Ρομαντική ενατένιση της Αυγενικής των δεκαετιών ’60-’80
Segment 1
Παιδικές αναμνήσεις – Η οικογένεια και η Αυγενική των δεκαετιών του ’60-’70 –Οικονομική δραστηριότητα και καθημερινή ζωή
00:00:00 - 00:17:54
Partial Transcript
Καλησπέρα, θα μας πεις το όνομά σου; Ονομάζομαι Δρυγιανάκης Γεώργιος. Είναι Παρασκευή, 28 Ιανουαρίου του 2022, είμαι με τον Δρυγιανάκη Γ…με στον ιδιωτικό τομέα. Και ξαφνικά, πήγαμε να δουλέψουμε σ’ έναν οργανισμό που δεν ξέραμε ούτε καν τι είναι. Έτσι ήτανε τότε τα δεδομένα.
Lead to transcriptSegment 2
Η απώλεια όρασης του πατέρα και οι προοδευτικές αντιλήψεις του – Το ταξίδι στη Σοβιετική Ρωσία
00:17:54 - 00:27:18
Partial Transcript
Θα σε πάω πίσω στην Αυγενική. Μας είπες, λοιπόν, ότι ο μπαμπάς ήταν τυφλός. Εγώ αναρωτιέμαι, σε αντιμετώπιζαν διαφορετικά οι χωριανοί επειδή…ίναι ότι η βότκα δεν έχει καμία σχέση με τη βότκα που σερβίρεται στην Ελλάδα, είναι κάτι το εντελώς ανάποδο, εν πάση περιπτώσει, θα ’λεγα.
Lead to transcriptSegment 3
Σχολικά χρόνια – Σύγκριση και διαφορές με παιδιά από γειτονικά χωριά – Άλλες δραστηριότητες
00:27:18 - 00:37:48
Partial Transcript
Γυρίζουμε, λοιπόν, στην Αυγενική. Πώς ήτανε η καθημερινότητά σου όταν ήσουν, έτσι, περίπου στο Δημοτικό; Στο Δημοτικό, ήτανε μια περίοδος …αυτοί πήρανε πιο πολλές θέσεις από εμάς, τους άλλους, που υποτίθεται ότι είχαμε τελειώσει, τότε, το Λύκειο ή κάποιοι άλλοι το πανεπιστήμιο.
Lead to transcriptSegment 4
Τα παραδοσιακά γλέντια και η ξένη μουσική τις δεκαετίες ’70-’80 – Οι χίπηδες στα Μάταλα και η κρητική φιλοξενία
00:37:48 - 00:45:44
Partial Transcript
Μας είπες για γλέντια. Τι μουσική ακούγατε τότε στην Αυγενική; Εντάξει, κατά βάση ήτανε τα κρητικά, στη δεκαετία του ’70 και, μετά την εισ…θέλομε να πάμε με ωτοστόπ στο Ηράκλειο». Ή, εν πάση περιπτώσει, με το λεωφορείο της γραμμής κι όχι με κάποιο ταξί ή με κάποιο άνετο μέσον.
Lead to transcriptSegment 5
Οι ιστορίες της θείας Βλαχογιάνναινας και η τηλεόραση – Αναμνήσεις από τη γιαγιά και τον παππού
00:45:44 - 00:54:10
Partial Transcript
Επειδή μιλήσαμε πριν για αποξένωση, ανέφερες την αποξένωση που ίσως προήλθε από την τεχνολογία, που έχει αυτή τη ραγδαία εισβολή στο χωριό. …να γλυκό που το ’φτιαχνε αυτή, αλλά μας το ’δινε με τέτοια αγάπη, που κι εμείς λέγαμε: «Τώρα πάμε στη γιαγιά μας», αλλά έτσι όπως το λέμε.
Lead to transcriptSegment 6
Η αναπηρία του πατέρα – Νεανικά όνειρα και υπαρξιακές αναζητήσεις – Αγροτικές εργασίες στο χωριό
00:54:10 - 01:06:05
Partial Transcript
Να σε γυρίσω λίγο στον μπαμπά σου. Εσύ, σαν παιδί, σαν μικρό παιδί τι καταλάβαινες για την αρρώστια του; Ο μπαμπάς ήτανε πολύ ξεκάθαρος όσ…λια είτε ποικιλίες κρασιού, τα οποία, ας πούμε, σήμερα σου αποδίδουνε μεγαλύτερο οικονομικό όφελος απ’ ό,τι θα ’τανε αν τα είχες σταφίδες.
Lead to transcriptSegment 7
Αναμνήσεις από τον στρατό και ταξίδια στο πλαίσιο της στρατιωτική θητείας
01:06:05 - 01:11:49
Partial Transcript
Και έρχεται η ώρα του στρατού. Ο στρατός ήτανε κάτι –για τα αγόρια– ήτανε κάτι το οποίο το δεχότανε –στο χωριό– το δεχότανε με χαρά. Έπρεπ…Ίσως έφταιγε ο Μακεδονικός Αγώνας, ίσως γιατί ο Βενιζέλος είχε πρωτεύουσα του Κράτους τη Θεσσαλονίκη, ίσως, ίσως, ίσως… Χιλιάδες πράγματα.
Lead to transcriptSegment 8
Ενδιαφέρον για την Ιστορία – Η βιβλιοθήκη της Αυγενικής
01:11:49 - 01:23:13
Partial Transcript
Είπες πριν ότι ήξερες Ιστορία. Πώς την έμαθες αυτή; Η Ιστορία ήτανε πάντα ένα κομμάτι το οποίο με ενδιέφερε. Μ’ άρεσε, πρώτα απ’ όλα, η Ισ…μοναχοί. Η Κρήτη, διαχρονικά, στήριζε αυτούς τους θεσμούς. Ελπίζω, κάποια στιγμή, να το κάνω, να πάω και στα Ιεροσόλυμα και στο Άγιο Όρος.
Lead to transcriptSegment 9
Η τετραετής διαμονή στην Αθήνα – Η Αθήνα της δεκαετίας του ’80
01:23:13 - 01:38:43
Partial Transcript
Έτσι, για ν’ αρχίζουμε να κλείνουμε, είπες πριν ότι πέρασες τέσσερα χρόνια στην Αθήνα, όπου σε προσέλαβαν στο ΙΚΑ. Τι σου ’κανε, έτσι, μεγαλ… σου εύχομαι, με την ίδια χαρά και ρομαντική αντιμετώπιση της ζωής, να συνεχίσεις για τα υπόλοιπά σου χρόνια. Καλή συνέχεια. Ευχαριστώ.
Lead to transcriptSegment 1
Παιδικές αναμνήσεις – Η οικογένεια και η Αυγενική των δεκαετιών του ’60-’70 –Οικονομική δραστηριότητα και καθημερινή ζωή
00:00:00 - 00:17:54
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πεις το όνομά σου;
Ονομάζομαι Δρυγιανάκης Γεώργιος.
Είναι Παρασκευή, 28 Ιανουαρίου του 2022, είμαι με τον Δρυγιανάκη Γεώργιο και βρισκόμαστε στο Ηράκλειο. Εγώ ονομάζομαι Ερμιόνη Δρυγιανάκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Για ποιο θέμα θα πούμε σήμερα;
Θα πούμε για τις αναμνήσεις στο χωριό Αυγενική Μαλεβιζίου τις δεκαετίες ’60, ’70, ’80, ίσως και μέχρι σήμερα.
Ωραία, θέλεις να μας πεις λίγα λόγια για σένα;
Εγώ γεννήθηκα στην Αυγενική την Πρωτομαγιά του 1962, έμεινα εκεί, συνοπτικά, μέχρι τα πρώτα μου δεκαοχτώ χρόνια, όπου πήγαινα στο Δημοτικό. Μετά πήγα στην Αγία Βαρβάρα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο και από κει και μετά, έφυγα για το Ηράκλειο, πήγα στρατιώτης σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και για μια τετραετία ήμουνα στην Αθήνα. Ο λόγος που επήγα στην Αθήνα ήτανε γιατί διορίστηκα στο ΙΚΑ σαν υπάλληλος, από την οποία ήρθα το 1989. Γνωρίστηκα με την Άννα Αναστασάκη, με την οποία παντρευτήκαμε 30 Αυγούστου του 1992 και αποκτήσαμε τρία παιδιά. Την Ερμιόνη το 1994, τη Σοφία το 1996, τη Μαρία το 2002. Το 2014 πήρα σύνταξη από το ΙΚΑ, αφού είχα συμπληρώσει, στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, τριάντα πέντε χρόνια, και από κει και μετά, ασχολούμαι με τη γη, η οποία μ’ άρεσε πάντα, από παιδί. Συγκεκριμένα, ασχολούμαι με την ελαιοκαλλιέργεια, από την οποία, έχουμε περίπου χίλιες πεντακόσιες ρίζες ελιές. Επειδή αυτό πάντα μ’ άρεσε και σαν χόμπι, σήμερα θα μπορούσα να πω ότι κάνω αυτό το χόμπι και σαν δουλειά. Είναι κάτι που με γεμίζει και συγχρόνως μ’ αρέσει.
Μας είπες, λοιπόν, ότι γεννήθηκες την Πρωτομαγιά του 1962 στην Αυγενική. Πώς ήταν, λοιπόν, να μεγαλώνεις στην Αυγενική της δεκαετίας του ’60;
Η Αυγενική είναι ένα χωριό το οποίο ανήκει στην επαρχία Μαλεβιζίου, επαρχία η οποία, απ’ τα παλιά τα χρόνια, φημίζεται για την πλούσια γη της. Η Αυγενική ήταν ένα χωριό –εν συγκρίσει με τα άλλα της Κρήτης– πλούσιο. Έβγαζε σταφίδες, κρασί και λάδι, προϊόντα τα οποία είχανε μια υπεραξία, ειδικά οι σταφίδες, μέχρι και τη χρονική περίοδο του 1985, που το προϊόν αυτό άρχισε να φθίνει. Έχοντας, λοιπόν, αυτή την υπεραξία στα χέρια μας, δημιουργήσαμε και άλλα πράγματα, τα οποία, η ζωή τα έφερνε έτσι. Πάρα πολλοί μετακόμισαν στις πόλεις και στο Ηράκλειο φτιάχνοντας σπίτια, όπου η αξία της γης ήτανε μικρότερη από την αξία της αγροτικής γης, αλλά μετά αντιστράφηκαν τα πράγματα και έγινε το εντελώς ανάποδο. Η αξία της γης στις πόλεις, λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης του πληθυσμού, πήρε μεγάλη αξία και, κατά παράδοξο τρόπο, η γεωργική γη άρχισε να φθίνει και αυτή η κατάσταση επικρατεί μέχρι και σήμερο.
Μίλησέ μας λίγο για την οικογένειά σου.
