© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Χαρά, πασχαλιά!» - Από το Κουσάντασι στον Δαφνώνα και από τον Δαφνώνα στο Καρυόφυτο

Istorima Code
10651
Story URL
Speaker
Ελένη Μακρίδου (Ε.Μ.)
Interview Date
20/08/2021
Researcher
Σάντυ Μακροπούλου (Σ.Μ.)
Σ.Μ.:

[00:00:00]Καλημέρα, είναι Σάββατο, 21 Αυγούστου, είμαι με την κυρία Ελένη Μακρίδου, βρισκόμαστε στο Άνω Καρυόφυτο Ξάνθης, εγώ ονομάζομαι Σάντυ Μακροπούλου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θεία, θέλεις να μου πεις λίγα πράγματα για την ζωή σου;

Ε.Μ.:

Εγώ γεννήθηκα στον Δαφνώνα. Γεννήθηκα στον Δαφνώνα το 1943. Μεγάλωσα σε μεγάλη οικογένεια. Ήμασταν έξι αδέρφια. Είχαμε γιαγιά, τον μπαμπά και την μαμά. Και είχαμε και τον τσοπάνη μας. Ήταν κτηνοτρόφος ο μπαμπάς μου. Είχαμε πρόβατα. Ζήσαμε... Έκανε η μαμά μου, έξι αδέρφια ήμασταν. Περνούσαμε πάρα πολύ καλά. Αλλά όχι πλούσια χρόνια. Φτωχικά χρόνια ζήσαμε. Είχαμε ένα σοφρά. Ένα τραπέζι στρογγυλό, καθιστό κάτω χαμηλό, που καθόμασταν όλα τα παιδιά και τρώγαμε χαμηλά. Μόνο η γιαγιά κι ο αδερφός μου ο μεγάλος κάθονταν στο ψηλό τραπέζι, γιατί εκεί τα πόδια τους ήταν μακριά και δεν μπορούσανε να καθίσουνε κάτω, χαμηλά να φάνε. Είχαμε χωράφια. Πηγαίναμε στα χωράφια. Δουλεύαμε στα καπνά. Βάζαμε καπνά. Είχαμε τα ζώα. Τ' αδέρφια ασχοληθήκαν με τα ζώα. Αλλά, περάσαμε καλά χρόνια. Καλά χρόνια. Περνούσαμε όμορφα. Αγαπημένα. Όλα τ' αδέρφια πολύ αγαπημένα. Μέχρι που το '53 ο μπαμπάς συγχωρέθηκε από ζάχαρο. Και μείναμε τ' αδέρφια και η μαμά και η γιαγιά.  Ο αδερφός ο μεγάλος που ήταν δεκαεφτά χρονών στάθηκε σαν μπαμπάς μέσα στο σπίτι. Και μας φρόντισε όλους. Τι χρειάζονταν το σπίτι, τι, ό, τι χρειαζόντανε αυτός έκανε κουμάντο μέσα στο σπίτι. Ήταν δεκαεφτά χρονών. Και έκατσε, δεν διέλυσε τα ζώα, κάθισε στο σπίτι, μας πάντρεψε τις αδερφές και μετά παντρεύτηκε ο αδερφός, ο μεγάλος. Τρεις αδερφές. Παντρευτήκαμε. Εγώ παντρεύτηκα στο Καρυόφυτο. Κι ήρθε ο θείος ο Στράτος και με ζήτησε. Ήμουν δεκαοχτώ χρονών. Δεκαοχτώ χρονών. Με κάνανε προξενιά. Και μου τον δώσανε. Όχι ότι τον αγάπησα με μιας που τον πήρα. Αλλά μετά, με τα χρόνια μας περάσαμε πάρα πολύ ωραία! Ζήσαμε εξήντα χρόνια μαζί. Μέχρι τώρα πια που συγχωρέθηκε, 12 Μαΐου του '21. '21 δεν έχουμε; Και συγχωρέθηκε φέτος τον Μάϊο, 12 Μαΐου. Αυτή είναι η ζωή μου στον Δαφνώνα.

Σ.Μ.:

Θυμάσαι εκείνη την ημέρα που ήρθε ο θείος και σε ζήτησε;

Ε.Μ.:

Θυμάμαι 'κείνη την μέρα που ήρθε. Ήμουνα στην εκκλησία. Στην εκκλησία. Και ήρθε, φορούσα κι ένα κόκκινο παλτό κι ήμουν σαν την παπαρούνα. Και ήρθε και μου λέει: «Ήρθα να σε ζητήσω!» Τάκα, τούκα. Η γιαγιά μου λέει στην μαμά μου: «Ρηνιώ», λέει, Ειρήνη την λέγαν την μαμά μου, «Ειρήνη, κάνε το παιδί κάνα δυο αυγά να φάει. Έρχεται από δρόμο. Μήπως πεινάει το παιδί!». Για τον Στράτο. Μήπως πεινάει! Τον έκανε η μάνα μου, τον έκοψε λίγο τυρί, τον έκανε και κάνα δυο αυγά τον τηγάνισε. Και τον έβαλε και τα έφαγε. Πεινούσε! Και τα 'φαγε που λες τ' αυγά. Εκείνο ήταν τ' αυγά. Δεν ήθελε να φύγει μετά. Ήρθε στο Καρυόφυτο και ξανακατέβηκε για, που με είδε, να 'ρθει να με ζητήσει. Κι εγώ δέχτηκα! Και τον πήρα. Τον πήρα τον Στρατή. Έγινε γραμματέας στο Καρυόφυτο, στην κοινότητα. Και ζώα κάναμε και καπνά βάλαμε. Κάναμε τρία παιδιά. Τα μεγαλώσαμε, τα σπουδάσαμε. Τα παντρέψαμε. Και φέτος πια, μας άφησε και έφυγε. 

