάζουν πολλοί!
Έχετε γίνει δηλαδή, συλλέκτης.
Να το πω συλλέκτης; Ναι, όχι και τόσο, αλλά ναι, συλλέκτης παλαιών πραγμάτων. Έχω και τη δραχμή εκεί στον τοίχο βάλει, λέω «η συγχωρεμένη δραχμή»! Έχω απ’ την πεντάρα, δεν τη θυμάσαι εσύ, την πεντάρα την τρύπια, τη δεκάρα, την εικοσάρα, το πενηνταράκι, τη δραχμή, το δεκάρικο, το εικοσάρικο, όλη τη δραχμή μέχρι το δεκαχίλιαρο, τα 'χω βάλει εκεί πέρα και τα έχω. Ε και διάφορα άλλα αντικείμενα, όπως είναι γουδιά, κατσαρόλες, κρεβάτια, κουρδιστήρια, μύλοι, ραπτομηχανές, γραμμόφωνα, διάφορα πράγματα. Είναι, είναι ωραίο, μ' αρέσει να πηγαίνω. Μ' αρέσει! Είναι δηλαδή, με έλκει αυτό το πράγμα, με τραβάει να πηγαίνω εκεί. Το χαίρομαι!
Ποιο είναι το αγαπημένο σας αντικείμενο;
Αντικείμενο; Να σου πω. Τώρα τελευταία, το αγαπημένο μου αντικείμενο είναι ένα ραδιοφωνάκι που έχω. Διότι στα κύματα am — τα μεσαία, τι είναι αυτά — έχω πιάσει έναν ερασιτεχνικό ραδιοφωνικό σταθμό. Πρέπει να είναι εδώ της Τρίπολης. Και έχει όλο το εικοσιτετράωρο τραγούδια της εποχής μου! Όλο το εικοσιτετράωρο. Μ’ αυτό κοιμάμαι, μ’ αυτό ξυπνάω. Ε, βέβαια, παλιά ήτανε και το αυτοκίνητο, το αγαπημένο μου. Το ήθελα να πηγαίνω βόλτες, αλλά ιδιαίτερη αγάπη σε κάτι δεν έχω. Τις ελεύθερες ώρες τις πέρναγα, πολλές φορές περνάει λίγο η ώρα, ακονίζεις και το μυαλό λιγάκι, αλλά μ' αρέσει πολύ, είμαι φίλαθλος. Ειμαι φίλαθλος και οπωσδήποτε δεν μου ξεφεύγει κανένα ματς από την τηλεόραση. Έχω πάρει το συνδρομητικό κανάλι και μου αρέσει να βλέπω και το ελληνικό πρωτάθλημα και τα ξένα. Κι όταν έχει και παίζει η αγαπημένη μου ομάδα, θέλω μες στο σπίτι να είναι ησυχία, να μη μιλάει κανένας, μπαίνει σ' άλλο δωμάτιο. Κι αν χάσει, λοιπόν, μετά νευριάζω λιγάκι, στενοχωρούμαι, αλλά τί να κάνω! Γίνεται κι αυτό.
Ποια είναι η αγαπημένη σας ομάδα;
Τώρα να την πω; Μπορεί να στενοχωρήσω μερικούς! Εγώ είμαι κόκκινος, Ολυμπιακός! Ναι. Και Αστέρας! Και Αστέρας Τρίπολης! Πρώτα Αστέρας και μετά Ολυμπιακός. Πρώτα και εύχομαι να πηγαίνει καλά ο Αστέρας πάντα, γιατί κάνει την Τρίπολη ξακουστή σ' όλη την Ελλάδα. Και στην Ευρώπη, έχει παίξει και στην Ευρώπη. Και όταν ήμουνα πιο νέος, πήγαινα και στο γήπεδο. Τώρα όμως είναι, αφήνεις τ' αυτοκίνητο ένα χιλιόμετρο [00:35:00]μακριά απ' το γήπεδο. Πρέπει να περπατήσεις, δεν μπορώ, έχω και τη μέση μου. Γίνονται και τα παιχνίδια νύχτα, είναι και χειμώνας, κάνει και κρύο, το 'κοψα! Αφού το μεταδίδει και η τηλεόραση, λέω: «Άσ’ το, καλό είναι».