Η οικογένειά μας ήτανε η μοναδική στην Αυγενική μ’ αυτό το επίθετο, δεδομένου ότι η καταγωγή μας είναι από το Ρέθυμνο. Συγκεκριμένα, είναι από τον Οψιγιά της επαρχίας Αμαρίου. Ο παππούς είχε έρθει στην Αυγενική, όπου γνώρισε τη γιαγιά και έμεινε εκεί, παντρεύτηκαν και έμεινε εκεί σαν ερωτικός μετανάστης. Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος, στην αρχή, δεν γνώριζε για τις γεωργικές καλλιέργειες, του ήτανε πάρα πολύ δύσκολο να προσαρμοστεί στο καινούριο περιβάλλον, δεδομένου ότι το περιβάλλον του Ρεθύμνου αφορούσε καθαρά την κτηνοτροφία. Παρόλα αυτά όμως, και για το χατίρι της γιαγιάς, προσαρμόστηκε και δημιούργησε αυτή την όμορφη οικογένεια με τα πέντε παιδιά, ένα απ’ τα οποία ήταν κι ο πατέρας μου. Ο ίδιος είχε πολεμήσει στην –ο ίδιος ο παππούς– είχε πολεμήσει στον Μακεδονικό Αγώνα και ο αδερφός του, ο Νίκος, σκοτώθηκε στη μάχη στο Δεμάτι, στην απελευθέρωση της Ηπείρου, των Ιωαννίνων. Είναι χαρακτηριστικό, και μου το ’χει μεταφέρει ο πατέρας μου, ότι όταν ενημερώσανε τη γιαγιά ότι ο ένας της γιος σκοτώθηκε και ο άλλος ήταν αγνοούμενος, εκείνη, αφού γύρισε, κοίταξε στο Αρκάδι, το οποίο είναι σημείο αναφοράς της εθελοθυσίας των Κρητικών, και είπε: «Μακάρι να ’χα πέντε γιους να τσι δώσω κι αυτούς στην πατρίδα». Με αυτή την αρχή μας μεγάλωσε και ο μπαμπάς μου και αυτές τις αρχές μεταφέρω κι εγώ στα παιδιά μου, άσχετα αν είναι κορίτσια. Ο πατέρας μου γνωρίστηκε με τη μητέρα μου στην Αυγενική. Αυτή ήταν οικογένεια από την Αυγενική και συγκεκριμένα πιο πάνω, από ένα μετόχι, τα Βλαχιανά, το οποίο υφίσταται και σήμερα, το οποίο όμως έχει αλλάξει τελείως μορφή, όπως έχει αλλάξει όλη η Ελλάδα, και έχει γίνει ένα τουριστικό θέρετρο. Ο μπαμπάς, όταν εγώ ήμουνα δυο χρονώ, στα χρόνια εκείνα, έχασε το φως του από γλαύκωμα. Όταν εγώ μεγάλωσα κι άρχισα να καταλαβαίνω πολλά πράγματα, ανακάλυψα ότι η δικιά μας η οικογένεια, η στενή, ήταν ανάποδα από τις άλλες. Ενώ στις άλλες οικογένειες ο πατέρας ήταν αυτός που ήταν στα χωράφια, ήτανε στη δουλειά και η μητέρα ήταν στο σπίτι, εδώ γινόταν το ανάποδο. Ο μπαμπάς, λόγω της αναπηρίας του, επειδή είχε χάσει το φως του και ήταν τυφλός, υποχρεωτικά ήταν στο σπίτι και η μητέρα μου, επειδή είχε μάθει μοδίστρα, δούλευε από τότε που τη θυμάμαι και μέχρι τη δεκαετία του ’90. Αφού ερχόντανε στο σπίτι όλες αυτές οι κοπέλες του χωριού να τους ράψει τις φούστες, τα φορέματα και όλα αυτά που κάνει σήμερο ένας οίκος μόδας. Μου ’χε κάνει τεράστια εντύπωση όλο αυτό το πράμα, αλλά δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα, δεν μας έλειψε ποτέ κάτι. Ο μπαμπάς ήτανε παρών σε όλες τις εκδηλώσεις, από τους γάμους μέχρι τα βαφτίσια, από τα πανηγύρια μέχρι τις κηδείες και τους θανάτους ολωνών και είναι αυτό που λέμε σήμερα, σ’ έβλεπε με τα μάτια της ψυχής. Μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι όταν ερχόταν κάποιος και του μιλούσε, αυτόματα αυτός αναγνώριζε από τη φωνή ποιος είναι αυτός που ερχότανε. Η ζωή στην Αυγενική, παρά το γεγονός ότι το χωριό ήτανε πλούσιο –θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι κάθε καλοκαίρι, στη συγκομιδή, ο πληθυσμός του τριπλασιαζότανε. Ερχόταν εργάτες και δουλεύανε στις σταφίδες. Παρόλα αυτά, τα χρόνια, παρά που ήτανε δύσκολα, ήταν όμως και χαρούμενα. Ήτανε ξένοιαστα, δεν υπήρχε όλη αυτή η αγωνία του τι θα συμβεί αύριο, υπήρχε για όλους δουλειά –αφού ερχόταν οι ξένοι, πόσο μάλλον για έναν ντόπιο που ήθελε να εργαστεί. Το σπίτι στην Αυγενική ήτανε στην πλατεία του χωριού, δίπλα στο σχολείο και δίπλα στην εκκλησία. Για την εκκλησία, ήτανε όρος [00:10:00]απαράβατος να πάμε την Κυριακή σαν οικογένεια, όλοι μαζί. Και αυτό, σαν αρχή, το κρατώ κι εγώ μέχρι σήμερα και το μεταδίδω στα παιδιά μου, γιατί έτσι νομίζω ότι είναι δεμένη η οικογένεια. Αξέχαστα θυμάμαι, μετά, τις Κυριακές να τρώμε όλοι μαζί. Και όχι μόνο εμείς, ερχότανε οι γιαγιάδες, οι παππούδες, άλλες φορές και οι γειτόνοι. Γενικά, τσι Κυριακές υπήρχε ένα παρεΐστικο κλίμα. Δεν υπήρχαν τα αυτοκίνητα, παίζαμε, τα παιδιά, αμέριμνα στην πλατεία. Όμως, η Αυγενική ήτανε πάνω στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε απ’ το Ηράκλειο στις Μοίρες. Βλέπαμε τ’ αυτοκίνητα που περνούσανε σαν αξιοθέατο και λέγαμε: «Αν είναι δυνατόν κάποια μέρα να πάρομε κι εμείς ένα». Αυτό έγινε πολύ νωρίς, γιατί με την υπεραξία των προϊόντων και της σταφίδας, σχεδόν τα παιδιά στην Αυγενική όλα είχαν αυτοκίνητο απ’ τα δεκαοχτώ τους χρόνια. Δεν ξέρω αν αυτό χάλασε τους χαρακτήρες και απομάκρυνε τους ανθρώπους, είτε γιατί ο καθένας έπαιρνε το δικό του αυτοκίνητο και πήγαινε οπουδήποτε είτε αν φταίγανε τα χρήματα. Θυμάμαι, όμως, ότι κάθε καλοκαίρι, τον Ιούλιο, αφού καθαρίζαμε τους οψιγιάδες που θα μπαίναν οι σταφίδες, μετά πηγαίναμε για δεκαπέντε με είκοσι μέρες διακοπές, είτε στο Μπαλί, στο Ρέθυμνο είτε στον Λέντα, στη νότια Κρήτη. Ήταν μια συνήθεια πολύ όμορφη, γιατί έπρεπε ο ανθρώπινος νους και το ανθρώπινο σώμα να ξεκουραστεί –έτσι μας λέγαν οι παλιοί– για να επιστρέψουμε μετά, να ’μαστε με γεμάτες τις μπαταρίες, που λένε σήμερο, για να ξεκινήσει ο τρύγος. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν έγινε η επιστράτευση και τα γεγονότα της Κύπρου, επειδή περνούσε και ο δρόμος της Μεσαράς, θυμάμαι τους στρατιώτες, που φυλούσανε τη γέφυρα της Αυγενικής, σε περίπτωση… να την ανατινάζανε για να μην περάσουνε οι οποιοιδήποτε να πάνε –ήταν ο μοναδικός δρόμος τότε που συνέδεε το Ηράκλειο με τις Μοίρες. Θυμάμαι τον σταθμό του Πολυτεχνείου. Αναρωτιόμαστε τι γινόταν τότε στην Αθήνα και γιατί γινόταν όλα αυτά. Λίγο αργότερα, έπεσε η Χούντα και η Αυγενική, σαν χωριό, ήτανε και είναι πάντα προοδευτικό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ο ίδιος ο Παπανδρέου είχε ζητήσει να σταματήσει στο χωριό για να δει ποιοι είναι αυτοί που τονε ψηφίζουνε με τόσο μεγάλο ποσοστό στην Ελλάδα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη Mercedes, όταν σταμάτησε, ήμαστε εμείς παιδιά και περιμέναμε και, παρά τα μέτρα ασφαλείας που υπήρχανε, αυτός άνοιξε την πόρτα, ανέβηκε στο σκαλοπάτι, εκεί, στο κάθισμα και μας χαιρέτησε. Και συνέχισε μετά τον δρόμο του για να πάει στις Μοίρες, στο Τυμπάκι και σε όλη την πεδιάδα της Μεσαράς. Στο χωριό, γινότανε κάθε χρόνο, και ειδικά την δεκαετία του ’70, το γλέντι της Αγίας Μαρίνας. Το λέω χαρακτηριστικά, γιατί εκείνη τη δεκαετία ήταν η δεκαετία που ήταν η δεύτερη φορά που ο ντόπιος πληθυσμός ξεσηκώθηκε κι έφυγε για ένα καλύτερο μέλλον. Τότε, πήγε στη Γερμανία. Νωρίτερα, ακούγαμε απ’ τους δικούς μας κι απ’ τους παππούδες μας ότι το 1910 είχανε φύγει και για την Αμερική και για την Αυστραλία. Μάλιστα, ο παππούς ο Αντώνης ήταν αυτός που ήξερε τα αγγλικά και έγραφε τα γράμματα και τα μετέφραζε, απ’ τα αγγλικά στα ελληνικά και ανάποδα. Οπότε, όλοι οι μετανάστες που ήτανε στη Γερμανία, ερχότανε σχεδόν κάθε καλοκαίρι, αυτοί της Αμερικής κάθε τρία χρόνια περίπου και αυτοί της Αυστραλίας ακόμα λίγο αργότερα. Αλλά ήταν χαρακτηριστικό το συγκεκριμένο πανηγύρι, το οποίο ήτανε μια γιορτή που σμίγαν όλοι για να πούνε πού βρίσκουνται σήμερο. Υπάρχουνε χαρακτηριστικές ιστορίες, που εμείς, σαν παιδιά, είχαμε δει κοπέλες να φεύγουνε, οι νεαροί να κλαίνε, να θέλουν να τις γυρίσουνε πίσω, αυτοί να μην ξέρουνε να γράφουνε γράμματα, μας βάναν εμάς, σαν παιδιά, να τα γράφουμε για να εκφράσουνε αυτό που νιώθανε. Και είναι πολλές πετυχημένες τέτοιες ιστορίες, που κοπέλες γύρισαν πίσω και παντρεύτηκαν ξανά στο χωριό, γιατί τους τράβηξε η αγάπη, τους τράβηξε ο αέρας, τους τράβηξε η μυρωδιά του χωριού, τους τράβηξε η ελευθερία που είχαμε, όσον αφορά και την απασχόληση και όλα τα υπόλοιπα. Μια πιο ξέγνοιαστη ζωή από ένα καθιερωμένο οχτάωρο, με τον κάθε εργοδότη πάνω από σένα και όλα αυτά που συμβαίνουνε και σήμερο. Πήγα στρατιώτης το 1981. Υπηρέτησα στην Κόρινθο, στη Θεσσαλονίκη, στη Σάμο, στην Κάρπαθο και μετά στην Κρήτη. Επειδή ο μπαμπάς ήταν άρρωστος, έπρεπε να κάνω ένα χρόνο. Τότε, κατά παράδοξο τρόπο, βάλανε εισοδηματικά κριτήρια, με αποτέλεσμα, αντί δώδεκα μήνες, να κάμω είκοσι δύο. Αυτό ήτανε κάτι έξω απ’ τους δικούς μου προγραμματισμούς. Τέλος πάντων, έγινε κι αυτό, κάθε εμπόδιο είναι για καλύτερο. Και αργότερα, μου είπανε αν θέλω να πάω να εργαστώ στο ΙΚΑ στην Αθήνα. Δέχτηκα, τους είπα το «ναι» –για πολλούς και διάφορους λόγους. Δεν το μετάνιωσα ποτέ, δεν έχω μετανιώσει ποτέ για ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου. Πήγα, παρά που τα χρήματα που παίρναμε τότε ήτανε δυσανάλογα με τα χρήματα που παίρναμε όταν δουλεύαμε στον ιδιωτικό τομέα. Και ξαφνικά, πήγαμε να δουλέψουμε σ’ έναν οργανισμό που δεν ξέραμε ούτε καν τι είναι. Έτσι ήτανε τότε τα δεδομένα.
Segment 2
Η απώλεια όρασης του πατέρα και οι προοδευτικές αντιλήψεις του – Το ταξίδι στη Σοβιετική Ρωσία
00:17:54 - 00:27:18
Θα σε πάω πίσω στην Αυγενική. Μας είπες, λοιπόν, ότι ο μπαμπάς ήταν τυφλός. Εγώ αναρωτιέμαι, σε αντιμετώπιζαν διαφορετικά οι χωριανοί επειδή είχες έναν πατέρα με αναπηρία;
Όχι. Απεναντίας, εγώ θα ’λεγα ότι ένιωθα πιο δυνατός. Πάντα στο σχολείο ήμουνα απ’ τσι καλύτερους μαθητές, ποτέ ο πατέρας μου δεν αρνήθηκε να πάμε την οποιαδήποτε εκδρομή, δεν αρνήθηκε το οτιδήποτε. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα δεκαεννιά μου είχα πάει ταξίδι στην Ρωσία. Είναι επίσης χαρακτηριστικό, μια χρονιά, όταν πουλήσαμε τις σταφίδες και πήραμε τα χρήματα, ότι πετάξαμε με το αεροπλάνο στις έντεκα το βράδυ και γυρίσαμε πίσω την επαύριο το πρωί, με την πρωινή πτήση, για να πάμε ν’ ακούσομε τον Βοσκόπουλο που τραγουδούσε τότε στην παραλιακή. Δεν αντιμετώπισα κανενός είδους μπούλινγκ, όπως είναι η λέξη η σημερινή. Απεναντίας, θα ’λεγα ότι με πολύ σεβασμό μας αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του χωριού. Αλλά δεν υπήρχε και κανένας λόγος, γιατί δεν είχαμε καμιά οικονομική εξάρτηση από κανέναν. Εδώ θα ’θελα να μνημονεύσω τη θεία την Αναστασία και τον Ιάκωβο Μπρούνερ, οι οποίοι ζούσανε στην Ελβετία. Ήταν αυτή αδερφή της μητέρας μου –η οποία πέθανε και πρόσφατα, τον προηγούμενο Δεκέμβριο–, η οποία δούλευε σε μια εταιρεία καλλυντικών στην Ελβετία και σχεδόν κάθε μήνα, από το [00:20:00]μηνιάτικό της, μας έστελνε χρήματα. Και είναι χαρακτηριστικό –αυτό που γινόταν σε πάρα πολλές οικογένειες όμως στο χωριό, λόγω των μεταναστών– ότι: «Ήρθαν πάλι τα τσεκ απ’ το εξωτερικό». Είναι χαρακτηριστικές οι φωτογραφίες, γιατί ο θείος αυτός δούλευε σε μια φωτογραφική… σε μια εταιρεία που έφτιαχνε φωτογραφικές μηχανές και είχε και χόμπι την φωτογραφία. Έχομε φωτογραφίες του 1960, οι οποίες είναι έγχρωμες. Με τα σημερινά δεδομένα, όποιος τις δει, εκείνη την εποχή, τις είχαν αυτοί που είχαν μια παραπάνω οικονομική επιφάνεια. Εν αντιθέσει με άλλες οικογένειες, που υποθετικά είχανε μεγαλύτερη οικονομική άνεση, ίσως δεν καταλάβαιναν την αξία μιας εκδρομής, ίσως δεν καταλάβαιναν την αξία ενός ταξιδιού, ίσως δεν καταλάβαιναν την αξία ενός ταξιδιού σε μια ευρωπαϊκή χώρα –και πόσο μάλλον σε μια χώρα όπως ήταν τότε η Ρωσία, που ανήκε στο κομμουνιστικό καθεστώς. Σ’ αυτά, ο μπαμπάς ήτανε πολύ ανοικτός, και μάλιστα, όχι μόνο ανοικτός, αλλά μας έλεγε: «Μπορείτε να κάνετε ένα ταξίδι κάθε χρόνο, ν’ ανοίξουνε οι ορίζοντές σας;» Στο μέτρο του εφικτού. Κρατήσαμε αυτή τη συμβουλή και ταξιδέψαμε σε διάφορες χώρες, είδαμε διάφορα, αλλά σαν την Κρήτη, πουθενά.