Σ.Μ.:

Πώς ήταν τότε η ζωή στο Καρυόφυτο, όταν ήρθες;

Ε.Μ.:

Τα ίδια, όπως στο χωριό. Όπως ήταν φτωχικά χρόνια, ήταν κι εδώ. Έπρεπε ν' ασχοληθείς, για να ζήσεις. Να δουλέψεις στα χωράφια. Δουλεύαμε στα χωράφια. Φυτεύαμε πατάτες, κοιτάξαμε ζώα. Μεγαλώσαμε ζώα. Είχαμε στάβλο. Κάναμε τα ζώα. Πήγαινε και στην κοινότητα. Κι έτσι τα βγάλαμε πέρα. Δεν καθόμασταν. Δουλεύαμε εδώ. Τα παιδιά φύγαν στην Θεσσαλονίκη να σπουδάσουν. Στην Αθήνα η Φωτεινή πήγε. Και αυτά. Αυτά τα ωραία. Περνούσαμε καλά!

Ε.Μ.:

Μέχρι μεγάλα παιδιά παίζαμε ξέγνοιαστα, έξω! Κάθε Κυριακή βόλτες, κάναμε στο δρόμο. Κάθε Κυριακή. Ήταν το νυφοπάζαρο. Βγαίναμε στο... Δεν πήγαμε σχολείο. Μόνο το δημοτικό τελείωσα. Δεν πήγα στο σχολείο. Δεν τα ήθελα πολύ τα γράμματα. Άνοιξαν Σταυρούπολη το γυμνάσιο. Παράρτημα ήταν στην αρχή. Και πήγα, έδωσα εξετάσεις, πέρασα εκεί πέρα. Πήγα κανά δυο μήνες. Ύστερα, δεν είχαμε λεωφορείο, δεν είχαμε χρήματα να πηγαίνουμε με το λεωφορείο. Να πληρώνουμε εισιτήρια και αυτό να πάμε. Και περπατούσαμε τα παιδιά όλα, με τα πόδια πηγαίναμε, δώδεκα χιλιόμετρα κάθε πρωί, βρεχόμασταν. «Άντε -λέει η μαμά- κάτσε εδώ πέρα και μην πας πουθενά! Θα μεγαλώσεις κι εσύ μαζί με εμάς». Ό, τι έγιναν τ' άλλα θα γίνεις κι εσύ. Κι έτσι, δεν μας ένοιαξε πολύ που δεν πήγαμε σχολείο. Δόξα τω Θεώ περάσαμε καλά!

Σ.Μ.:

Μέχρι ποια τάξη πήγες δηλαδή;

Ε.Μ.:

Τάξη; Κανά δυο μήνες. Δυο μήνες. Και σταμάτησα. Δύο μήνες πήγα, μόνο. Στο γυμνάσιο. Δεν πήγα καθόλου ύστερα μετά. Αλλά δεν με ένοιαξε. Ήταν άλλα κορίτσια που στεναχωριόνταν πολύ, που κλαίγαν, που θέλαν να πάνε. Τους σταματούσαν οι μπαμπάδες τους. Ήταν φτωχά χρόνια. Δεν μπορούσαν να πάνε τα παιδιά. Δεν μπορούσανε. Βάζαμε καπνά. Τα καπνά δεν πηγαίναν καλά σε τιμές που τα 'παίρναν οι έμποροι. Κι έτσι, δύσκολα χρόνια! Αλλά ξέγνοιαστα χρόνια! Όχι με στεναχώρια. Δεν είχαμε στεναχώριες! Καλά περνούσαμε! Πολύ καλά περνούσαμε! Στο σπιτικό μας, δηλαδή, περνούσαμε καλά! Όλα αγαπημένα ήμασταν! Καλά περνούσαμε τα παιδιά, τ' αδέρφια!

Σ.Μ.:

Θέλεις να μου μιλήσεις για την διαδικασία με τα καπνά; Πώς γίνεται; Πότε ξεκινάει;

Ε.Μ.:

Την άνοιξη. Τον Μάρτιο. 25 Μαρτίου αρχινάει το φυτώριο. Τα καπνά. Ρίχναμε σπόρο, κάναμε, τα λέγαμε γιαστίκια, τα λέγαμε αυτά. Τ' αυλάκια που κάναμε για το φυτώριο, για τα καπνά. Ρίχναμε τον σπόρο, τα πατούσαμε. Ρίχναμε κοπριά από πάνω. Κι ύστερα αρχίζαμε και τα ποτίζαμε τα φυτώρια, για να μεγαλώσει το φιντανάκι. Το καπνό. Τα βγάζαμε αυτά μετά, όταν μεγάλωναν τόσο και γινόντανε. Τα φυτεύαμε. Φυτεύαμε στο χωράφι, οργώνανε. Φυτεύανε τα χωράφια. Μετά, τα τσαπίζαμε. Τα σπάζαμε, τον καπνό. Το βελονιάζαμε. Ήταν, συνέχεια η δουλειά. Δεν ήταν να τελειώσεις γρήγορα, σε δύο μήνες να τελειώσεις. Ήταν εξάμηνο. Έπρεπε να τελειώσεις με τα καπνά, να τα μαζέψεις απ' το χωράφι. Και τον χειμώνα να τα πασταλιάσεις. Να γίνουν δέματα. Και τα είχαμε στο σαλόνι και ερχόταν ο έμπορας να τα δει και άμα τ' άρεζε, σαν να ήταν κοπέλα. Δηλαδή, αν την άρεζε ο γαμπρός θα τα έπαιρνε. Αν δεν την άρεζε, δε θα τα 'παιρνε τα καπνά.  Ερχόταν ο έμπορας και τα κοίταζε. Έβγαζε τσιλέ από μέσα απ' το δέμα να δει αν το καπνό είναι καλό, για να το κάνει. Να το πάρει. Κι είχε, κρεμόνταν σε κείνο τον τσιλέ που τράβαγε ο έμπορος. Τι θα βγει! Αν έβγαινε καλό, κι ήταν λαμπερό το καπνό θα το έπαιρνε, αν ήταν λίγο σκούρο, δεν τα ήθελαν να τα πάρουν. Και η τιμή έπεφτε. Ας πούμε, αν είχαν την τιμή διακόσια ευρώ, εκείνοι την κατέβαζαν την τιμή μετά, στο καπνό. Ευκαιρία ζητούσανε οι έμποροι να το πάρουν όσο όσο το καπνό. Και πάει η χρονιά σου τζάμπα. Δεν έπαιρνες. Έπαιρνες και άδειο φάκελο. Γιατί το παίρναν σε χαμηλή τιμή. Πριν ακόμα τελειώσει το καπνό και πριν αυτό, το είχαμε φάει. Γιατί παίρναμε δάνεια. Παίρναμε δάνεια απ' την τράπεζα για να ζήσουμε. Πώς θ' ανοίξουμε το καπνό απ' την αρχή, να φυτέψουμε, να πάρουμε δάνειο να φυτέψουμε, να οργώσουμε να κάνουμε. Κι έτσι, το καπνό τελείωνε, το. Αν είχες μπαμπά κι έτρεχε και βοηθούσε κι άλλη δουλειά κι έκανε, σου περίσσευαν εσένα λεφτά. Αν δεν είχες μπαμπά να τρέξει και να δουλέψει κι εκείνος, δεν έβγαινε πέρα μόνο μ' εμάς, με τα παιδιά, το πράμα. Κατάλαβες; Κατάλαβες, κορίτσι μου; Ήταν δύσκολα. Τώρα, δουλεύουν ο κόσμος στα εργοστάσια και πληρώνονται κάθε μήνα. Και τα τρώνε κι αυτοί. Μη μου πεις ότι δεν τα κάνουν. Τα τρώνε κι αυτοί.  Εμείς δουλεύαμε τον χρόνο καιρό για να πάρουμε λεφτά. Να τα πουλήσουμε τα καπνά, για να πάρουμε χρήματα. Για να πάρουμε κανά ζευγάρι παπούτσια -αν παίρνουμε- κι εκείνα ήταν πάνινα. Τα παπούτσια που φορούσαμε. Αυτά. Τα ωραία! Αλλά ήμασταν χαρούμενα. Παίζαμε στις γειτονιές. Πολλά παιδιά κάνανε ο κόσμος τότε. Η γειτονιά μας είχε πολλά παιδιά. Στα σοκάκια φωνές άκουγες, από 'δω κι από κει. Ξέγνοιαστα! Δεν είχ[00:10:00]ε να στεναχωρηθείς πού θα πας και πού θα σταθείς. Έτσι είχαμε μάθει. Κι όταν με ζήτησε ο Στράτος, ήρθα στο Καρυόφυτο. Κι εδώ τα ίδια έκανα στην αρχή. Μέχρι τελευταία είχαμε τα ζώα. Είχαμε τα ζώα. Αρμέγαμε. Κάναμε γιαούρτια. Κάναμε τυριά. Κάναμε για να ζήσουμε. Απ' όλα κάναμε. Αυτά! 

Σ.Μ.:

Θέλεις να μου πεις τα παραμύθια;

Ε.Μ.:

Ε, να πούμε ένα παραμυθάκι. Ν' αρχίσουμε απ' την Πορδού;

Σ.Μ.:

Ναι!