Και από τα αντικείμενα που έχετε συλλέξει από τις αντίκες, ποιο είναι το αγαπημένο σας;
Κοίταξε, εκείνο που το βλέπω και το θαυμάζω είναι ένα τουμπερλέκι, που το 'χω και πολλές φορές στο χωριό, μαζευόμαστε μια παρέα — όχι, δεν είναι ανάγκη να είναι του χωριού, κι από 'δω, έτσι — και το βάζουμε το cd και παίζει έναν δίσκο κι εγώ παίρνω το τουμπερλέκι και παίζω, γίνομαι κι εγώ οργανοπαίχτης! Αυτό είναι το αγαπημένο μου, αυτό και το γραμμόφωνο, το οποίο δεν λειτουργεί, έχει το μηχανισμό του, δεν λειτουργεί. Αλλά μ’ αρέσει να το βλέπω, έτσι όπως είναι με το χωνί του εκεί πέρα. Αλλά και όλα, όλα μ' αρέσουνε, όλα, γιατί μου θυμίζουν τα παλιά. Το καβουρδιστήρι, που καβουρδίζαμε τον καφέ τότε. Το φτυάρι που φουρνίζαμε το ψωμί, τη μασιά που τη λέγαμε, που πιάναμε τη θράκα και τη βγάζαμε έξω για να... Λοιπόν, το γουδοχέρι που αλέθαμε, τη ραπτομηχανή που ράβαμε, το αλέτρι, που όργωνε τη γη — που το ’χω ψηλά βάλει — τη ζυγαριά με τα δύο αυτά, με τα δράμια που ζυγίζαμε και πολλά άλλα είναι που έχω. Όσο μπορώ μαζεύω από τέτοια! Να 'ρθεις μια φορά να τα δεις ‘κει πάνω. Όποτε θέλεις.
Να είστε καλά!
Ευχαριστώ!
Τα αντικείμενα αυτά που συλλέγετε, πώς τα βρίσκετε συνήθως;
Πολλά απ' τα αντικείμενα αυτά, τα είχαμε εμείς. Άλλα αντικείμενα μας τα 'χουν δώσει ή πάμε σε κάποιο σπίτι, το βλέπουμε πεταμένο. Λέμε: «Κυρά Γεωργία, το θέλεις αυτό;», «Τί το θέλεις παιδάκι μου;», «Το θέλω εγώ!». Το παίρνω, έτσι; Και έτσι έχω βρει τα περισσότερα. Μερικά τα είχαμε κι εμείς, αλλά μερικά από αυτά, τα έχω αγοράσει. Απ’ το Μοναστηράκι και από 'δω είναι ένας στο δρόμο της Τεγέας που πάμε, αν έχεις υπόψη σου, είναι ένας που έχει και βενζινάδικο εκεί, δεξιά κι αριστερά έχει ένα σωρό. Έχω πάρει και μερικά από εκεί, τα ’χω πληρώσει. Ναι. Ένα κρεβάτι απίθανο, το είχε για πέταμα ο γείτονας εδώ πέρα. Κρεβάτι ωραίο, το πήρα, το έδωσα στο… Το γυάλισε κάποιος εκεί πέρα, το έφτιαξε και το 'χω στήσει εκεί πέρα κι είναι απίθανο και το είχε για πέταμα! Ναι, εγώ ό,τι είναι, τα μαζεύω. Δεν είναι σαβούρα που λέμε, αλλά είναι καλά, είναι.