Πώς προέκυψε, αλήθεια, το ταξίδι στη Ρωσία εκείνη την εποχή;
Το ταξίδι στη Ρωσία προέκυψε λόγω του Παπανδρέου. Θέλαμε να μάθομε τι είναι ο Σοσιαλισμός. Δεν θέλαμε, όμως, μόνο τη θεωρία, θέλαμε να το δούμε στην πράξη, τι ακριβώς είναι και τι κάνουνε σ’ αυτές τις χώρες –όσο, βέβαια, μπορείς αν εμβαθύνεις σ’ ένα τέτοιο ταξίδι. Είχε και τα θετικά του, είχε και τ’ αρνητικά του. Όμως, οι χώρες όλες εξελίσσονται, τα καθεστώτα αλλάζουνε πολύ γρήγορα κι εσύ πρέπει να προσαρμόζεσαι στα νέα δεδομένα, τα οποία, δυστυχώς, για τον απλό κόσμο, είναι πιο δύσκολα από ποτέ τη σημερινή μέρα. Αν μου ’λεγε κανένας ότι όταν εγώ ήμουνα δεκαοχτώ χρονώ και έλεγα ότι: «Μπορώ να πάω αύριο να δουλέψω σε δέκα δουλειές» και σήμερο ότι τα παιδιά τα καινούρια όλα, που είναι σπουδαγμένα, που έχουνε κάμει μεταπτυχιακά, που όλοι οι γονείς έχουνε ξοδέψει μια περιουσία, δεν θα μπορούσανε να βρούνε δουλειά και θα παρακαλούσανε για μια τετράωρη απασχόληση, αυτό δεν θα το πίστευα ποτέ. Ήταν έξω απ’ τα δικά μου δεδομένα.
Ποιος οργάνωσε εκείνο το ταξίδι στην Ρωσία;
Τα ταξίδια τα οργάνωνε ο εκάστοτε πολιτιστικός σύλλογος. Όμως, αυτό, επειδή δεν φτάνανε τα άτομα, επειδή υπήρχε μια –πώς να το πω; Ναι μεν θέλανε να πάνε πολλοί, αλλά κάπου κολλούσανε, λόγω του καθεστώτος που υπήρχε και λόγω τις διάφορες φήμες που κυκλοφορούσαν τότε και τα λοιπά και τα λοιπά, πήραμε πρωτοβουλία και πήγαμε κάποιοι με ταξιδιωτικό γραφείο από την Αθήνα. Επιβαρυνθήκαμε, δηλαδή, και τα έξοδα από εδώ στην Αθήνα και πίσω. Όμως, ήτανε μια εμπειρία ζωής αυτό το ταξίδι. Κι όχι μόνο.
Πόσων χρονών πήγες;
Δεκαεννιά.
Τι σου έκανε, λοιπόν, εντύπωση στην Ρωσία;
Όλο το… όλη η πρωτεύουσα, όλο… όλο το σκηνικό που γινότανε. Ήτανε ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος. Πολύ διαφορετικός απ’ αυτόν που περιμέναμε. Θυμάμαι σαν αξιοθέατο, πέρα απ’ το μαυσωλείο του Λένιν, ότι πήγαμε να δούμε πώς καθαρίζανε την Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας, πώς την πλύνανε εκείνο το πρωινό. Με τι συντονισμό έπρεπε, ας πούμε, για τη δούνε οι επισκέπτες κι όχι μόνο. Οι ντόπιοι κάναν τα παράπονά τους σ’ εμάς για το καθεστώς που υπήρχε, το οποίο, ναι μεν λέγανε ότι: «Ναι, υπάρχει Παιδεία, υπάρχει Υγεία, υπάρχει απασχόληση» –τα οποία ήτανε βασικά– και μάλλον, όποιος δεν κάθεται καλά… Κι εμείς, απ’ την άλλη τη μεριά… Να υπάρχει λογοκρισία, όπως λέγανε, του καθεστώτος και όλα αυτά. Και οκέι, είδαμε αυτά που θέλαμε, όχι στον βαθμό που είναι μια εκδρομή, που συνήθως σου δείχνουνε τα πιο ωραία και τα πιο… Επειδή ήμαστε και λίγο… συζητούσαμε με τους ντόπιους, πώς περνάνε αυτοί, τι κάνουν αυτοί σε μια μεγαλούπολη, όπως ήταν η Μόσχα, και… εντάξει.
Πώς επικοινωνούσατε, αλήθεια, με τους ντόπιους;
Όχι, δεν ήτανε… Ήτανε δύσκολη η επικοινωνία, γιατί δεν γνωρίζαμε τη γλώσσα, μιλούσε μόνο αυτός που είναι ξεναγός και συνήθως ρωτούσαμε αυτούς που είναι στα μαγαζιά, αυτούς που είναι στους δρόμους, αυτούς που ήτανε στα διάφορα μπαρ. Και ρωτούσαμε κι αυτοινών, τι θέλουνε αυτοί να κάνουνε, πού θέλουνε να πάνε. Ξέρανε, όμως, για την Ελλάδα, ξέρανε για την Κρήτη, ξέρανε διάφορα πράγματα, ξέρανε για τον ελληνικό πολιτισμό, για τον μινωικό πολιτισμό. Γενικώς, όπου λέγαμε ότι ήμαστε Έλληνες, μας δεχότανε με ενθουσιασμό θα ’λεγα.
Από φαγητό;
Από φαγητό, εντάξει, όπως ήτανε κι εδώ, δεν… Ή μας κάνανε… Ήτανε γνωστό ότι η Ρωσία είναι μια χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, ορθόδοξη –άσχετα το καθεστώς, υπήρχε και τότε έντονο το στοιχείο το χριστιανικό. Αυτό που μου ’χε κάνει φοβερή εντύπωση, είναι ότι η βότκα δεν έχει καμία σχέση με τη βότκα που σερβίρεται στην Ελλάδα, είναι κάτι το εντελώς ανάποδο, εν πάση περιπτώσει, θα ’λεγα.
Segment 3
Σχολικά χρόνια – Σύγκριση και διαφορές με παιδιά από γειτονικά χωριά – Άλλες δραστηριότητες
00:27:18 - 00:37:48
Γυρίζουμε, λοιπόν, στην Αυγενική. Πώς ήτανε η καθημερινότητά σου όταν ήσουν, έτσι, περίπου στο Δημοτικό;
Στο Δημοτικό, ήτανε μια περίοδος η οποία ήταν ξεγνοιασιάς. Ήτανε μια περίοδο η οποία ήτανε παιγνίδι, ήτανε μια περίοδος που προσπαθούσες να τους ακούσεις όλους. Θυμάμαι στο Δημοτικό την αυλή του σχολείου ότι ήτανε παλιό νεκροταφείο, το οποίο το χαλάσανε κάποια στιγμή κι έγινε αυλή. Οπότε, επειδή εμείς πηγαίναμε και παίζαμε εκεί, και τ’ απογεύματα και τα βράδια, μας φοβερίζανε οι πιο μεγάλοι ότι: «Ξέρεις κάτι, θα σηκωθούν αυτοί που έχουνε πεθάνει», ας πούμε, εκεί, και τα λοιπά –για να μην πηγαίνομε, όμως, να παίζομε, το καταλάβαμε πολύ αργότερα. Και γινόταν όλο αυτό το… Για μας, το σχολείο ήτανε… πηγαίναμε με πολλή χαρά. Δεν είχαμε αυτό το σκηνικό που ακούγαμε με άλλα, ότι: «Ξέρεις κάτι, οι δάσκαλοι, που έτσι, που αλλιώς, που δεν συμπεριφέρονται καλά στα παιδιά» και δεν ξέρω τι. Απεναντίας, μας άρεσε να πηγαίνομε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον δάσκαλο, που έμενε στο σχολείο και, συνήθως, δεν τον αφήναμε να κοιμηθεί τ’ απογεύματα, επειδή πηγαίναμε και παίζαμε. Αλλά κι εκείνος, πάντα ήθελε την παρέα τη δικιά μας, οπότε υπήρχε μια ισορροπία σε όλο αυτό, απέναντι σ’ αυτόν και σ’ εμάς. Όταν τέλειωσα το Δημοτικό, πήγαμε στο Γυμνάσιο, στο διπλανό χωριό, στην Αγία Βαρβάρα, δέκα λεπτά, ας πούμε, από την Αυγενική. Εκεί, γνωρίζαμε παιδιά από πενήντα διαφορετικά χωριά τα οποία είναι γύρω γύρω απ’ την Αγία Βαρβάρα. Εκεί, αυτόματα, θα μπορούσες να κάμεις τη σύγκριση, και στον τρόπο σκέψης και στον τρόπο που λειτουργούσαμε και σε όλη τη διαδικασία. Φαινότανε ότι αυτά τα παιδιά που είναι από τα χωριά τα κοντινά τα δικά μας, της επαρχίας Μαλεβιζίου, τα πιο «πλούσια», θα ’λεγα, σε υλικά αγαθά, είχανε μια πιο ανοιχτή [00:30:00]σκέψη σε όλα τα πράγματα. Το οποίο, βέβαια, αυτό, όμως, δεν ήτανε μόνο –στην αρχή, όπως είπαμε– μόνο το υλικό κομμάτι. Ήταν και το κομμάτι ότι η Αυγενική ήτανε ένα προοδευτικό χωριό, αριστερών –και μέχρι σήμερα αριστερών– πεποιθήσεων, έβλεπε με άλλο μάτι όλες τις σχέσεις των ανθρώπων, με άλλο μάτι τις σχέσεις της οικογένειας, που ’τανε πιο ελαστικές από τα ορεινά χωριά των αλλωνών επαρχιών, που ήτανε πολύ πιο κλειστές. Η Αυγενική απέχει μόλις δεκαοχτώ χιλιόμετρα από το Ηράκλειο, μπορούσες να πας ανά πάσα ώρα και στιγμή να δεις την αγορά, τα πάντα. Ήτανε πιο εύκολη η πρόσβαση.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη διαφορά που παρατήρησες στην αντίληψη για τη ζωή ανάμεσα σ’ εσάς και τα υπόλοιπα χωριά όταν πρωτοπήγες σε σχολείο έξω απ’ την Αυγενική;
Το ένα ήταν το οικονομικό κομμάτι, στο οποίο, τα άλλα παιδιά, αν εμείς –παράδειγμα– μπορούσαμε να πάρουμε κάτι να φάμε, αν υποτεθεί, μια αξίας δέκα δραχμές που ήτανε τότε, τα άλλα παιδιά, συνήθως, δεν είχανε χρήματα ή είχανε πολύ λιγότερα απ’ ό,τι είχαμε εμείς. Είχανε άλλες αντιλήψεις. Συνήθως, αυτοινών οι γονείς τους ήτανε κτηνοτρόφοι. Είχανε έναν δικό τους κώδικα επικοινωνίας, έναν δικό τους κώδικα στο μη και στο πρέπει. Εμείς είχαμε έναν πιο ανοιχτό κώδικα επικοινωνίας, ο οποίος έλεγε ότι πρέπει να σέβεσαι τον άλλο, όποιος κι αν είναι. Δεν θα μιλούσες ποτέ υποτιμητικά για κάποιον, ούτε θα νευρίαζες ποτέ επειδή κάποιος σου φέρθηκε άσχημα, εν αντιθέσει, ειδικά με τα πιο ορεινά χωριά, που υπήρχανε συμπεριφορές αυταρχικές, του: «Γιατί πρέπει να ’ναι έτσι», του: «Γιατί πρέπει να ’ναι αλλιώς». Κι εμείς «γελούσαμε» με όλες αυτές τις συμπεριφορές. Όχι κάτι άλλο. Οι κοινωνίες πρέπει να πηγαίνουν μπροστά κι όχι πίσω. Οι νέες γενιές να είναι καλύτερες απ’ τη δικιά μας, κάθε νέα γενιά πρέπει να τη σέβεται η προηγούμενη και να προχωράμε μπροστά.
Εκτός, λοιπόν, απ’ το σχολείο και την πλατεία που μας ανέφερες, πώς διασκέδαζαν τα παιδιά τότε; Πώς περνάγατε τον ελεύθερό σας χρόνο;
Τον ελεύθερό μας χρόνο… Υπήρχανε πολλές δραστηριότητες. Το ένα ήτανε ο αθλητισμός. Στο διπλανό χωριό υπήρχε Αθλητικό Σωματείο, το οποίο έπαιζε στην τοπική κατηγορία, στο Βενεράτο, η Ασπίδα Βενεράτου, και εκεί μαζευόταν τα παιδιά από τα πέντε πιο κοντινά χωριά, ίσως και παραπάνω, ίσως και γιατί ήτανε το χωριό που είχε τη συγκεκριμένη ομάδα. Τότε, οι ομάδες, ναι μεν ήτανε λίγες, γιατί Ηράκλειο και Λασίθι ήτανε μία Ένωση, οπότε είχαμε την ευκαιρία, μέσα απ’ τον αθλητισμό, να γνωρίσομε όλες τις πόλεις της ανατολικής Κρήτης, πηγαίνοντας να παίξομε ποδόσφαιρο –που τότε, πήγαινες πολύ δύσκολα, λόγω ότι δεν υπήρχανε οι δρόμοι όπως είναι τώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πηγαίναμε μέχρι την Ιεράπετρα, μέχρι τον Άγιο Νικόλαο, παίζαμε με τα τοπικά σωματεία, τον ΟΦΗ Ιεράπετρας, τον ΑΟΑΝ, τα Μάλια και, σε μεταγενέστερο χρόνο, και με τη Νεάπολη και με άλλες πόλεις. Οπότε, δεν ήτανε μόνο το ποδόσφαιρο που πήγαινες, ήτανε να γνωρίσεις και την άλλη πόλη, να δεις πώς είναι αλλού, τι κάνουν αυτοί, τι έχουνε. Το άλλο, ήτανε οι πολιτιστικοί σύλλογοι, οι οποίοι ήτανε στην άνθησή τους τότε. Οι πολιτιστικοί σύλλογοι είχανε διάφορα τμήματα, από θεατρική ομάδα μέχρι τμήματα χορού, να μάθεις όχι μόνο τους κρητικούς χορούς, αλλά όλους τους χορούς της Ελλάδος και όχι μόνο της Ελλάδος, και της άλλης Ελλάδος, της Μικράς Ασίας, και μέσα απ’ όλες αυτές τις διαδικασίες, να γεμίσεις τον χρόνο σου, να νιώθεις γεμάτος μ’ αυτό που κάνεις. Είναι χαρακτηριστικά έργα που είχε ανεβάσει ο πολιτιστικός σύλλογος, στην αρχή εντελώς ερασιτεχνικά, και μετά, που είδανε την επιτυχία τα επόμενα χρόνια, κάποιος αναλάμβανε σαν σκηνοθέτης, θα ’λεγα, να ανεβάσει έργα διάφορα. Ήτανε οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που γινότανε στο Ηράκλειο και που πήγαινε ο πολιτιστικός σύλλογος στην Αυγενική και ανέβαζε το κάθε θέατρο που έπαιζε, διαφορετικό κάθε χρονιά. Η Αυγενική, το 1979, ήτανε πρωτοπόρα σε αυτά τα πράγματα, μετά ακολουθήσανε κάποια χωριά. Και κάποια χωριά ακολουθήσανε μετά από πολλά και αρκετά χρόνια. Ήτανε χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι στα πρώτα θέατρα, μας λέγανε όλοι στα χωριά: «Μα πώς είναι δυνατόν να παίζουνε παντρεμένοι και να ’ναι από κάτω ο σύζυγος και να βλέπει τη γυναίκα του ηθοποιός;» Φαινότανε σ’ αυτά τα πιο ορεινά χωριά τόσο παράξενο. Για μας ήταν κάτι απολύτως φυσιολογικό. Είναι η ελευθερία της έκφρασης και του να κάνω αυτό που μ’ αρέσει και να νιώθω καλά με τον εαυτό μου.
Σε ποιες ομάδες του πολιτιστικού συλλόγου συμμετείχες κι εσύ;
Εντάξει, σίγουρα, έπαιζα ποδόσφαιρο στην Ασπίδα, στο Βενεράτο, στο χορευτικό, συν το γεγονός ότι οι πολιτιστικοί σύλλογοι οργανώνανε και διάφορες εκδηλώσεις, όπως είναι τα γλέντια, όπως είναι η βοήθεια σε διάφορες κοινωνικές ομάδες οι οποίες είχαν ανάγκη, όπως είναι οι δενδροφυτεύσεις, όπως είναι όλα αυτά που κάνουνε και σήμερα οι πολιτιστικοί σύλλογοι και, συνήθως, συμμετέχουν όλα τα μέλη. Στο θεατρικό κομμάτι, ήτανε η χρονιά που εγώ είχα φύγει στρατιώτης και αυτό είχε γίνει. Και επειδή ήτανε και περιορισμένα τα άτομα τα οποία συμμετείχανε στις συγκεκριμένες παραστάσεις, ήτανε… υπήρχε αυτό που λένε, όπως το λένε οι ηθοποιοί, κάνανε πρόβα για να δούνε ποιο θα παίξει καλύτερα απ’ τα παιδιά και ποιο θα το πάρουνε. Και μάλιστα ήταν αρκετοί οι οποίοι ούτε καν είχανε τελειώσει το Γυμνάσιο κι είχαν έμφυτο αυτό το ταλέντο της ηθοποιίας και αυτοί πήρανε πιο πολλές θέσεις από εμάς, τους άλλους, που υποτίθεται ότι είχαμε τελειώσει, τότε, το Λύκειο ή κάποιοι άλλοι το πανεπιστήμιο.
Segment 4
Τα παραδοσιακά γλέντια και η ξένη μουσική τις δεκαετίες ’70-’80 – Οι χίπηδες στα Μάταλα και η κρητική φιλοξενία
00:37:48 - 00:45:44
Μας είπες για γλέντια. Τι μουσική ακούγατε τότε στην Αυγενική;
Εντάξει, κατά βάση ήτανε τα κρητικά, στη δεκαετία του ’70 και, μετά την εισβολή –έτσι θα το ’λεγα– του ξένου ρεπερτορίου, υπήρχε μια πληθώρα τραγουδιών. Αυτά αφορούσανε τους Κρήτες καλλιτέχνες, όπως ήταν ο Ξυλούρης και διάφοροι άλλοι, ο Γαργανουράκης, με τα αντιπολεμικά τραγούδια της εποχής και τα διάφορα, και τα οποία προσπαθούσανε να ανταγωνιστούνε τους Beatles, τους Rolling Stones, τους Black Sabbath, τους Pink Floyd και όλες αυτές τις ξενόφερτες μουσικές –τους Animals… Γινότανε ένα πάντρεμα, τότε, της κρητικής με της ξένης μουσικής και διάφοροι, διάφοροι χοροί ευρωπαϊκοί χορευότανε και στα κρητικά γλέντια, ήτανε… Όπως και διάφορα προϊόντα, τα οποία, μέχρι τότε, ούτε καν τα καταναλώναμε, ήρθανε απ’ το εξωτερικό και επιβλήθηκαν στην ελληνική αγορά, όπως είναι η μπύρα, όπως είναι η κόκα κόλα. Όλα αυτά δεν υπήρχαν στα παλιά τα χρόνια, υπήρχε μόνο το κρασί και η ρακή. Και στο τέλος, καταλήξαμε να βγάνομε μαντινάδες για την κόκα κόλα και να τραγουδούμε κι όλοι μαζί. Στην δεκαετία του ’80, τέλη της δεκαετίας του ’70-αρχές της δεκαετίας του ’80, σε καθημερινή βάση τα καλοκαίρια στην Αυγενική, σε διαφορετικό σπίτι κάθε βράδυ, γινότανε πάρτι. Πήγαινε όλη η νεολαία οι οποίοι ήταν ελεύθεροι και ακούγανε [00:40:00]κατά βάση ξένη μουσική. Ήτανε τότε ο Τζον Τραβόλτα, ήτανε ο «Πυρετός το Σαββατόβραδο», ήτανε όλες αυτές οι ξένες μουσικές, ροκ εν ρολ και χοροί, τους οποίους χορεύανε και οι ντόπιοι και κοντέψαμε ξαφνικά να ξεχάσομε τα κρητικά. Αλλά όλα έρχονται και παρέρχονται και όλα κάνουνε τον κύκλο τους και αυτό που είναι σταθερή αξία επανέρχεται στο προσκήνιο, όπως πάντα.
Επειδή μίλησες για εισβολή της ξένης μουσικής, αναρωτιέμαι από πού ερχότανε στο χωριό; Πώς τη μαθαίνατε;
Υπήρχε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Βάσης των Γουρνών που, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, εξέπεμπε και όλα αυτά τα τραγούδια. Υπήρχανε τα Μάταλα, τα οποία ήτανε στον δρόμο για… Στον δρόμο απ’ το Ηράκλειο να πας στα Μάταλα, η Αυγενική είναι στα είκοσι χιλιόμετρα, περνάς. Βλέπαμε τους τουρίστες που πηγαίνανε, ακούγαμε τις ιστορίες που λέγανε, θέλαμε κι εμείς να πάμε στα Μάταλα και πήγαμε. Τότε, ήτανε σε εξέλιξη –τα πιο παλιά χρόνια, το ’70-τόσο– ο πόλεμος στο Βιετνάμ, η αντίσταση της νεολαίας της εποχής εκείνης απέναντι σ’ αυτόν τον πόλεμο και όλα αυτά τα τραγούδια που μιλούσανε για ειρήνη, για αγάπη, για την ευημερία των λαών. Πολλοί λέγανε ότι όλα αυτά τα τραγούδια ήτανε η αμερικάνικη προπαγάνδα, ήτανε, ήτανε, ήτανε… Ήτανε, όμως, και πολλά που μιλούσανε για τη φύση, για την οικολογία, για τον αέρα, για πράγματα τα οποία μιλούσαμε κι εμείς οι ίδιοι, αλλά με άλλη γλώσσα, όμως, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.
Οπότε, εσείς γνωρίσατε και χίπηδες;
Ναι, ήτανε άκρια, όμως, εποχής. Είχε πιο πολύ, όταν επισκεφτόμαστε εμείς τα Μάταλα, είχε περάσει όλο αυτό, είχε τελειώσει ο πόλεμος, είχανε γίνει όλα όσα είχανε γίνει μ’ αυτή την παρέα. Όμως, η ανάμνηση ήτανε τόσο δυνατή, που ακόμα και σήμερο, είναι σήμα κατατεθέν να πας στα Μάταλα, όπως να πας και στο φεστιβάλ που κάνουνε, να ακούσεις τις μουσικές και να αναρωτηθείς τι και πώς έγινε εκείνα τα χρόνια. Είναι ένα υπέροχο συναίσθημα η ελευθερία, που είναι το υπέρτατο αγαθό. Να νιώθεις ότι σ’ αυτόν τον τόπο ξεκίνησε όλο αυτό το κίνημα, από ένα μικρό ψαροχώρι. Που δείχνει τι δύναμη μπορεί να έχει η φύση, ο αέρας τση, οι μυρωδιές τση, η θαλασσά της για να προστατέψει όλη αυτή την ιδέα.
Πριν, μας είπες ότι τα αμάξια ήταν σαν αξιοθέατο για εσάς τότε, αλλά τώρα, μας λες ότι πηγαίνατε στα Μάταλα. Πώς συνέβη αυτό;
Ναι, ήτανε… στην αρχή, τ’ αυτοκίνητα ήτανε πολύ λίγα. Ήτανε ένα στο κάθε χωριό, όπως και στο δικό μας. Όπως ήτανε ένα και το τηλέφωνο. Όμως, οι χώρες προχώρησαν. Και τηλέφωνα ήρθανε και αυτοκίνητα ήρθανε, οπότε κι εμείς αντιγράψαμε αυτό που κάνανε οι Ευρωπαίοι, που είχανε αυτή την κουλτούρα. Δηλαδή, για να πάμε στα Μάταλα, δεν χρειαζότανε να πληρώσουμε, κάναμε ωτοστόπ. Ήτανε τόσο αγνά τα πράγματα, που οποιοσδήποτε σταματούσε και μας έπαιρνε. Όχι μόνο εμάς, και τους ξένους. Εν αντιθέσει με σήμερα, που φοβάσαι να μιλήσεις στον άλλο ή φοβάσαι να σταματήσεις, γιατί λες: «Θα με ληστέψουνε, ποιοι είναι αυτοί;» Ή και τώρα, με το τούτο το καινούριο, τον κορωνοϊό, αν είναι καλά ή όχι. Αποφεύγεις να πάρεις τον οποιονδήποτε. Ενώ τότε, ήτανε πολύ εύκολο να πας είτε στο Ηράκλειο είτε στα Μάταλαόπ –κάποιος, όποιος και να περνούσε, θα σ’ έπαιρνε. Ήταν ένας άγραφος νόμος, ένας όρος απαράβατος για τους ντόπιους. Για τους ξένους, οι Κρητικοί το θεωρούσανε σαν υποχρέωση, σαν φιλοξενία, ότι πρέπει… «Πού πάει αυτός; Να τον βοηθήσουμε, πού να πάει; Πού θέλει να πάει; Να πάει». Και έβλεπες, ακόμα και σήμερο, που υπάρχουνε κάποιοι άνθρωποι που έχουν αυτή την κουλτούρα, τους βλέπουμε ακόμα και κάνουνε ωτοστόπ, παρά που όλο το mood αυτηνής της διαδικασίας έχει αλλάξει –προς το χειρότερο βέβαια, γιατί φοβάται ο κόσμος. Όμως, εκείνοι επιμένουνε ότι: «Εμείς, από τον Λέντα ή από τα Μάταλα, θέλομε να πάμε με ωτοστόπ στο Ηράκλειο». Ή, εν πάση περιπτώσει, με το λεωφορείο της γραμμής κι όχι με κάποιο ταξί ή με κάποιο άνετο μέσον.
Segment 5
Οι ιστορίες της θείας Βλαχογιάνναινας και η τηλεόραση – Αναμνήσεις από τη γιαγιά και τον παππού
00:45:44 - 00:54:10
Επειδή μιλήσαμε πριν για αποξένωση, ανέφερες την αποξένωση που ίσως προήλθε από την τεχνολογία, που έχει αυτή τη ραγδαία εισβολή στο χωριό. Αναρωτιέμαι πόσο πιστεύεις ότι ο ερχομός της τηλεόρασης στο χωριό συνέβαλε σ’ αυτή την αποξένωση που ανέφερες πριν;
Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα. Εμείς είχαμε τη θεία τη Βλαχογιάνναινα, μια παλιά γυναίκα στο χωριό, η οποία ήτανε λάτρις των παραμυθιών. Πηγαίναμε, λοιπόν, όλα τα παιδιά εκεί και μας έλεγε η θεία αυτή παραμύθια. Και μόνο η ζωή της ήτανε παραμύθι. Μας έλεγε πώς μεγάλωσε, μας έλεγε πώς παντρεύτηκε, μας έλεγε για τους Γερμανούς, τότε, που πέσανε στην Κρήτη. Ξαφνικά, ανακαλύψαμε ότι όλες αυτές οι ιστορίες που αυτή μας έλεγε σαν παραμύθι, ήτανε πραγματικότητα. Νομίζαμε ότι οι σκοτωμοί και όλα αυτά ήτανε ένα παιχνίδι, που το βλέπεις σαν ένα βίντεο. Δυστυχώς, όμως, ήτανε μια πραγματικότητα, που οι γιαγιάδες θέλανε να μας το περάσουνε σαν μήνυμα: «Έγινε, μη φοβάστε». Αργότερα, όμως, η γιαγιά είχε τα παιδιά της στείλει στη Γερμανία. Εδώ είναι τώρα η αντίθεση, σ’ έναν λαό, «τον πιο μισητό», όλος ο ανθός της κρητικής νεολαίας πήγε εκεί να δουλέψει. Στείλανε, λοιπόν, στη γιαγιά μια τηλεόραση. Οπότε, όταν πια η γιαγιά μας φώναζε, δεν μας φώναζε να μας πει παραμύθια. Μας φώναζε για να ανοίξει την τηλεόραση να δούμε ένα σίριαλ, να δούμε μια ταινία ή να δούμε κάτι άλλο, κι εκείνη, βουβή, να παρακολουθεί την οθόνη. Κανένας πια δεν ρωτούσε τη γιαγιά για παραμύθια. Τη ρωτούσαμε, χρόνια αργότερα, εμείς που το θυμόμαστε. Είναι αξιοθέατο να σου πει μια γιαγιά ένα παραμύθι. Δυστυχώς.