Ε.Μ.:

Άντε ν' αρχίσουμε απ' την Πορδού. Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μία μαμά κι είχε τρεις κόρες. Οικογένεια ήτανε. Με τον άντρα της. Η μία ήτανε Βρωμού, δεν καθάριζε. Η άλλη ήτανε η Πορδού και η άλλη ήταν η Γλωσσού. Ένας πήγε, ζήτησε: «Εγώ -λέει- θα ζητήσω την Βρωμού». Πήγε, πήρε την Βρωμού. Την ζήτησε. Της λέει ο άντρας της: «Θα μας έρθει κόσμος, γυναίκα. Πρέπει να καθαρίσουμε σήμερα! Να μην είμαστε έτσι στο σπίτι μας!». Αυτή άρχισε να σκουπίζει. Κι ο άντρας της την βοήθησε. Καθάρισε το σπίτι. Ήρθε ο κόσμος, η γειτονιά να πιούνε καφέ. Μια δυο, μια δυο έμαθε η Βρωμού. Καθάριζε! Έμαθε! Και έγινε εξαιρετική νοικοκυρά. Καλή! Η άλλη ήταν η Πορδού. Πάει ο άντρας, ζητάει την Πορδού. «Όλο θα κλάνει -λέει- πού θα κάνει -λέει. Ας την παντρευτώ αυτή την Πορδού». Παίρνει την Πορδού. Κλάσε, κλάσε, κλάσε, κλάσε τον άνθρωπο, τον ρήμαξε! Δεν έμεινε, δεν έμεινε πια αυτό, βρώμα μέσα στο σπίτι. Δεν ήτανε πράμα για να γίνει. Τι να κάνει; Λέει μια μέρα, το σκέφτηκε: «Γυναίκα, θα 'ρθει ένα καράβι και θα μαζέψει πορδές! Τι να κάνω -λέει- θα πάω να αγοράσω τσουβάλια -λέει- να γεμίσεις κάμποσα τσουβάλια πορδές -λέει- και άμα θα 'ρθει το καράβι θα τα πουλήσουμε. Να πάρουμε και χρήματα! Θα σφιχτείς! Θα σφιχτείς -λέει- κι όταν θα 'ρθει το καράβι, θα 'ρθω να σου πω να γεμίσεις τα τσουβάλια». Σφίχτηκε, σφίχτηκε η Πορδού. Καμιά φορά, πάει ο άντρας της απ' το καφενείο, της λέει: «Γυναίκα, ήρθε το καράβι. Άντε να ετοιμάσεις πορδές!». Προσπαθεί να βάλει πορδές, προσπαθεί. Τίποτα! Δεν είχε πορδές η Πορδού. Είχε σφίξει τον κώλο της. Και δεν έβγαιναν οι πορδές. Τι χαζά λέω! Που λες.

Σ.Μ.:

Είναι πολύ ωραίες! Συνέχισε!

Ε.Μ.:

Ναι! Που λες δεν είχε πορδές. Το 'κανε κανά δυο φορές. «Άντε, αύριο, γυναίκα, τώρα πάλι. Αφού, δεν έχεις τώρα. Άστο να φύγει το καράβι. Αύριο θα το κάνουμε. Θα τα γεμίσουμε τα τσουβάλια!». Έτσι, έτσι την έμαθε κι αυτήν, την συμμόρφωσε. Τώρα, είναι η άλλη αδερφή. Να παντρευτεί η Γλωσσού. Η Γλωσσού, την έβαλε ο άντρας της να ζυμώνει. Να ζυμώσει. «Άντε, γυναίκα, να ζυμώσεις ψωμί! Να ζυμώσεις ψωμί!». Εντωμεταξύ, δύο ψεύτικες απ' έξω κάνανε πως μαλώνανε. Είπε σε δύο γυναίκες εκεί: «Θα μαλώσετε! Και θα φωνάζεστε απ' έξω!». Και αυτή ζύμωνε το ψωμί. Τώρα ακούει, τώρα που μαλώνανε έξω. Τι να κάνει; Πώς θα βγει αυτή έξω, να, να κάνει, να, αυτή; Γιατί της τράβηξε τα ρούχα, την ξεγύμνωσε ο άντρας της. Για να μην βγει έξω. Εκεί που ζύμωνε -που λες- και αφού μαλώνανε οι άλλες έξω, λέει, παίρνει ένα κομμάτι ζυμάρι, το βάζει μπροστά, το βάζει και πίσω. Μια πίτα μπρος και μια πίτα πίσω. «Να βγω, να πω το ίσιο! Δεν είναι έτσι που μαλώνουν. Είναι έτσι!». Η Γλωσσού δεν έγινε ζατ! Βγήκε, βγήκε απ' το ζυμάρι που ήταν, που ζύμωνε, το ζυμάρι. Και βγήκε έξω για να πει τις γυναίκες: «Δεν είναι έτσι πώς μαλώνετε και τα λέτε! Έτσι είναι!». Να πει η Γλωσσού, να συνεχίσει εκείνη την γλώσσα της. Και έτσι ήταν το παραμυθάκι. Αλλά με τα έτσι, με τα κόλπα που τις κάνανε, τις συμμορφώσανε τις Γλωσσούδες και τις Πορδούδες. Και τις Βρωμούδες. Και ζήσανε καλά αυτές κι εμείς καλύτερα! Αυτό ήτανε αστείο το παραμυθάκι. 

Σ.Μ.:

Πολύ ωραίο! 

Ε.Μ.:

Αλλά έβαλε το ζυμάρι μπροστά και πίσω στον κώλο της. Και μπροστά και πίσω. «Να βγω, να πω το ίσιο εγώ -λέει- τώρα!». Το είπε αυτή, η κυρά.