Εάν σας ρωτούσα να συγκρίνετε τη ζωή στην Τρίπολη και τη ζωή στη Σιλίμνα με τα σημερινά δεδομένα, πού προτιμάτε να ζείτε;
Όχι, στην Τρίπολη προτιμάω. Η Σιλίμνα είναι καλή για να πας 2 ώρες, 3, έτσι; Το καλοκαίρι και το καλοκαίρι έχει, τον χειμώνα έχει χιόνια και τέτοια. Προτιμάω την Τρίπολη, διότι εδώ... Kοίτα να δεις τώρα, η Σιλίμνα έχει 30 κατοίκους, και το καλοκαίρι ακόμα. Πάμε με τη γυναίκα, καθόμαστε, ποτίζουμε τα λουλούδια, ταΐζουμε τις κότες, ξέρω 'γω ό,τι ό,τι είναι... Σκουπίζουμε, καθαρίζουμε, έρχεται κάποιος, πίνουμε έναν καφέ. Έρχεται το βράδυ 8:00, το καλοκαίρι που λέω, 8:30, νυχτώνει. Ανάβουμε το φως, μόνοι! «Τώρα τί κάνουμε;», της λέω. «Τίποτα, πάμε να φύγουμε». Είναι βλέπεις, είναι κοντά και αυτό είναι και πλεονέκτημα και μειονέκτημα. Είναι οχτώ λεπτά να πας. Φεύγουμε. Κάθε μέρα έξω, εδώ, το καλοκαίρι στο παγκάκι, περνάνε 15 άνθρωποι, 20, καθόμαστε εκεί μέχρι τη μία και λέμε διάφορα πράγματα εκεί. Δεν έχει ανθρώπους! Και δεν έχει ένα καφενείο, να το πω, ένα μαγαζάκι, να μαζευτούνε τρεις-τέσσερις να μπορείς ν’ ανταλλάξεις απόψεις ή να παίξεις μια κολιτσίνα, μια δηλωτή, ένα τάβλι! Δεν έχει. Το βράδυ, δηλαδή, νεκρώνει η Σιλίμνα. Την ημέρα καλά είναι. Γι’ αυτό, σου λέω, η ζωή εδώ είναι καλύτερη!
Segment 5
Η φυσιογνωμία της Τρίπολης ως πόλης, η καθημερινή ζωή και οι ελπίδες για το μέλλον
00:39:07 - 00:51:06
Αν σας ρωτούσα να μου πείτε ένα θετικό και ένα αρνητικό στοιχείο της Τρίπολης, τί θα μου λέγατε;
Θετικό στοιχείο; Δεν μπορώ να επιλέξω ένα θετικό στοιχείο. Πολλά έχει θετικά στοιχεία και πολλά αρνητικά. Θετικό στοιχείο είναι η πλατεία Άρεως και οι πεζόδρομοι εκεί τριγύρω, αυτή είναι η Τρίπολη! Και αρνητικό στοιχείο είναι τα σοκάκια, οι δρόμοι που έχει, η δυσκολία στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων, το παρκάρισμα — όπου δεν φταίει η Τρίπολη, φταίνε οι Τριπολίτες, έτσι — και δεν μπορείς εύκολα να κάνεις τη δουλειά σου. Διότι [00:40:00]πας στην κεντρική πλατεία, δεν έχεις πού να αφήσεις το αυτοκίνητο, τ' αφήνεις εκεί, έρχεται σε γράφει. Να πας με τα πόδια δεν μπορείς. Ο νέος να πάει με τα πόδια, όσο μπορούσα κι εγώ πήγαινα με τα πόδια μου. Κι εγώ όπου και δήποτε πάω, θα είναι κι άλλος μέσα στο αυτοκίνητο. Θα κάνω τη δουλειά μου, ούτως ώστε αν ενοχλεί, θα το πάρει και θα φύγει. Λοιπόν, αρνητικό στοιχείο είναι οι δρόμοι, οι οποίοι δεν είναι κατάλληλοι κι επίσης αρνητικό στοιχείο είναι ότι η Τρίπολη δεν έχει τουρισμό. Δεν έχει τίποτα. Δεν ξέρω αν φταίνε οι Δήμαρχοι που έχουν περάσει, αλλά για ‘μενα, πόλη που δεν έχει θάλασσα δεν μπορεί να έχει και ανάπτυξη. Είδες τί γίνεται στο Ναύπλιο κάθε μέρα; Γιατί το Ναύπλιο συνδυάζει και θάλασσα και αρχαιολογικούς χώρους. Εδώ πέρα, δεν έχουμε ούτε θάλασσα ούτε αρχαιολογικούς χώρους δεν έχουμε. Τώρα, να πούμε την αρχαία Τεγέα; Δεν την ξέρει κανένας. Ή τη Μαντινεία; Δεν είναι έτσι εμφανίσιμη ή αυτά, δεν τα έχει μέσα η Τρίπολη. Δεν έχει τίποτα. Το μόνο που φημίζεται η Τρίπολη είναι για τη λευτεριά, ότι εδώ ήταν ο Κολοκοτρώνης, εδώ έδρασε, ελευθερώθηκε η Τρίπολη κι ελευθερώθηκε η Ελλάδα. Δεν είναι δηλαδή μια πόλη με κάτι το ιδιαίτερο. Είχε ένα Πάσχα κάποτε, Πάσχα στην Τρίπολη, ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Τώρα τελευταία, για οικονομικούς λόγους κι αυτό, εξέλειπε.
Ποιες αλλαγές θα θέλατε να δείτε να γίνονται στον τόπο;
Αλλαγές στον τόπο! Είναι ορισμένα πράγματα που θα θέλω, αλλά δεν γίνονται εύκολα. Θα ήθελα μερικά παλιά κτίρια, που υπάρχουν και που κάνουν τους δρόμους στενούς, να φύγουν, να ανοίξουν οι δρόμοι. Αλλά αυτό δεν μπορεί να το κάνει και η Πολιτεία, διότι όταν τους πεις: «Είναι δικό σου», θα σου πει: «Εγώ δεν το δίνω το σπίτι μου». Αλλά εδώ πρέπει η Πολιτεία να δείξει ένα θράσος μπορώ να πω: «Κύριε, θα σου το αποζημιώσω, αλλά θα το πάρω», για να γίνει. Δεν ξέρω... Να γίνει κάτι, που να τραβάει τον κόσμο. Να γίνει κάτι που να τραβάει τον κόσμο. Τί μπορεί να είναι αυτό; Δεν ξέρω, οι ειδικοί ας το βρούνε. Εγώ, δεν μπορώ να πω τώρα... Είδες; Η Βυτίνα τραβάει κόσμο, το Λεβίδι τραβάει κόσμο, η Στεμνίτσα τραβάει, η Τρίπολη, τα ξενοδοχεία της Τρίπολης είναι άδεια! Ενώ αν θα πας Σαββατοκύριακο εκεί πάνου, βουλιάζει ο τόπος! Η Τρίπολη τίποτα. Δεν έχει τίποτα. Εκεί έχει το έλατο, έχει την εξοχή, έχει. Εδώ δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο, δεν έχει.