Υπάρχει περίπτωση να θυμάσαι κάποιο απ’ αυτά και να μπορείς να μας το αφηγηθείς τώρα;
Ναι. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ένα αληθινό παραμύθι που είχε να κάνει με τη γερμανική Κατοχή και τους αντάρτες, που κι εμάς, σαν παιδιά, όταν θέλανε να μας φοβερίσουνε και να μας πούνε διάφορα, λέγανε για τον Μπαντουβά που πολεμούσε και σκότωνε τους Γερμανούς. Λέγανε και για διάφορους άλλους αγάδες Τούρκους και τα λοιπά, όμως η γερμανική Κατοχή ήτανε πολύ πιο πρόσφατη κι είχανε επικεντρωθεί σ’ αυτήν. Ήταν εκείνοι που είχαν σκοτώσει τον μάρτυρα Μπαντουβά στην Αυγενική. Και τότε, ο αδερφός του, παίρνοντας εκδίκηση, κυνηγούσε κι αυτός τους Γερμανούς και μας λέγανε ότι ο Γερμανοί, όταν βλέπανε τους δικούς μας, φοβότανε: «Ω, το βράδυ θα ’ρθει ο Μπαντούβας». Αναρωτιόμαστε εμείς μήπως ήταν κάποιος υπεράνθρωπος. Και τελικά, ήταν ο γνωστός οπλαρχηγός που τους κυνηγούσε, ο Κωστής Μπαντουβάς της Εθνικής Αντίστασης –μεταγενέστερα. Αυτό, οι γιαγιάδες μάς το περνούσαν σαν παραμύθι, γι’ αυτές όμως ήτανε μία πραγματικότητα. Είχε μεγάλη αξία πώς μπορείς να κάνεις τη δικιά σου ζωή παραμύθι και να την πεις, για να μην πληγώσεις τα παιδιά, για να μην αφήσεις το μίσος να κυριαρχήσει στην ψυχή τους, σ’ αυτούς όλους που [00:50:00]σκότωσαν τους γονείς τους. Γιατί, καλώς ή κακώς, θηριωδίες γίνανε και αυτοί οι άνθρωποι δεν κρατήξανε καμιά κακία, θέλανε να περάσουν στα παιδιά ότι δεν βγαίνει κάτι με το μίσος, πρέπει να πάμε μπροστά.
Μιλώντας, λοιπόν, για τη γιαγιά Βλαχογιάνναινα, για πες μας λίγο για τους δικούς σου παππούδες και γιαγιάδες που γνώρισες.
Τους γονείς –τους παππούδες– τους δυο, τον Γιώργη και την Ανδριάνη, δεν τους γνώρισα, είχαν πεθάνει όταν ο μπαμπάς παντρεύτηκε –όταν ο πατέρας μου παντρεύτηκε τη μητέρα μου. Γνώρισα, όμως, τον παππού τον Αντώνη και τη γιαγιά την Κατερίνα, οι οποίοι πεθάνανε όταν εγώ ήμουνα περίπου δέκα χρονών, με λίγη χρονική διαφορά. Ήτανε δυο άνθρωποι άλλης κουλτούρας. Ο παππούς είχε ξενιτευτεί στην Αμερική και το 1910 γύρισε πίσω, τον έπιασε εδώ ο πόλεμος, δεν μπορούσε να ξαναφύγει, παντρεύτηκε τη γιαγιά κι έκαναν μια όμορφη οικογένεια με πέντε παιδιά. Ήτανε άνθρωποι πράοι, μορφωμένος ο παππούς –με τα δεδομένα της εποχής–, αφού ήξερε αγγλικά. Ήταν ο άνθρωπος που έγραφε τα γράμματα και τα στέλναμε στην Αμερική και στην Αυστραλία και τα μετάφραζε και ανάποδα, όταν ερχότανε. Είναι χαρακτηριστικό ότι να θυμάμαι τέσσερις και πέντε χωριανούς που είχανε ξενιτεμένους να περιμένουνε να τους γράψει τα γράμματα –γιατί δεν ξέραν αυτοί να γράφουνε– και τις διευθύνσεις, οπότε, ας πούμε, ο συγκεκριμένος άνθρωπος φάνταζε σα να ’ναι σήμερα ο καθηγητής πανεπιστημίου. Η γιαγιά ήταν μια κλασική γυναίκα του σπιτιού, η οποία ασχολείτανε με τα παιδιά της, με την οικογένειά της, με την ανατροφή των παιδιών. Ήταν, όμως, ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι, αντρόγυνο, πολύ ήρεμο, δεν άκουσα ποτέ να νευριάσει κανείς κι αυτό μας το μεταφέρανε και σ’ εμάς, που ’μαστε εγγόνια. Δεν είχανε δικό τους σπίτι στην Αυγενική, γιατί είχανε κατέβει από το μετόχι, από τα Βλαχιανά, που ήτανε το πατρικό τους σπίτι. Η αστυφιλία, διαχρονικά, έτσι όπως ξεκίνησε, έγινε. Τα πιο μικρά μετόχια, που είχανε πέντε και δέκα σπίτια, πήγαν στα χωριά και τα χωριά πήγανε στις μεγαλύτερες πόλεις και οι μεγαλύτερες πόλεις στην πρωτεύουσα. Αυτό έχει συμβεί και σήμερο με την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και όλα τα μεγάλα κέντρα. Οπότε, θυμάμαι, ας πούμε, τη γιαγιά αυτή να ’χει, χαρακτηριστικά, αλλάξει τρία-τέσσερα σπίτια. Όπως, δηλαδή, γίνεται σήμερο, όταν ενοικιάζει κάποιος ένα διαμέρισμα, είναι αντιγραφή η διαδικασία.
Κάποια χαρακτηριστική μνήμη έχεις απ’ τον καθένα τους ξεχωριστά, σαν εγγόνι τους.
Σαν εγγόνι τους, είναι χαρακτηριστικό ότι ήμαστε πάρα πολλά τα εγγόνια και κάναμε φασαρία, οπότε θυμάμαι τη γιαγιά ποτέ να μη διαμαρτύρεται και να παίζει με όλα τα εγγόνια και τον παππού να προσπαθεί να την προστατέψει και να λέει: «Μα φύγετε, επιτέλους! Είναι μεσημέρι, θέλομε να κοιμηθούμε». Κι εμείς να μη θέλομε να φύγομε, γιατί μας άρεσε, ήταν σαν να ’ναι οι δεύτεροι γονιοί μας. Είναι όμορφα τα χρόνια –και όχι μόνο αυτό. Πηγαίνοντας στα σπίτια του παππού, πάντα η γιαγιά είχε κάτι να μας κεράσει, το οποίο δεν ήτανε κάτι το ιδιαίτερο, ήτανε καραμέλες, ήτανε καμιά σοκολάτα, κανένα γλυκό που το ’φτιαχνε αυτή, αλλά μας το ’δινε με τέτοια αγάπη, που κι εμείς λέγαμε: «Τώρα πάμε στη γιαγιά μας», αλλά έτσι όπως το λέμε.
Segment 6
Η αναπηρία του πατέρα – Νεανικά όνειρα και υπαρξιακές αναζητήσεις – Αγροτικές εργασίες στο χωριό
00:54:10 - 01:06:05
Να σε γυρίσω λίγο στον μπαμπά σου. Εσύ, σαν παιδί, σαν μικρό παιδί τι καταλάβαινες για την αρρώστια του;
Ο μπαμπάς ήτανε πολύ ξεκάθαρος όσον αφορά το κομμάτι αυτό. Κάποια στιγμή, θυμάμαι, όταν γεννήθηκε ο πιο μικρός αδερφός, ο Ιάκωβος, που ο μπαμπάς ήτανε ήδη ανάπηρος –τυφλός, δεν έβλεπε– κι αναρωτιόμουνα εγώ αν το παιδί που θα γεννηθεί θα ’τανε καλά. Και μου εξήγησε ότι αυτή η αρρώστια, δεν είναι μια αρρώστια η οποία είναι τέτοιου τύπου, ας πούμε, να γεννηθεί έτσι ο άλλος –και πραγματικά. Αλλά είχα αγωνία εγώ τότε, γιατί, ξέρεις, όσο και να σ’ το λένε, δεν το πίστευες. Κάποια στιγμή, κάποιος χωριανός που έγραφε για όλες τις οικογένειες, για τα απομνημονεύματά του και τα λοιπά, είχε γράψει σ’ ένα βιβλίο του ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος –δηλαδή ο μπαμπάς μου– είχε ένα ουγγαρέζικο άλογο. Αναρωτήθηκα για ποιον λόγο το ’λεγε αυτό. Οπότε, κάποια στιγμή, όταν συναντηθήκαμε, εγώ τον ρώτησα, του λέω: «Θείε, γιατί το λες “ουγγαρέζικο άλογο” κι όχι “άλογο”;» Και μου εξήγησε ο άνθρωπος ότι λόγω της οικονομικής επιφάνειας τότε, ο μπαμπάς είχε το καλύτερο άλογο. Όπως λέμε, ας πούμε, σήμερο, είναι ένα αυτοκίνητο κι ένα αυτοκίνητο 4x4. «Αυτό», μου λέει, «ήτανε 4x4. Τα ουγγαρέζικα», μου λέει, «άλογα, τα ’χανε αυτοί που ήτανε… Όχι μόνο επειδή είχανε οικονομική επιφάνεια, αλλά ήθελε και μεγάλη δύναμη, σαν ζώο, αυτό, να το… γιατί έβγαζε τη διπλάσια δουλειά απ’ ό,τι έβγαζε ένα άλλο». Οπότε, έλεγα εγώ, ας πούμε, τι θα γινότανε, ας πούμε, αν αυτός ήτανε καλά. Αλλά ο ίδιος μου ’χε μάθει να δέχομαι τη ζωή όπως είναι και να μην «παραπονιέμαι».
Σαν παιδί, που ήσουνα και καλός μαθητής, έτσι, τι όνειρα είχες για το μέλλον;
Όνειρα… Το όνειρο δεν ήτανε… ήτανε μια αναζήτηση συνεχόμενη, η οποία είναι και τώρα. Εκείνη, λοιπόν, την περίοδο ήθελα –και μπορούσα να πάω, στο τέλος άλλαξα γνώμη– ήθελα μια αναζήτηση, έκανα την αναζήτησή μου, ήθελα να ασχοληθώ με τη θρησκεία, με την ορθοδοξία, ήθελα να δηλώσω να πάω Θεολογία, να σπουδάσω αυτή την επιστήμη, να μπω όσο πιο βαθιά γίνεται σ’ αυτό το κομμάτι. Δεν με εμπόδισε κανείς, την τελευταία στιγμή άλλαξα γνώμη. Ίσως γιατί ερωτεύτηκα; Αναρωτιέμαι ακόμα και σήμερο. Εκεί, στη Γ’ Λυκείου, αρχίξανε και αυτές οι αναζητήσεις, οπότε τα μυαλά αλλάξανε και όλα αυτά… και οι αναζητήσεις γίνανε πιο γήινες και πιο σταθερές, για να επιτευχθεί ένας άλλος στόχος, πώς θα είμαι κοντά με το κορίτσι, με την κοπέλα, η οποία έμπαινε σαν προτεραιότητα, και όχι η αναζήτηση και η προσήλωση και ο στόχος, καλώς ή κακώς. Κέρδισε το πρώτο. Ίσως γιατί στο κομμάτι της εργασίας δεν υπήρχε τότε το θέμα που υπάρχει σήμερο. Οπότε, όταν θες να φτιάξεις μια οικογένεια, να ’ναι… αφήνεις τις αναζητήσεις –όχι υποχρεωτικά, έτσι πίστευα, όμως, τότε.
Τι ήτανε εκείνο που σε τράβαγε σε αυτές τις υπαρξιακές –θα πω εγώ– αναζητήσεις σχετικά με τη θρησκεία και δεν την έπαιρνες δεδομένη, όπως πολύς κόσμος, που απλά πήγαινε στην εκκλησία, συμμετείχε σε όλα αυτά και συνέχιζε με τη ζωή του; Σε επηρέασε κάποιος;
Όχι, ήτανε το γεγονός ότι το σπίτι ήτανε δίπλα στην εκκλησία, μου άρεσε η βυζαντινή μουσική, μου αρέσαν όλοι οι ψαλμοί και το νόημα που βγαίνει μέσα απ’ αυτούς, μου αρέσανε οι παραβολές και τα Ευαγγέλια κι ήθελα να εμβαθύνω σ’ αυτό το κομμάτι και όχι απλά να το περνώ: «Έτσι είναι». Ακόμα και σήμερο το κάνω, ακόμα και σήμερο το ψάχνω. Ναι, το πιστεύω, αλλά θέλω να το μάθω πιο καλά. Όχι μόνο το συγκεκριμένο, και διάφορα. Σε όλα, πιστεύω, τα κομμάτια, ποτέ δεν πρέπει να λες ότι ξέρεις κάτι. Σήμερο, λέμε ότι κάνομε τις ελιές και έχομε ένα πολύ καλό λιόφυτο, γιατί… Και ξαφνικά, αναρωτιόμαστε τι [01:00:00]κάναμε λάθος, τι δεν κάναμε σωστά, τι πρέπει να κάνομε παραπάνω, γιατί οι καιρικές συνθήκες αλλάζουνε, γιατί οι συνθήκες της ζωής αλλάζουνε, γιατί το οικονομικό αλλάζει, γιατί η ισορροπία με τη φύση αλλάζει και πρέπει να βρεις τη συνισταμένη που έχουν όλα αυτά μεταξύ τους για να ’χεις το καλύτερα αποτέλεσμα.
Αφού είπες τώρα για ελιές, θα σε ρωτήσω για τις σταφίδες. Πες μας λίγο ποια ήταν η διαδικασία της παραγωγής αυτού του καρπού.