Ε.Μ.:

Τώρα, να πούμε τον Τζότζο Ναρή; Άντε να πούμε τον Τζότζο Ναρή! Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μία οικογένεια και είχε τρεις αδερφές. Ζούσαν στην Αθήνα. Γιατί εκεί ήταν ο Βασιλιάς. Στην Αθήνα. Κι ήταν, είχε και παλάτια. Είχε και βασιλιά η Αθήνα. Κάποτε είχε και βασιλιά. Τώρα, δεν έχει. Τώρα είναι ο Πρόεδρος! Δεν έχει βασιλιά τώρα. Και όταν γινόταν πόλεμος καλούσαν τον βασιλιά να πάει στον πόλεμο. Να πάει να τακτοποιήσει τον πόλεμο, ο Βασιλιάς. Και έδωσε διαταγή ο Βασιλιάς, να μην... Να σβήσουν τα φώτα το βράδυ που περνάει η αεροπορία. Να μην μιλάνε. Να μην ακούγονται. Να περάσουν τα αεροπλάνα, να μην βλέπουν πού έχει σπίτια από κάτω. Να είναι σκοτεινά! Κι έβαλε φύλακες να φυλάνε στους δρόμους, για να μην μιλάνε οικογένειες κι ακούγονται φωνές. Αυτές οι αδερφές πλέκανε κι είχανε το τζάκι αναμμένο. Κι έλαμπε λίγο το τζάμι τους από μέσα απ' το σπίτι. Λένε: «Εγώ, αδερφή, -λέει- άμα θα παντρευτώ και πάρω τον Βασιλιά τον μάγειρα, θα κάνω ένα φαγητό, ένα καζάνι φαγητό και όλο το προσωπικό θα το ταΐσω και θα περισσέψει το φαγητό». Μ' ένα καζάνι που θα κάνει. Η άλλη είπε: «Άμα θα πάρω τον φούρναρη του Βασιλιά, θα κάνω μια ζυμωσιά ψωμιά και θα περισσέψουν κι αυτά». Και η άλλη είπε, η μικρή: «Θα κάνω τρία παιδιά. Τον Ήλιο, το Φεγγάρι και την Αυγερινή! Αν πάρω τον Βασιλιά. Αν παντρευτώ τον Βασιλιά!». Αυτό. Έφυγε ο Βασιλιάς στον πόλεμο. Ήρθανε. Γύρισε πίσω. Σταμάτησε ο πόλεμος. Ήρθε ο Βασιλιάς πίσω. Λέει στους φύλακες: «Ποιος μιλούσε; Ποιος είχε φως αναμμένο; Και ποιος είχε, και τι λέγανε;». Που γυρίζανε στους διαδρόμους, στους δρόμους οι φύλακες. Λέει: «Πέρασα από μια οικογένεια -λέει- κι άκουσα αυτά τα λόγια που λέγανε, Βασιλιά». «Τι λέγανε;», λέει. Είπανε οι αδερφές: «Αν θα πάρουμε του Βασιλιά τον μάγειρα, θα κάνουμε φαΐ. Είπε, αν θα πάρω το φούρναρη, θα κάνω. Και η τρίτη είπε: «Εγώ αν παντρευτώ τον Βασιλιά θα κάνω τρία παιδιά. Τον Ήλιο, το Φεγγάρι και την Αυγερινή!». «Ποια είναι, κορίτσια είναι αυτά;». Αμέσως, ο Βασιλιάς ανασκουμπώθηκε και πάει και ζητάει τις μεγάλες αδερφές. Η Βασίλισσα δεν μίλησε γι' αυτά. Για τις μεγάλες που είπε: «Θα πάρω τον μάγειρα και τον φούρναρη». Παντρευτήκαν τα κορίτσια. Μια χαρά τα κάναν όλα! Ήρθε σειρά τώρα να πάει κι ο Βασιλιάς, να πάρει την τρίτη την αδερφή. Ζητάει την τρίτη την αδερφή. «Αυτά -λέει- που είπες, θα τα κάνεις;». «Θα τα κάνω!», λέει. Μένει έγκυος στο πρώτο το παιδί. Θα έκανε τον Ήλιο. Θα κάνει τον Ήλιο. Η κυρά Βασίλισσα κι η Μαμή, δεν την θέλανε την κοπέλα, γιατί ήταν φτωχιά. Θέλανε πλούσια και από την ράτσα τους. Να πάρουνε βασιλική οικογένεια.  