Ποιες είναι οι αγαπημένες σας συνήθειες, οι αγαπημένες σας ασχολίες στην καθημερινότητά σας;
Σου είπα... Το πρωί ξυπνάω κανονικά, μέχρι τις 10:00 η ώρα είμαι εδώ στην Τρίπολη, πίνω το τσάι μου με τις φρυγανιές μου. Στη συνέχεια, αν έχω κανένα λογαριασμό, πάω να πληρώσω ή καμία δουλειά και στη συνέχεια, χωριό. Αράζω τ’ αυτοκίνητο, ανοίγω κάτω τις πόρτες να πάρει αέρα και περιμένω, έρχονται δύο ή τρία άλλοι να πούμε, να λύσουμε τα προβλήματα του κόσμου όλα! Κι έτσι μέχρι τις μία η ώρα, μία η ώρα ή μία και τέταρτο, λέω: «Παιδιά, πάμε, φεύγουμε!». Κλείνω το σπίτι, έρχομαι εδώ πέρα, έχουν ετοιμάσει το φαγητό, τρώμε. Μπορεί να ξαπλώσω λίγο το μεσημέρι και τ' απόγευμα πάλι στο χωριό. Θα πάω να περιποιηθώ τα ζώα μου, να πάρω τα αυγά μου, τα ταΐσω τις κότες, τις πάπιες που έχω, τον σκύλο κι όταν έχει ανάγκη, να καθαρίσω και το κοτέτσι εκεί πέρα και στη συνέχεια επιστρέφω εδώ. Επιστρέφοντας εδώ, έξω δεν βγαίνω. Θα την αράξω πάνω στο σπίτι, αν η τηλεόραση έχει αθλητικά δρώμενα, θα κάτσω να τα δω ή διαφορετικά να λύσω κανένα σταυρόλεξο, κανένα κουίζ — πώς τα λένε — κρυπτόλεξα, αυτά τα πράγματα ή να διαβάσω κανένα βιβλίο και βιβλίο κατανοητό. Όταν λέω κατανοητό, κάτι που μου αρέσει και κάτι που το καταλαβαίνω. Δεν πιάνω να διαβάσω ποιήματα του Σεφέρη, ούτε του Βάρναλη, ούτε του Ελύτη, γιατί αυτά δύσκολα τα καταλαβαίνεις. Χαλάς φαιά ουσία και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Με συναρπάζει ο Βαλαωρίτης και [00:45:00]ο Σολωμός, θα διαβάσω τον Αστραπόγιαννο ή το Βράχο και το Κύμα, ή θα διαβάσω τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη ή το Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, τέτοια βιβλία. Επίσης, διαβάζω και ιστορικά βιβλία, έχω πάρει Τα Φοβερά Ντοκουμέντα του Φυτράκη, που κάθε ένα βιβλίο έχει και ένα γεγονός, όπως για παράδειγμα τα Δεκεμβριανά εδώ, ο Εμφύλιος Πόλεμος ή και στο εξωτερικό, έχει τη Χιροσίμα, το Ναγκασάκι, τη δολοφονία του Κένεντι, έχει πολλά και διάφορα. Εκείνο όμως έχω παρατηρήσει τώρα τελευταία, γιατί είμαι 73 ετών, μπορεί να διαβάσω το βράδυ κάτι, την άλλη μέρα το ξεχνάω. Δυστυχώς φταίει η ημερομηνία γέννησης που λέμε και η μνήμη σε εγκαταλείπει. Τέλος πάντων, εκείνη τη στιγμή που το διαβάζεις, το χαίρεσαι. Αλλά η μνήμη σε εγκαταλείπει. Ναι. Και βλέπω τώρα, πώς ο εγγονός μου που έδωσε εξετάσεις, απομνημόνευσε την Ιστορία, ένα βιβλίο απ’ έξω! Βέβαια, αυτό το σύστημα δεν μ' αρέσει. Τί βαθμολογείς; Την παπαγαλία βαθμολογείς; Βαθμολογούν την παπαγαλία! Δεν ξέρω αν κι εσύ έδωσες εξετάσεις, έδωσες έτσι; Δεν ξέρω Ιστορία εσύ, έδωσες, την έμαθες απ' έξω όλη, ε; Και το «και»! Τί βαθμολογείς, ρε φίλε; Τί βαθμολογείς; Λοιπόν, απόρησα και λέω: «Πώς διάολο το συγκράτησε αυτό το πράγμα όλο; Όλο το βιβλίο;». Κι εγώ αν αυτή τη στιγμή μου πεις ένα ποιηματάκι, μια στροφή, μπορεί να το μάθω και σε πέντε λεπτά να το έχω ξεχάσει! Έτσι.
Υπάρχει κάτι ακόμα που θα θέλατε να προσθέσετε;
Τί να προσθέσω, αγαπητή μου; Το όνομά σου είπαμε;
Δήμητρα.