Η διαδικασία της παραγωγής ήτανε όλο τον χρόνο, απ’ τα κλαδέματα μέχρι τα σκαψίματα, μέχρι στο τέλος, που ήταν το μάζεμα. Το μάζεμα ήτανε μια γιορτή, όχι μόνο για τους λόγους ότι, συνήθως, μαζευόμαστε όλη η οικογένεια και ήτανε ένα σημείο συνάντησης –όχι μόνο της οικογένειας, αλλά και αυτών που είχαν έρθει απ’ το εξωτερικό, των εργατών που ’χαν έρθει την προηγούμενη χρονιά και ξανάρθανε, όλων αυτών. Θυμάμαι αξέχαστα, σε πανηγύρι τον Δεκαπενταύγουστο, να ’ναι διακόσια άτομα, ας πούμε, που είναι ντόπιοι, ας πούμε, απ’ το χωριό κι άλλοι τετρακόσιοι που είναι ξένοι, που ήταν εργάτες, που ήτανε που, που, που… Η σταφίδα που πήγαινε για βιομηχανική χρήση, είχε μια διαδικασία άλλη και οι σταφίδες που φτιάχνανε οι γυναίκες για να κρατήσουνε για το σπίτι, είχε μια άλλη διαδικασία, πιο λεπτομερέστερη. Γιατί στο ένα κομμάτι, τις σταφίδες τις παίρναν τα εργοστάσια και κάνανε την επεξεργασία, τις πλύνανε και τα λοιπά, και στην άλλη, υπήρχε η χειροκίνητη διαδικασία, που κάνανε οι γιαγιάδες και οι μαμάδες, τις πλύνανε, τις απλώνανε δυο-τρεις φορές στον ήλιο να… Διαλέγανε ποιες ήτανε οι καλύτερες και παίρνανε τις καλύτερες για να τις έχομε εμείς τον χειμώνα. Τις βάζανε μέσα σε δοχεία, τα οποία είχανε φύλλα από δάφνες και γαρίφαλα για να πάρουνε τα αρώματα της φύσης. Ήτανε μια πανδαισία από μυρωδιές, από χρώματα, από… Από όλα αυτά τα πράγματα που συναντάς σ’ ένα χωριό στη συγκομιδή ενός τέτοιου προϊόντος, με τέτοια αξία. Για την άλλη σταφίδα, την οποία πουλούσανε, θυμάμαι αξέχαστα ότι ερχότανε το αυτοκίνητο της τράπεζας και πλήρωνε τους ανθρώπους του χωριού. Δεν πηγαίνανε τότε, εκείνα τα χρόνια, όπως γίνεται σήμερο. Ερχόταν το αυτοκίνητο και κράταγε τα χρήματα και πλήρωνε –της Αγροτικής Τράπεζας. Εκεί ήταν το τέλος, η πληρωμή δηλαδή, που έδινε την έναρξη της επόμενης καλλιεργητικής περιόδου.
Σαν οικογένεια με έναν γονέα με αναπηρία, και που είχατε και περιουσία, εσείς τα παιδιά χρειάστηκε να δουλεύετε ίσως περισσότερο απ’ τα υπόλοιπα;
Δεν θα το ’λεγα. Η Αυγενική ήτανε ένα χωριό που ήτανε τα παιδιά γαλουχημένα από μικρά, είτε ήτανε πιο πλούσια είτε ήτανε πιο τέτοια, όλοι οι γονείς είχανε μάθει τα παιδιά να δουλεύουνε. Δεν έλεγε κανείς ότι: «Εγώ είμαι το αφεντικό», γιατί το αφεντικό, άμα δεν δουλεύει, δεν δουλεύουνε κι όλοι οι υπόλοιποι, αυτό είναι όρος απαράβατος. Όχι, όλα τα παιδιά δουλεύαμε, πιστεύω, το ίδιο, σαν παιδιά. Απλά, την απουσία του μπαμπά, που έπρεπε, παράδειγμα, αυτός να είναι, στη θέση ντου ήτανε κάποιος θείος, κάποιος άλλος εργάτης –γιατί στα χωριά, κατά βάση, όποιον έβανες, ας πούμε, μια χρονιά, συνήθως συνέχιζε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη. Και ήτανε και αρκετές οικογένειες που δεν είχανε περιουσία ή χρειαζότανε να κάμουνε μεροκάματα, αλλά τότε, επικρατούσε η άποψη –γιατί και τα μεροκάματα είχανε οικονομικό όφελος– ότι: «Οκέι, αφού προλαβαίνομε, να πάμε να εργαστούμε και στο ξένο χωράφι, να πάρομε κάποια χρήματα παραπάνω, η δουλειά δεν είναι ντροπή». Και αυτό το κάνω κι εγώ, μέχρι σήμερο, δεν… Αργότερα, έπιασε φυλλοξήρα τ’ αμπέλια και, συγχρόνως, η τιμή του προϊόντος αυτού άρχισε να πέφτει, οπότε τα αμπέλια αρχίζουν να ξεραίνονταν, τα χρήματα που θα ’παιρνες απ’ αυτό το προϊόν ήτανε μια ή άλλη με την καλλιέργεια. Και αποτέλεσμα ήτανε ότι σε όλα αυτά τα χωράφια που υπήρχαν αμπέλια με σταφίδες, σήμερο υπάρχουνε είτε ελιές είτε αμπέλια με ποικιλίες επιτραπέζια σταφύλια είτε ποικιλίες κρασιού, τα οποία, ας πούμε, σήμερα σου αποδίδουνε μεγαλύτερο οικονομικό όφελος απ’ ό,τι θα ’τανε αν τα είχες σταφίδες.
Segment 7
Αναμνήσεις από τον στρατό και ταξίδια στο πλαίσιο της στρατιωτική θητείας
01:06:05 - 01:11:49
Και έρχεται η ώρα του στρατού.
Ο στρατός ήτανε κάτι –για τα αγόρια– ήτανε κάτι το οποίο το δεχότανε –στο χωριό– το δεχότανε με χαρά. Έπρεπε να πας στρατιώτης, έπρεπε να υπηρετήσεις την πατρίδα, να κάμεις το χρέος σου κι εσύ, όπως το κάνανε οι άλλοι. Είναι χαρακτηριστικά, όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο, που είχαμε, τότε, τρία-τέσσερα παιδιά που ήτανε στις Δυνάμεις Καταδρομών, που ήταν απ’ το χωριό και θυμάμαι με πόση περηφάνια λέγαμε ότι: «Να, αυτοί πολεμήσανε στην Κύπρο! Να, αυτοί ήτανε στην Κύπρο!» Ή θυμάμαι ότι το βράδυ, πηγαίναμε και ρωτούσαμε κι εμείς με αγωνία πού βρίσκουνται τώρα. Αυτοί ήτανε, λοιπόν, αυτοί που υπηρετούσανε τότε. Αργότερα, υπηρετήσαμε κι εμείς. Δεν είχαμε την τύχη να πάμε στην Κύπρο, αλλά εντάξει. Εγώ υπηρέτησα στο Μηχανικό, το οποίο τότε είχε αναλάβει… οι μονάδες αυτές πηγαίνανε σε όλα τα έργα οδοποιίας, μαζί με μεικτές ομάδες πολιτών –οι λεγόμενες ΜΟΜΑ, οι οποίες αργότερα καταργήθηκαν– και είχαμε πάει να φτιάξουμε τους δρόμους της Ικαρίας, χαρακτηριστικά, στην Κρήτη τον δρόμο που πάει στην Ανώπολη, στα Σφακιά και στη Σούγια, στον δρόμου που ανέβαινε στο Οροπέδιο Λασιθίου, στην Αγία Ρουμέλη τα πρώτα φωτοβολταϊκά που είχανε γίνει και είχαμε βαθύνει την κοίτη του ποταμού να μην τα πάρει ο ποταμός και διάφορα άλλα μεγάλα έργα που, δυστυχώς, σήμερα, τα κατασκευάζουν ιδιωτικές εταιρείες στη θέση αυτωνών των μονάδων. Στον στρατό, επειδή ο μπαμπάς ήτανε ανάπηρος, έπρεπε να υπηρετήσομε, όπως είχα πει πριν, δώδεκα μήνες, αλλά λόγω εισοδηματικών κριτηρίων, υπηρετήσαμε είκοσι δυο. Δεν πειράζει. Ήτανε κάτι ευχάριστο όμως, το θεωρούσαμε ότι όχι μόνο έπρεπε να πας για να υπηρετήσεις την πατρίδα, αλλά και να ενηλικιωθείς σαν άντρας. Μας λέγανε, τότε, οι μικρότεροι: «Δεν επήγες στον στρατό, δεν είσαι άντρας». Έπρεπε να πας στον στρατό για να ’σαι άντρας. Είχε μια αξία αυτό, είχε μια λογική. Ήταν ένα μεγάλο σχολείο –και είναι– ο στρατός, πιστεύω.
Γνώρισες εκεί άτομα που κρατάτε επαφές ή σχέσεις μέχρι και σήμερα;
Ναι, αρκετούς θα ’λεγα. Είναι οι συνθήκες, πιστεύω, τέτοιες, που σε δένουνε με διάφορα παιδιά. Ειδικά με τα παιδιά από τη Σάμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν πήγα στην Ικαρία –κι όχι μόνο–, έπρεπε να μάθεις πρώτα την Ιστορία του νησιού. Τότε μάθαμε, λοιπόν, ότι εκεί ήταν όλοι οι εξόριστοι αριστεροί. Ήτανε χαρακτηριστικό ότι, παρά το γεγονός ότι θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ προοδευτικό, παρά το γεγονός ότι θεωρούσα ότι ήξερα Ιστορία, ξανάκουσα την Ιστορία από μια άλλη σκοπιά, εκεί, στον Άγιο Κήρυκο της Ικαρίας, από ντόπιους, που κι αυτοί, με τη σειρά τους, την είχαν ακούσει από άλλους ανθρώπους, πιο [01:10:00]μορφωμένους, πιο… Οπότε, λες ότι πρέπει να ακούσεις και την άλλη άποψη. Ήτανε πολύ όμορφο αυτό το κομμάτι. Και μ’ αυτούς κρατάς επαφές διαχρονικά, όλους.
Μας είπες ότι άλλαξες πολλά μέρη όσο καιρό ήσουν στον στρατό. Τι ήταν εκείνο που σου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, σαν ένα παιδί από ένα μικρό χωριό της Κρήτης, συγκριτικά με κάποιον άλλο τόπο της Ελλάδας που επισκέφτηκες;
Μ’ άρεσε η Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν πήγαμε να πιούμε καφέ στον Πύργο του ΟΤΕ στη Θεσσαλονίκη, το 1981, που ξαφνικά, γύριζε ο Πύργος –εμείς δεν το ξέραμε– και ξαφνικά, βλέπαμε την άλλη μεριά της Θεσσαλονίκης και λέμε: «Αμάν! Τι γίνεται τώρα εδώ;» Αυτά είχε μια μεγαλούπολη, όπως η συγκεκριμένη πόλη, παρά το γεγονός ότι ήταν κι αυτή πολύ λιτή, πολύ φιλόξενη, κι εμείς οι Κρητικοί, που λέγαμε για τη φιλοξενία αναρωτιόμαστε ποιοι είναι πιο φιλόξενοι –είναι οι Θεσσαλονικείς; Εξάλλου, η Μακεδονία είχε πάντα μια σχέση με την Κρήτη και μόλις αυτοί ακούγανε ότι εμείς είμαστε από την Κρήτη, μας αγκαλιάζανε. Ίσως έφταιγε ο Μακεδονικός Αγώνας, ίσως γιατί ο Βενιζέλος είχε πρωτεύουσα του Κράτους τη Θεσσαλονίκη, ίσως, ίσως, ίσως… Χιλιάδες πράγματα.
Είπες πριν ότι ήξερες Ιστορία. Πώς την έμαθες αυτή;
Η Ιστορία ήτανε πάντα ένα κομμάτι το οποίο με ενδιέφερε. Μ’ άρεσε, πρώτα απ’ όλα, η Ιστορία της Κρήτης, η οποία δεν διδάσκεται στα σχολειά. Μ’ άρεσε, ξεκινώντας από πιο πίσω, η ιστορία της κάθε οικογένειας. Η βυζαντινή Ιστορία, ο μινωικός πολιτισμός. Όχι μόνο, ο αραβικός πολιτισμός, η Κίνα, η Ιαπωνία κι όλες αυτές οι χώρες που έχουνε κάτι να πούνε, κι η καθεμιά ξεχωριστά. Δεν μ’ άρεσε, όμως, να τα διαβάζω επιφανειακά, μ’ άρεσε να εμβαθύνω. Ήθελα να μάθω για ποιο λόγο γίνουνται οι πόλεμοι, ήθελα να μάθω γιατί σκοτώνονται οι Παλαιστίνιοι με τους Εβραίους, ήθελα να μάθω γιατί σκοτώνουνται… Ήθελα να μάθω ποιος κρύβεται πίσω απ’ τη γενοκτονία των Αρμενίων, των Ασσυρίων, όλων των λαών των ταπεινών και των καταφρονεμένων της γης. Ήθελα να μάθω για τη Λατινική Αμερική, για όλα αυτά τα κράτη, για όλους αυτούς τους λαούς που υποστήκανε τα δεινά των δήθεν πολιτισμένων Ευρωπαίων. Ήθελα να μάθω για την Αφρική, για τσι αποικίες της Αγγλίας και για όλα αυτά. Ποιος είναι αυτός που λέει σήμερα ότι ο πλούτος μιας χώρας ανήκει σ’ έναν άλλο λαό για να περνά αυτός καλύτερα; Αν είναι δυνατόν! Δυστυχώς, όμως, αυτό συμβαίνει διαχρονικά και σήμερο. Όπου βρεθεί πλούτος, οι Μεγάλες Δυνάμεις: «Δικός μας είναι». Δεν είναι έτσι. Η αυτοδιάθεση των λαών και η Ιστορία του καθενός λαού είναι ξεχωριστή. Πρέπει ν’ αφήνομε πάντα τις τοπικές κοινωνίες να εξισορροπούνε και αυτές να βρίσκουν τη λύση. Οι δήθεν –διαχρονικά– επεμβάσεις για το καλύτερο του λαού και για τη μη καταπίεση των ανθρώπων, είναι απλά δικαιολογίες για να πάρουν οι μεγάλοι τον πλούτο, τίποτα παραπάνω. Σ’ όλο αυτό το πλάνο, ήθελα, ιστορικά, να μάθω –δεν μπορείς, όμως, να το μάθεις, όσο κι αν προσπαθήσεις–, την Ιστορία όλων των λαών της γης. Ιδιαίτερα, όμως, το κομμάτι των ορθόδοξων λαών, που είμαστε πιο κοντά, όπως της Γεωργίας, της Αρμενίας, της Σερβίας, της Παλαιστίνης. Και βαθιά μέσα μου, ήθελα να γνωρίσω τι ήταν αυτό που ώθησε τους Έλληνες, κατά καιρούς, να πάνε είτε στην Τροία είτε μέχρι το Αφγανιστάν, που πήγε ο Μέγας Αλέξανδρος. Ήτανε η δίψα για μάθηση; Ήτανε η δίψα για δόξα; Ήταν η δίψα για ν’ αποκτήσουνε πλούτο; Όλα αυτά μαζί; Ήτανε γιατί πιστεύανε ότι είχανε έναν πολιτισμό τον οποίο ήθελαν να τόνε διαδώσουνε και στους άλλους λαούς; Ήθελα να μάθω την Ιστορία της Αιγύπτου. Και όχι μόνο. Και αυτά όλα, αφού τα παντρέψεις με το ορθόδοξο χριστιανικό στοιχείο, χιλιετίες πίσω, αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που κρατάει άσβηστο αυτό τον πολιτισμό. Τι είναι αυτό που έχει τόση δύναμη; Είναι, τελικά, η δύναμη του νου; Του πνεύματος; Τι απ’ όλα; Είναι αναζητήσεις που δεν λύνονται με μια άποψη μόνο, χρειάζεσαι πολλές απόψεις. Οπότε, η αναζήτηση είναι διαχρονική.