Δεν ήθελαν αυτή την φτωχιά να την παντρευτούνε. Και τι κάνανε; Στάσου για! Να το πω. Και πήρανε το μωρό που γεννήθηκε. Γεννήθηκε ο Ήλιος. Έλαμψε ο τόπος μόλις το γέννησε το παιδί η κοπέλα. Πήραν το παιδί, το βάλαν σ' ένα κουτάκι και πήγαν και το 'ρίξαν στη θάλασσα. Να το πνίξουν το μωρό. Το παιδί, όμως, το κουτάκι πήγαινε άκρη άκρη, ακροθαλασσιά και φτάνει σ' ένα μοναστήρι. Κοντά σ' ένα αυτό, που ένας Καλόγερος ψάρευε. Και μόλις είδε το κουτάκι και πήγε εκεί, προς τα εκεί. Το πιάνει με το δίχτυ του ο Καλόγερος και το παίρνει. Να δει τι έχει το κουτάκι μέσα. Το πιάνει, τ' ανοίγει και βλέπει ένα μωρό. Το παίρνει, το πάει στο μοναστήρι ο Καλόγερος το παιδάκι. Το τάισε, το έκανε. Άρχισε ο Καλόγερος να το μεγαλώνει αυτό το παιδί. Και είχε μια χουρμαδιά στο μοναστήρι! Φυτεμένη! Κι η χουρμαδιά έκανε εκείνη την χρονιά δύο χουρμάδες! Και λέει: «Μπα -λέει- αυτό γιατί έγινε; -λέει- Δύο χουρμάδες;». Ήταν που θα βρεθεί το παιδί. Κι είχε δύο χουρμάδες, επάνω στην χουρμαδιά. Το τάιζε και το μωρό λίγο. Ξετινάχτηκε το μωρό. Το τάισε και λίγο χουρμά. Το μεγάλωσε το παιδάκι. Μένει ξανά έγκυος η Βασίλισσα. «Να, παιδί μου! Που σε 'κανε το σκυλάκι! Δεν σ' έκανε το παιδί!», έλεγε η Βασίλισσα στον Βασιλιά. «Ήθελες να πάρεις την φτωχιά! Θα σου έκανε τον Ήλιο, και το Φεγγάρι και την Αυγερινή!».  Τα έκανε και τα τρία παιδιά. Αυτά που είπε, η κοπέλα. Η... Ναι. Γέννησε το δεύτερο, το Φεγγάρι. Γέννησε και την Αυγερινή. Και τα τρία τα παιδιά τα έκανε. Αλλά αυτές, η Βασίλισσα και η Μαμή τα πετούσαν τα παιδιά στη θάλασσα. [00:20:00]Αλλά τα παιδιά δεν χαθήκανε, γιατί πηγαίναν άκρη άκρη, εκ θαύματος. Ήταν αυτά που δεν πάθανε τίποτα τα παιδιά. Και τα πήρε ο Καλόγερος και τα μεγάλωσε στο μοναστήρι. Τα παιδάκια. Τα είχε χρόνια ο Καλόγερος εκεί. Με καλό τρόπο τα μεγάλωσε τα παιδάκια. Όλα! Μια χαρά! Κάποτε, γέρασε! Και λέει: «Παιδιά μου, εγώ τώρα θα πεθάνω! Έχω αυτό το μαγικό ξυλάκι -λέει- θα με θάψετε άμα θα πεθάνω. Θα με θάψετε! Αλλά θα το πάρετε αυτό το ξυλάκι το μαγικό. Ό, τι θέλετε θα γίνει μ' αυτό το ξυλάκι!». Τους είπε ότι: «Υπάρχει ο μπαμπάς σας και η μάνα σας, ότι ζούνε. Ότι ζούνε. Ότι η Βασίλισσα σας πέταγε εκεί με την Μαμή. Σας πέταγε και σας έριχνε στη θάλασσα». Τους τα είπε όλα. «Θα πάρετε αυτό το ξύλο, θα κατεβείτε στη θάλασσα. Θα χτυπήσετε. Θα 'ρθει ένα καραβάκι. Και θα σας πάει στην Αθήνα. Στον Πειραιά θα σας βγάλει. Θα σας βγάλει στον Πειραιά κι εκεί θα πάτε δίπλα στο παλάτι του Βασιλιά. Θα χτυπήσετε. Και θα γίνει ένα ωραίο παλάτι. Καλύτερο απ' του μπαμπά σας θα γίνει! Καλύτερο παλάτι θα γίνει εδώ! Μεγάλο! Με διαμαντένιες πέτρες απ' έξω! Με πολύχρωμες πέτρες. Με αυτά!». Καμιά φορά, πέθανε ο Καλόγερος. Πήγαν, κάναν το σπιτάκι στην Αθήνα. Το παλάτι. Παλάτι μεγάλο. Ο Βασιλιάς το πρωί σκοτείνιασε το παλάτι του, τι, και δεν έβλεπε να σηκωθεί. «Ακόμα -λέει- νύχτα είναι. Σκοτείνιασε το παλάτι του!», λέει. Καμιά φορά σηκώνεται και κοιτάζει. Ένα θηρίο πράγμα. Ένα μεγάλο σπίτι που ήτανε δίπλα του. Που ήτανε καλύτερο απ' το δικό του. Μεγαλύτερο! «Πότε έγινε αυτό! Σε θαύμα! Δηλαδή, έγινε σε μια βραδιά, έγινε αυτό το παλάτι εδώ πέρα!». Κι ήταν τρία παιδιά μέσα. Σ' αυτό το παλάτι. Είχαν μεγαλώσει. Κι ο Ήλιος και το Φεγγάρι κι η Αυγερινή. Όλα. Αγαπημένα αδέρφια. Όλα πολύ καλά ήτανε. Καμιά φορά, η Μαμή κατάλαβε ότι είναι αυτά τα παιδιά που ήτανε, που είπε αυτή ότι θα κάνει