Δήμητρα. Έχουμε το ίδιο όνομα, ε; Τί να προσθέσω; Εκείνο που θέλω να προσθέσω είναι κάτι που εγώ δεν μπορώ να το κάνω, είναι πέρα από τις δυνάμεις μου. Θέλω να υπάρχει περισσότερη δικαιοσύνη στην πατρίδα μας την Ελλάδα, απόδοση δικαιοσύνης και θέλω επιτέλους να υπάρχει και κάποια τιμωρία για ορισμένους ενόχους, έτσι; Πιάνουμε 15, τους πάμε στην Ασφάλεια και τους αμολάμε. Λοιπόν, έκλεψαν οι γύφτοι το αυτοκίνητο κάποιου φίλου μου εκεί πέρα, τους πιάσανε αυτούς. Το αυτοκίνητο χάθηκε, τους πιάσανε, πήγε η Αστυνομία, τους άφησαν. Λοιπόν, δεν υπάρχει ισονομία στην Ελλάδα, δυστυχώς δεν υπάρχει ισονομία. Και δυστυχώς δεν υπάρχει δικαιοσύνη, δεν υπάρχει. Σήμερα δικάζει το χρήμα και κυβερνάει το χρήμα. Αν έχεις μέσον, θα φας λίγα χρόνια φυλακή, αν δεν έχεις μέσον, θα φας πολλά. Όπως μου 'λεγε ένας δικηγόρος φίλος: «Εγώ -λέει- απάλλαξα έναν νεαρό, ο οποίος είχε φυτεία, χασισοφυτεία». «Πώς τον απάλλαξες;», «Τον απάλλαξα -λέει, με δραχμές τότε, έτσι- με 50.000. Ο άλλος -λέει- έφαγε 10 χρόνια φυλακή», «Γιατί;», «Γιατί δεν είχε να πληρώσει!». Τέλος πάντων, δεν έχω εμπιστοσύνη. Είδες που λένε πολλοί: «Έχω εμπιστοσύνη στην Ελληνική Δικαιοσύνη». Εγώ δεν έχω! Δεν ξέρω αν αυτό βγει στη φόρα. Δεν έχω διότι, όχι ότι τους κατηγορώ, είναι διότι δεν επιβάλλουν τις ποινές που πρέπει. Και γίνονται πάρα πολλά στην Ελλάδα, που ενώ συλλαμβάνονται ορισμένοι — κι αυτό το έχουν πει και οι αστυνομικοί: «Εμείς τους πιάνουμε -λέει- και τους πάμε και τους αφήνουν ελεύθερους». Να λειτουργήσει η ισονομία! Διότι, έχω γράψει στο χωριό σ'ένα φύλλο χαρτιού και το 'χω κολλήσει στον τοίχο, κάτι που είχε πει ο Ισοκράτης, εδώ και 400 χρόνια π.Χ. Δεν το θυμάμαι τώρα, αλλά λέει ότι η Δημοκρατία, αυτοκαταστρέφεται η ίδια, διότι δεν το θυμάμαι να σου πω πως είναι... Διότι θεώρησε την αυθάδεια προνόμιο, εκείνο, εκείνο, εκείνο, εκείνο. Τα γράφει τόσο πολύ, από τότε δηλαδή, ο άνθρωπος αυτός, γινόντουσαν τότε αυτά τα πράγματα! Θέλω να υπάρχει αξιοκρατία, που δεν υπάρχει και θέλω να υπάρχει απόδοση δικαιοσύνης, όποιος και να είναι ο άλλος! Πριν από χρόνια έπεσε ένα αυτοκίνητο, εδώ πάνω στη [00:50:00]τζαμαρία, όπως βλέπεις. Βέβαια δεν ήτανε αυτή η τζαμαρία, ήταν άλλη. Έσπασε τα τζάμια, ο πατέρας μου καθόταν, αλλά μόλις είχε φύγει, είχε πάει εκεί. Γκρέμισε την πόρτα από εκεί. Οδηγούσε το αυτοκίνητο ένας γύφτος. Λοιπόν, αυτός οδηγούσε ένα φορτηγό, το οποίο δεν είχε πινακίδες, δεν είχε ασφάλεια, δεν είχε άδεια κυκλοφορίας, δεν είχε δίπλωμα οδήγησης και ήταν και μεθυσμένος. Εγώ για να τα φτιάξω αυτά το '89, πλήρωσα 80.000 δρχ. τότε. Έγινε κάποιο δικαστήριο μετά από μήνες και με κάλεσε και η πρόεδρος μου λέει: «Ξέρετε πού μένει αυτός;». Λέω: «Συγγνώμη, εγώ πρέπει να ξέρω πού μένει αυτός;». Τρεις μήνες ερήμην. Ποιος με πλήρωσε εμένα για τις 80.000; Ενώ εγώ αν θα κάνω κάτι, θα τα πληρώσω! Έτσι; Γι’ αυτό λέω, πρέπει να πληρώνουν όλοι. Τέλος πάντων. Αυτά είχα να πω, δεν ξέρω θέλεις κάτι άλλο να με ρωτήσεις;
Εγώ είμαι καλυμμένη!
Είσαι καλυμμένη;
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Σ' ευχαριστώ πολύ κι εγώ.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο Δημήτρης Καρνέζης περιγράφει την πορεία της ζωής του από τα παιδικά του χρόνια στη Σιλίμνα μέχρι τα χρόνια της φοίτησης στην Παιδαγωγική Ακαδημία και της εμπειρίες του ως εκπαιδευτικού. Μέρος της επαγγελματικής του πορείας υπήρξε η διαμονή του στο Σόλσμπερι της Ροδεσίας, όπου και δίδαξε στην Ελληνική Κοινoτική Σχολή για τρία χρόνια. Κατόπιν, περιγράφει τη σημερινή καθημερινότητά του στην Τρίπολη και το σπίτι που απέκτησε στο χωριό, το οποίο επισκέπτεται καθημερινά. Εκεί, μαζί με τη σύζυγό του, ασχολείται με τον κήπο, τα οικόσιτα ζώα αλλά και τις αντίκες που συλλέγουν. Εν κατακλείδι, εκφράζει την επιθυμία να γίνουμε μια κοινωνία δικαιότερη, με σεβασμό απέναντι στον θεσμό της δημοκρατίας, της αξιοκρατίας και της ισονομίας.
Narrators
Δημήτριος Καρνέζης
Field Reporters
Δήμητρα Χριστοπούλου
Tags
Interview Date
01/11/2020
Duration
51'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο Δημήτρης Καρνέζης περιγράφει την πορεία της ζωής του από τα παιδικά του χρόνια στη Σιλίμνα μέχρι τα χρόνια της φοίτησης στην Παιδαγωγική Ακαδημία και της εμπειρίες του ως εκπαιδευτικού. Μέρος της επαγγελματικής του πορείας υπήρξε η διαμονή του στο Σόλσμπερι της Ροδεσίας, όπου και δίδαξε στην Ελληνική Κοινoτική Σχολή για τρία χρόνια. Κατόπιν, περιγράφει τη σημερινή καθημερινότητά του στην Τρίπολη και το σπίτι που απέκτησε στο χωριό, το οποίο επισκέπτεται καθημερινά. Εκεί, μαζί με τη σύζυγό του, ασχολείται με τον κήπο, τα οικόσιτα ζώα αλλά και τις αντίκες που συλλέγουν. Εν κατακλείδι, εκφράζει την επιθυμία να γίνουμε μια κοινωνία δικαιότερη, με σεβασμό απέναντι στον θεσμό της δημοκρατίας, της αξιοκρατίας και της ισονομίας.
Narrators
Δημήτριος Καρνέζης
Field Reporters
Δήμητρα Χριστοπούλου
Tags
Interview Date
01/11/2020
Duration
51'