Πώς ένα παιδί από ένα μικρό χωριό της Κρήτης τη δεκαετία του ’70 ενδιαφέρεται να μάθει για τον πολιτισμό της Κίνας, της Ιαπωνίας; Από πού πρωτοάκουσες γι’ αυτά τα πράγματα, ώστε να αναπτύξεις το ενδιαφέρον παραπάνω;
Έβλεπα εκείνους τους λαούς να ενδιαφέρονται για τον δικό μας πολιτισμό. Έβλεπα τον δικό μας πολιτισμό, τη δικιά μας τη δημοκρατία να ασχολείται με ένα άλλο καθεστώς και το ένα καθεστώς να θέλει να επιβληθεί του αλλουνού. Οπότε, υπήρχανε μεγάλα έργα που είχανε φτιάξει και οι δύο λαοί –βλέπε Σινικό Τείχος, Ακρόπολη–, υπήρχανε πολλά στοιχεία στην αστρολογία που οι Κινέζοι και οι Έλληνες ήτανε σε μια διαχρονική «κόντρα» ως επιστήμονες, κι αυτό όλο, σε κάνει να θες να μάθεις την κουλτούρα αυτηνού του λαού και όχι μόνο. Και γι’ αυτόν τον λόγο ασχολήθηκα ξεχωριστά με την Κίνα, ξεχωριστά με την Ιαπωνία, όχι το ίδιο.
Από πού μάθαινες γι’ αυτές; Ποιες ήταν οι πηγές σου;
Ήταν τα διάφορα βιβλία που διαβάζαμε απ’ τη βιβλιοθήκη του πολιτιστικού συλλόγου, απ’ τις βιβλιοθήκες τις άλλες που δανειζόμαστε βιβλία. Στην αρχή, το διαβάζεις σαν μυθιστόρημα. Μετά, λες: «Μα ισχύει τώρα αυτό ή δεν ισχύει;» Σου κεντρίζει το ενδιαφέρον και προσπαθούσες να πατήσεις τον μύθο στην πραγματικότητα και να καταλάβεις τι τελικά ισχύει, αφού βγάλεις από μέσα την υπερβολή. Ποια ήταν τα οικονομικά συμφέροντα της κάθε περιόδου, τι ρόλο έπαιξε η κάθε θρησκεία στην κάθε εκστρατεία του λαού. Παραδείγματος χάρη, τι ρόλο έπαιξε το Βατικανό στις Σταυροφορίες, τι ρόλο έπαιξε στις εκστρατείες στην Αμερική, ποιο ήτανε αυτό που θέλανε να καταφέρουνε χρησιμοποιώντας ως ασπίδα τη θρησκεία, και όλα αυτά θες να τα εμβαθύνεις κι όχι απλά να τα διαβάσεις επιγραμματικά, επειδή έτσι τα ’πανε κάποιοι. Οπότε, οι πηγές πρέπει να ’ναι από άλλες σκοπιές κι από άλλες απόψεις κι εσύ να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα.
Άρα, η Αυγενική είχε μία πλούσια βιβλιοθήκη;
Την έχει ακόμα.
Ποιος ήτανε υπεύθυνος και διάλεγε, έτσι, με τέτοια ποικιλομορφία βιβλία να βάλει μέσα;
Στην αρχή, ο πολιτιστικός σύλλογος έκανε έκκληση και του στέλνανε διάφοροι βιβλία δωρεάν –από καθηγητές, από άλλες βιβλιοθήκες που τα ’χανε διπλά, από, από, από… Ήτανε και η [01:20:00]εποχή τέτοια, της αναζήτησης. Άλλα βιβλία αγοραστήκανε –ανάλογα. Όμως, δεν ήτανε μόνο η βιβλιοθήκη… δεν ήτανε μόνο η Αυγενική όσον αφορά αυτό το κομμάτι. Γιατί πάρα πολλά βιβλία, για να ’χει και πέραση, που λέμε σήμερο, ήτανε μυθιστορήματα, ξέρω ’γω τι… Και σ’ ένα μεγάλο κομμάτι, μας είχε επηρεάσει κι ο Καζαντζάκης μ’ αυτά όλα που έγραφε, «Ταξιδεύοντας» –στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στο Άγιο Όρος, στο ένα, στο άλλο. Ήτανε ο άνθρωπος που με… που είχε κι αυτός μέσα του τη θρησκευτική αναζήτηση –χαρακτηριστικό η «Ασκητική» του. Ένα βιβλίο το οποίο διαχρονικά είναι επίκαιρο –κι όχι μόνο. Οπότε, όλα αυτά έπαιξαν ρόλο, παίζουνε ρόλο. Παίζουνε ρόλο το πώς μεγάλωσες, παίζουνε ρόλο διάφορα πράγματα. Έχει αξία να πας στο Μαρτινένγκο, όχι γιατί εκεί απλά κοιμάται ο πιο μεγάλος στοχαστής της Ελλάδας –εγώ θα ’λεγα η πιο εμπεριστατωμένη άποψη του κόσμου, μια από τσι πιο εμπεριστατωμένες. Ναι, όλα αυτά. Η Κρήτη, από την παλιά εποχή, ήτανε ένα νησί ταξιδιάρικο, ταξίδευε παντού, είτε κανονικά είτε αλληγορικά. Οπότε, όλα αυτά, σε ωθούνε σε τέτοιου τύπου σκέψεις και διαδικασίες.
Μιας και έχεις, έτσι, τέτοια σχέση με την πίστη, αναρωτιέμαι αν έχεις πάει στο Άγιο Όρος.
Στο Άγιο Όρος… Ήτανε το όνειρό μου –ήταν το όνειρό μου, αλλά δεν έγινε, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση… Ήταν το όνειρό μου να πάω στα Ιεροσόλυμα, ξεκινώντας από κει. Δυστυχώς, όμως, στο συγκεκριμένο κράτος, όσες φορές το προσπαθήσαμε, επικρατούσανε αναταραχές ή δεν βολεύανε οι ημερομηνίες και τα λοιπά. Όντως, πραγματικά, ήθελα να πάω στον τόπο που γεννήθηκε, στον τόπο που μεγάλωσε, στον τόπο που μαρτύρησε, συνδέοντάς τον και με τον αγώνα των Κρητών απανταχού της γης. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα αυτά τα μοναστήρια υπάρχουνε Κρήτες μοναχοί. Η Κρήτη, διαχρονικά, στήριζε αυτούς τους θεσμούς. Ελπίζω, κάποια στιγμή, να το κάνω, να πάω και στα Ιεροσόλυμα και στο Άγιο Όρος.
Έτσι, για ν’ αρχίζουμε να κλείνουμε, είπες πριν ότι πέρασες τέσσερα χρόνια στην Αθήνα, όπου σε προσέλαβαν στο ΙΚΑ. Τι σου ’κανε, έτσι, μεγαλύτερη εντύπωση στον τρόπο ζωής, στη διαφορά του τρόπου ζωής στην Αθήνα απ’ ό,τι στο χωριό;
Στην Αθήνα, θα ’λεγα ότι προσαρμόστηκα πολύ εύκολα, δεν ήτανε κάτι το δύσκολο. Ναι μεν η Αθήνα μπορεί να ’τανε μια μεγαλούπολη, όμως υπήρχανε κι εκεί τα στοιχεία τα κρητικά, οργανωθήκαμε κατευθείαν, Κρητικοί υπήρχανε παντού. Οπότε, αν εξαιρέσω το κομμάτι ότι η Αθήνα ήτανε μια μεγάλη πόλη που έπρεπε να προσανατολιστείς και σ’ αυτήνε για να μάθεις πού ακριβώς βρίσκεσαι και τα λοιπά, είχες και τα θετικά και τα αρνητικά. Μπορούσες να πας στο οποιοδήποτε θέατρο –το οποίο, για το Ηράκλειο, δεν ήταν αυτονόητο τότε. Μπορούσες να πας οπουδήποτε ήθελες, μπορούσες να εκφραστείς πιο ελεύθερα σε μια μεγαλούπολη. Δεν θα ’λεγα ότι είχα πρόβλημα προσαρμογής, μ’ άρεσε η Αθήνα.
Και τι δουλειές έκανες όσο ήσουν εκεί;
Εντάξει, στην αρχή, όταν ήμουνα στο ΙΚΑ, επειδή δεν φτάναν τα χρήματα, είχα έναν φίλο που είχε μάντρα με ξύλα, κάρβουνα και πηγαίναμε και δουλεύαμε τα απογέματα και τα σαββατοκύριακα, αλλά το κάναμε με πολλή μεγάλη χαρά, γιατί μας άρεσε. Κουβαλούσαμε ξύλα, κάρβουνα σε όλες τις ταβέρνες, στους Θρακομακεδόνες, στη Χασιά, από δω, από κει. Ήμαστε και παιδιά τότε και γελούσαμε. Μένανε πάρα πολλοί επώνυμοι ηθοποιοί –θυμάμαι αξέχαστα ότι είχαμε πάει ξύλα στην Καίτη Φίνου, εκεί, στο σπίτι της. Και ήτανε κάπως διαφορετικά, μας άρεσε. Ύστερα, άμα θέλεις να ανταπεξέλθεις οικονομικά, βρίσκεις τρόπους και δουλειές και ασχολίες και ανταπεξέρχεσαι, δεν είναι… Αυτό είναι, πιστεύω, στη φύση του ανθρώπου, δεν κάθεσαι να κλαις τη μοίρα σου.
Και πώς ήτανε η διασκέδαση στην Αθήνα της δεκαετίας του ’80;
Εντάξει, η Αθήνα της δεκαετίας του ’80 ήτανε… Εγώ έμενα στη Γλυφάδα, ήτανε η εποχή που ήτανε η Αμερικάνικη Βάση και το αεροδρόμιο του Ελληνικού δίπλα μας. Θυμάμαι όταν ερχόταν τα αεροπλανοφόρα, που κατά κύριο λόγο ερχότανε στη Γλυφάδα οι στρατιώτες αυτοί που ήτανε εκεί, επειδή δεν υπήρχε και συμπάθεια στον αμερικάνικο λαό, μας λέγανε, σ’ εμάς, τους ντόπιους, ότι: «Παιδιά, απόψε που βγαίνουν αυτοί, μη βγείτε εσείς, μην τυχόν και γίνει κάνα επεισόδιο, μην τυχόν και γίνει καμιά φασαρία, μην τυχόν και βάλουνε καμιά βόμβα», όλα αυτά τα τέτοια. Η διασκέδαση ήτανε όπως είναι και σήμερο. Μπορώ να πω ότι τότε ήταν πιο έντονη. Ήταν όλα τα μαγαζιά στον παραλιακό, εκεί, ήταν άλλα ονόματα –τότε ήταν, ας πούμε, ο Νταλάρας, η Αλεξίου, πιο τραγούδια… Ο Στράτος Διονυσίου, ο Μενιδιάτης, ο Αγγελόπουλος, όλοι αυτοί οι μεγάλοι τραγουδιστές. Όχι ότι δεν υπάρχουνε αντίστοιχοι σήμερο. Χαρακτηριστικά, όμως, εκείνης της εποχής, μου ’κανε εντύπωση ότι δεν είχε η Αθήνα ένα κέντρο, όπως, ας πούμε, τότε είχε το Ηράκλειο –και εννοώ σε κατασκευή και σε πολυτέλεια και… Του Ηρακλείου τα κέντρα ήτανε πιο τοπ, θα ’λεγα. Μετά ανέβηκε. Αυτό που, πάντως, ήτανε πλούτος για την Αθήνα και που δεν υπήρχε στο Ηράκλειο, σίγουρα ήτανε το θέατρο. Ότι μπορούσες να πας σε μια θεατρική παράσταση ή μπορούσες να πας, το καλοκαίρι, στις συναυλίες, είτε στον Λυκαβηττό είτε οπουδήποτε αλλού, που γινότανε σε ανοικτό χώρο. Υπήρχανε πάρα πολλές επιλογές και όχι… Ήτανε ένα άλλο μοτίβο, εν αντιθέσει με την Κρήτη που, πέρα από τον «Μουσικό Αύγουστο» και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις και όλα αυτά, τα γλέντια, κατά κύριο λόγο, ήτανε κρητικά. Εκεί, μπορούσες να πας όπου θες, να επιλέξεις ό,τι θες.
Σε ποια συναυλία πήγες που τη θυμάσαι ακόμα;
Συναυλία είχα πάει… Χαρακτηριστικά, είχα γυρίσει από την Αθήνα τον Μάιο και τον Ιούλιο τραγουδούσε –Παρασκευή– οι Pink Floyd στο Ολυμπιακό Στάδιο και την επαύριο ο Bob Marley στο γήπεδο του Πανιωνίου. Οπότε, αυτές τις συναυλίες δεν υπήρχε πιθανότητα να τις χάσω, γιατί το συγκρότημα και ο συγκεκριμένος τραγουδιστής ήμουνα φαν τους. Οπότε, γύρισα στην Αθήνα –γιατί κατέβηκα εγώ την Πρωτομαγιά του ’89, η συναυλία ήτανε Ιούνιο και γύρισα πίσω σε σαράντα μέρες εκείνο το σαββατοκύριακο, γι’ αυτές τις δυο συναυλίες. Έχω κρατήσει και τα εισιτήρια σουβενίρ από αυτές τις δυο συναυλίες, οι οποίες θεωρώ ότι –και με διάφορες άλλες βέβαια– ήταν απ’ τις μεγαλύτερες, από τις σπουδαιότερες που γίνανε στην πρωτεύουσα, ειδικά των Pink Floyd.
Θυμάσαι λίγο να μας περιγράψεις τη συναυλία των Pink Floyd;
Στη συναυλία είχαμε πάει απ’ το μεσημέρι για να μπούμε στο Ολυμπιακό Στάδιο για να πιάσουμε θέσεις. Είχε πάρα πολλή κοσμοσυρροή, είχε τεράστια σκηνή, δεν είχε σχέση καμία μ’ αυτό που βλέπαμε στην τηλεόραση, ήτανε ένα θέαμα φαντασμαγορικό και στο τέλος αναρωτιόσουνα –γιατί ήμαστε [01:30:00]πολύ κοντά στη σκηνή– αναρωτιόμουνα κι έλεγα: «Πού σταματά ο σκηνοθέτης και πού ξεκινά το συγκρότημα;» Ήταν μια πολύ ιδιαίτερη συναυλία. Οι Pink Floyd τραγούδησαν όλα τα κομμάτια και από το «The Wall» και από τα άλλα άλμπουμ. Είχε γίνει με καλές καιρικές συνθήκες κι αυτό ήτανε το ευχάριστο στο Ολυμπιακό Στάδιο και είχε πάρα πολύ κόσμο. Ήτανε κάτι φανταστικό. Δεν συγκρίνεται η ζωντανή συναυλία με το οτιδήποτε άλλο μπορείς να βλέπεις στην τηλεόραση ή στο Youtube σήμερο και τα λοιπά. Είχαν έρθει… θυμάμαι αξέχαστα, όταν μπαίναμε μέσα, που ρωτούσε ο ένας τον άλλο: «Ρε παιδιά», το ένα, τ’ άλλο –γιατί άκουγες φωνές και καταλάβαινες ότι οι άλλοι είναι απ’ τα Γιάννενα και σου λέγανε ότι: «Έχομε έρθει απ’ τη Θεσσαλονίκη», από, από, από… Και μάλιστα ήταν και αρκετοί που είχαν έρθει κι απ’ την Κύπρο κι απ’ το εξωτερικό για τη συναυλία της Αθήνας. Ήτανε… Οκέι. Και την επαύριο, στου Bob Marley, ήταν το γήπεδο του Πανιωνίου γεμάτο. Είναι ένας ιδιαίτερος καλλιτέχνης με… κι αυτό ένα ιδιαίτερο… Ήτανε ίσως απ’ τις συναυλίες που αξίζαν τα λεφτά να πας να τις ακούσεις, και όχι μόνο.
Έτσι, για να κλείσουμε, θέλω να διαλέξεις μία απ’ τις αγαπημένες σου αναμνήσεις απ’ τον καιρό στην Αθήνα, ίσως από κάποιο ταξίδι…
Εντάξει, ταξίδια είχε πολλά. Ένα απ’ αυτά ήτανε όταν πήγαμε με κάτι φίλους να δούμε τον Παναθηναϊκό στην Πάτρα, που πήγαμε εκδρομή και συγχρόνως ήταν το Καρναβάλι εκεί, της Πάτρας. Και στο τέλος, καταλήξαμε να βλέπομε το Καρναβάλι απ’ την τηλεόραση, γιατί απ’ τον πολύ κόσμο δεν μπορούσαμε να δούμε. Κι αν δεν υπήρχανε κάποιοι φίλοι απ’ την Πάτρα να πάμε σε διάφορα άλλα δρώμενα, τα οποία γίνουνται και δεν τα δείχνει η τηλεόραση, δεν θα μπορούσαμε να δούμε αυτή τη μαγεία του Καρναβαλιού κι όχι μόνο. Γιατί στο γήπεδο, έτσι κι αλλιώς, η δυναμική των ομάδων ήτανε τέτοια, που απλά το χρησιμοποιήσαμε για να πάμε εκδρομή πιο πολύ στο Καρναβάλι κι όχι στον ποδοσφαιρικό αγώνα. Και η ανάμνηση ήτανε –επειδή και σήμερο είναι διαχρονικό– όταν μέναμε στη Γλυφάδα, που χιόνισε το 1987, στις 10 του Μάρτη. Χιόνιζε, εκεί, δέκα μέρες, το ’στρωσε και στη Γλυφάδα, δεν περνούσε τίποτα και λέγαμε αυτά που λέμε και σήμερο, εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά, και υποκλιθήκαμε στη μαγεία της φύσης, η οποία βάνει τα πράγματα στη θέση τους και σου λέει: «Ώπα, ρε φίλε! Εσύ μέχρι εδώ είσαι, περίμενε». Δυστυχώς ή ευτυχώς, έτσι είναι, η φύση σου λέει: «Ώπα, αυτά είναι τα όριά σου, περίμενε».
Αν δεν υπάρχει κάποια άλλη ιστορία ή μνήμη που σου ’ρχεται στο μυαλό και θες να μοιραστείς…
Μια ιστορία ή μνήμη ήτανε ότι όταν η αδερφή της μητέρας μου, που έχει πεθάνει κι αυτή τώρα –αξέχαστο–, είχε φύγει για την Ελβετία, την αγαπούσε, εκεί, ένας νεαρός –και μετέπειτα άνδρας της– και θυμάμαι αξέχαστα ότι ήρθε στο σπίτι και είπε στον πατέρα μου ότι: «Ξέρεις κάτι; Αυτό κι αυτό συμβαίνει, εγώ την αγαπάω και θέλω να τη φέρετε πίσω». Οπότε, ο μπαμπάς, επειδή ήταν και πολύ πιο προοδευτικός, του είπε: «Μα εμείς θα τη φέρομε; Άμα θέλει αυτή να ’ρθει, εγώ σου δίνω το ελεύθερο να της γράψεις ένα γράμμα». Θυμάμαι, λοιπόν, αξέχαστα ότι μου υπαγόρευε το γράμμα και τση το ’γραψα και στο τέλος, γύρισε αυτή η θεία, παντρεύτηκε τον συγκεκριμένο άνθρωπο, κάμανε δύο παιδιά… Σήμερο, έχουνε πεθάνει και οι δυο και η ιστορία αυτή αγάπης είναι μια όμορφη ανάμνηση, την οποία τη διηγούμαι πιο πολύ στα παιδιά τα δικά μου, γιατί σήμερο υπάρχει το ίντερνετ, το ένα, το άλλο, το παράλλο, αλλά η πραγματική επαφή, η αγωνία δεν συγκρίνεται με την αγωνία του ίντερνετ, ούτε με καμιάν άλλη.
Τώρα, που μένεις τόσα χρόνια στο Ηράκλειο κι έχεις φύγει απ’ το χωριό, θα ’θελες να ξαναγυρίσεις;
Στην ουσία, δεν έχω φύγει –έτσι, μ’ αυτή την έννοια του όρου. Η χώρα προχώρησε, οι υποδομές τση φτιαχτήκανε, σήμερο –τότε, παλιά, λέγαμε εάν φύγεις από το χωριό να πας στο Ηράκλειο, ήθελες μια ώρα. Τώρα, με τους δρόμους, πας σε δέκα λεπτά, πας οπουδήποτε πολύ γρήγορα. Για μένα, ένα στοιχείο που έπαιξε καθοριστικό ρόλο ήτανε οι παιδικές μου αναμνήσεις, η θάλασσα, οι διακοπές κι αυτό το ’καμα, μεταγενέστερα, στην πράξη. Ήτανε όνειρό μου να φτιάξω ένα σπίτι σ’ ένα παραθαλάσσιο μέρος, να πηγαίνω όπως πήγαινα παιδί κι αυτό ήθελα να περάσω και στα παιδιά μου. Όχι τόσο πολύ με την έννοια του πλούτου και της τέτοιας, όσο με την έννοια της ηρεμίας και της ξενοιασιάς ότι: «Οκέι, μπορούμε κι εμείς να πάμε κάπου να ξεχαστούμε» και δεν έχει σημασία αν αυτό είναι σπίτι ή αν, όπως ήμασταν εμείς παιδιά, που κοιμόμαστε σε μια καλύβα ή σε μια χαρουπιά ή –όπως αξέχαστα θυμάμαι– τρυγούσαμε δεκατέσσερις μέρες, δεκαπέντε και μέναμε σε μια απλή καλύβα. Αλλά ήτανε τότε όλα τόσο όμορφα, που δεν μας ένοιαζε, ούτε βαρυγκωμούσαμε ούτε λέγαμε: «Ξέρεις, δεν έχουμε ραδιόφωνο». Τραγουδούσαμε μόνοι μας, γελάγαμε, εμείς όλοι μαζί, λέγαμε ιστορίες, ακούγαμε τους πιο παλιούς. Όλα αυτά. Μου λείπει ο αέρας ο καθαρός, μου λείπει το θρόισμα των φύλλων, μου λείπει ο ήχος που κάνουνε τα κύματα της θάλασσας, μου λείπουνε τα πουλιά που ταξιδεύουνε, μου λείπουνε τα χελιδόνια που δεν φεύγουνε ποτέ απ’ τη νότια Κρήτη, μαγεμένα απ’ το ζεστό τοπίο της κρητικής αγκαλιάς. Μου λείπουνε όλα αυτά, τα οποία πρέπει να τα ανανεώνεις, να τα βλέπεις και να παίρνεις δύναμη απ’ όλα αυτά τα στοιχεία της φύσης και του αγνού περιβάλλοντος που έχομε την ιδιαιτερότητα και την ευλογία να ζούμε σ’ αυτό τον τόπο. Οπότε, δεν έχασα ποτέ την επαφή μου ούτε με το χωριό ούτε με τη φύση. Είναι πολλές φορές που μιλάω με τα δέντρα, είναι πολλές φορές που μιλάω με τις μέλισσες, είναι πολλές φορές που μιλάς με τα πουλιά και όλα αυτά σου λένε τα σημάδια τους, του τι θα επακολουθήσει. Αυτά είχα να σου πω.
Κι εγώ αυτά είχα να ρωτήσω, οπότε σ’ αυτό το σημείο θα σ’ ευχαριστήσω πάρα πολύ που μοιράστηκες όλα αυτά μαζί μας, πιο πολύ εγώ, προσωπικά, σαν κόρη σου, αλλά και σαν ερευνήτρια στο Istorima, γιατί σίγουρα θα εμπλουτίσει το αρχείο μας. Και σου εύχομαι, με την ίδια χαρά και ρομαντική αντιμετώπιση της ζωής, να συνεχίσεις για τα υπόλοιπά σου χρόνια.
Καλή συνέχεια.
Ευχαριστώ.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο αθεράπευτα ρομαντικός εξηντάχρονος Γεώργιος Δρυγιανάκης απ’ την Αυγενική Ηρακλείου Κρήτης, μας περιγράφει πώς ήταν να μεγαλώνει εκεί τις δεκαετίες ’60-’80. Μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, την οικογένειά του και τον πατέρα του, ο οποίος, αν και έχασε την όραση του πολύ νέος, υπήρξε ένας ιδιαίτερα ενεργός, αλλά και προοδευτικός άνθρωπος. Θυμάται τη γιαγιά και τον παππού του και τις ιστορίες που έλεγαν στα παιδιά οι γυναίκες του χωριού. Μιλάει, επίσης, για το ενδιαφέρον του για την Ιστορία, για τις πνευματικές του αναζητήσεις και για τις αξίες του τόπου του, με τις οποίες γαλουχήθηκε και ο ίδιος.
Narrators
Γεώργιος Δρυγιανάκης
Field Reporters
Ερμιόνη Δρυγιανάκη
Topics
Tags
Interview Date
27/01/2022
Duration
98'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο αθεράπευτα ρομαντικός εξηντάχρονος Γεώργιος Δρυγιανάκης απ’ την Αυγενική Ηρακλείου Κρήτης, μας περιγράφει πώς ήταν να μεγαλώνει εκεί τις δεκαετίες ’60-’80. Μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, την οικογένειά του και τον πατέρα του, ο οποίος, αν και έχασε την όραση του πολύ νέος, υπήρξε ένας ιδιαίτερα ενεργός, αλλά και προοδευτικός άνθρωπος. Θυμάται τη γιαγιά και τον παππού του και τις ιστορίες που έλεγαν στα παιδιά οι γυναίκες του χωριού. Μιλάει, επίσης, για το ενδιαφέρον του για την Ιστορία, για τις πνευματικές του αναζητήσεις και για τις αξίες του τόπου του, με τις οποίες γαλουχήθηκε και ο ίδιος.
Narrators
Γεώργιος Δρυγιανάκης
Field Reporters
Ερμιόνη Δρυγιανάκη
Topics
Tags
Interview Date
27/01/2022
Duration
98'