τα τρία παιδιά. Η Μαμή πάει στη Βασίλισσα: «Αχ, κυρά Βασίλισσα, κυρά Βασίλισσα. Αυτά τα παιδιά που ήρθανε θα είναι της νύφης σου. Που έλεγε που θα κάνει τρία παιδιά. Δεν πέθαναν που τα ρίχναμε στη θάλασσα! Ζούνε! Θα πάω -λέει- να πουλήσω βραχιολάκια και δαχτυλιδάκια, έτσι μπιζού τώρα που φοράνε τα κορίτσια, πολλά. Να πάρουν τα παιδιά, να το στείλω να πάει να φέρει το Χρυσό Παγώνι. Που είναι, που το φυλάει ο Δράκος. Να φέρει το Χρυσό Παγώνι!». Πάει εκεί: «Πουλάω βραχιολάκια, βραχιολάκια! Δαχτυλιδάκια! Κολιέ!». Πράγματα η Μαμή. Πήρε ένα ταψί και πήγε και πούλαγε. Ταμπλά, πώς το λέγανε; Βγαίνει η Αυγερινή! «Αχ! Να δω, ν' αγοράσω!», λέει. Να πάρει. Εκείνο κορίτσι ήτανε, ήθελε ν' αγοράσει. Να πάρει. Δεν την εγνώριζε την Μαμή. Αγόρασε τέτοια. «Αχ - λέει - τι ωραίο σπίτι έχετε! Τι ωραίο αυτό! Αν είχατε και αυτό το Χρυσό Παγώνι που ανοίγει τα φτερά του κι είναι χρυσά και θα μπαίνει, θ' ανεβαίνει, θα χτυπάει τα φτερά του. Θα 'ναι πολύ ωραίο!». Λέει: «Και πού είναι αυτά;». «Αυτό το φυλάει -λέει- ένας Δράκος -λέει- και είναι εκεί. Να πάνε τ' αδέρφια σου να το φέρουν!». Λέει: «Θα το πω στον αδερφό μου -λέει- μπορεί να πάει -λέει- να το φέρει». Είπε στον αδερφό της η Αυγερινή, λέει: «Αχ αδερφέ, έχει ένα Χρυσό Παγώνι και το φυλάει -λέει- ένας Δράκος. Θα μπορέσεις να πας να το φέρεις να το βάλουμε εδώ πέρα στην αυλή μας -λέει- να είναι ωραίο;». «Θα πάω, αδερφή!», λέει ο αδερφός, ο Ήλιος. Ο Ήλιος. Ναι. «Θα πάω!», λέει. Παίρνει έναν τρουβά, βάζει μέσα καλαμπόκι. Παίρνει και το άλογο. Χτυπάει το ξυλάκι. Έρχεται τ' άλογο του. Και ξεκινάει να πάει να βρει το Χρυσό Παγώνι. Από 'δω από κει, από 'δω από κει, σε χώρες, σε χωριά. Φτάνει στον Δράκο. Φτάνει στον Δράκο. Βλέπει που έχει το αυτό, το Παγώνι το Χρυσό εκεί. Το έχει το Χρυσό Παγώνι. Τώρα τι να κάνει; Ο Δράκος ήταν σαν να ήτανε, σαν να κοιμότανε. Είχε ανοιχτά τα μάτια του και κοιμόντανε. Ανοιχτά τα είχε ο Δράκος τα μάτια. Δεν τα κλείνει, όταν κοιμάται. Έριξε λίγο καλαμπόκι, μια χουφτίτσα στο Παγώνι. Έλα, έλα, έλα, έλα το Παγώνι. Πιο κοντά προς το παιδί, προς τον Ήλιο. Ξαναέριξε κι άλλη μια χουφτίτσα. Φτάνει κοντά του. Μια το αρπάζει το Χρυσό Παγώνι το παλικάρι. Το παίρνει το Παγώνι. Το βάζει καβάλα. Ο Δράκος ιδέα δεν πήρε. Χαμπάρι δεν πήρε. Το κατάφερε το Χρυσό Παγώνι. Το πήρε. Πέρασαν δυο τρεις μέρες. Δεν φάνηκε ο αδερφός στο σπίτι, γιατί πήγε πολύ μακριά να το βρει το Χρυσό Παγώνι. Σε άλλο μέρος ήτανε. Η αδερφή είχε στεναχωρηθεί, περίμενε πώς και πώς, να μην πάθει ο αδερφός της κάτι. Καμιά φορά, ήρθε. Το 'φερε. Έμπαινε, έβγαινε το αυτό. Πατ! Το Παγώνι. Άνοιγε τα φτερά του. Κι ήταν και χρυσές εκείνες οι κύκλοι που ήταν επάνω. Και έλαμπε! Πάλι μετά από κάμποσο καιρό, πάει η κυρά Μαμή πάλι. «Αχ, Αυγερινούλα μου! Τι όμορφο που είναι το Παγώνι! Τι ωραίο είναι αυτό! Τι ωραίο εκείνο! Αν πήγαινε ο αδερφός σου και σε 'φερνε την Χρυσή Μηλιά που πηδάνε τα μήλα και χορεύουν τα φύλλα θα την έβαζες εδώ, στο μπαλκόνι σου, απάνω και θα 'τανε πολύ ωραία! Κι αυτή -λέει- την φυλάει πάλι Δράκος, την Χρυσή Μηλιά». Ναι και καλά, να τα φαρμακώσει τα παιδιά ήθελε. Να πεθάνουν τα παιδιά. Πήγε ο αδερφός ο άλλος τώρα. Πήγε το Φεγγάρι τώρα. Να φέρουν την Μηλιά, την Χρυσή Μηλιά. Πάλι την φύλαγε ο Δράκος εκεί. Πήρε κάμποσες πέτρες το Φεγγάρι μαζί του. Πετούσε τον Δράκο πέτρες. Δεν μπορούσε να τις πιάσει τις πέτρες ο Δράκος. Άρχισε και πετούσε τα μήλα. Πετούσε τα μήλα. Αυτός τα 'βαζε μέσα σ' ένα, σ' ένα σακούλι που είχε μαζί του στις πέτρες. Στο τέλος, αφού δεν μπόρεσε να πιάσει καμιά πέτρα, το να αυτός. Του ρίχνει, ξεπατώνει την Μηλιά και την πετάει ο Δράκος. Και την Μηλιά την ξεπατώνει, την παίρνει το Φεγγάρι και φεύγει. Και τον άφησε τον Δράκο μόνο του εκεί, χωρίς την Χρυσή Μηλιά. Την πήρε την Μηλιά να την πάει στο σπίτι. Όπως είπε η Μαμή, την έβαλε πάνω στο μπαλκόνι. Εκείνα χορεύανε τα μήλα. Χορεύανε τα φύλλα. Ήτανε πια πολύ ωραίο! Τώρα, τι να κάνει η κυρά Μαμή; Φαρμακωμένη! Η Μηλιά ήρθε. Το Παγώνι ήρθε. Τι πρέπει να κάνει τώρα η κυρά Μαμή; Ήτανε ένας που ζούσε μέσα σ' ένα πηγάδι. Κι όποιοι πηγαίνανε εκεί να τον βγάλουν, για να τον πάρουν για φύλακα στα σπίτια τους, τους μαρμάρωνε. Πάει στην Αυγερινή: «Μπα, τέτοιο κορίτσι όμορφο που είσαι, εδώ πέρα κι εσένα τ' αδέρφια σου φεύγουν όλη μέρα και σ' αφήνουν μόνη. Και μπορεί να 'ρθει κάποιος κακός να σου κάνει καμιά ζημιά. Να σε πάρει, να σε κάνει», έλεγε η Μαμή. Εντωμεταξύ κάθε φορά, έπαιρνε κι ένα πουγκί λίρες απ' την Βασίλισσα. Η Βασίλισσα ναι και καλά, ήθελε να τα εξοντώσει τα παιδιά. Και κάθε φορά έδινε και λίρες στην Μαμή. Εντωμεταξύ, ο Βασιλιάς πια που ήταν τα παιδιά τέτοια καλά παιδιά που λάμπανε εκεί πέρα και κάνανε, ήθελε να κάνει παρέα ο Βασιλιάς μ' αυτά τα παιδιά. «Να 'ρθείτε να φάμε στο σπίτι, να κάνουμε ένα τραπέζι. Να φάμε». «Κι εσείς να 'ρθείτε!», είπαν τα παιδιά. Αλλά τα παιδιά αυτά δεν είχαν ανάγκη. Χτυπούσαν το ξυλάκι κι ερχόταν τραπεζαρία. Ό, τι θέλαν. Το καλύτερο γινότανε. Που τους είχε δώσει ο παππούς ο Καλόγερος. Λέει: «Θα πάτε να φέρετε τον Τζότζο Ναρή -τώρα είπε η Μαμή στην Αυγερινή- που είναι φύλακας καλός αυτός. Πολύ φύλακας είναι καλός! Αλλά είναι πολύ μακριά κορίτσι μου. Θα πάει ο αδερφός σου να τον φέρει». Πάει ο μεγάλος, ο Ήλιος, πρώτος. Να βρούνε τον Τζότζο Ναρή τώρα. Πού είναι. Πάνε, πάνε, πάνε, φτάσανε και στο χωριό. Εκεί είχε κόσμο μαρμαρωμένο. Πολύ μαρμαρωμένο κόσμο ο Τζότζο Ναρής. Φτάνει, πηγαίνει στο πηγάδι ο Ήλιος, φωνάζει: «Τζότζο Ναρή, βγες έξω!». «Όχι -λέει- δεν βγαίνω! Αρσενικός είσαι ή θηλυκός;». «Αρσενικός!». «Να μαρμαρώσεις εσύ και τ' άλογό σου!». Μαρμάρωσε ο Ήλιος. Μαρμάρωσε. Περιμένει το Φεγγάρι να 'ρθει ο αδερφός του. Περιμένει η Αυγερινή. Περιμένουν αυτοί. Ο αδερφός δεν έρχεται. Τι έγινε; Χάθηκε ο αδερφός. Σηκώνεται το Φεγγάρι να πάει να τον βρει. Πάει το Φεγγάρι να πάει να τον βρει. Έφτασε στο μέρος αυτό, πάει και το Φεγγάρι, όπως τον είπε ο Τζότζο Ναρής: «Αρσενικός ή θηλυκός είσαι; Τι είσαι;». «Αρσενικός!». «Να φαρμακώσεις εσύ και τ' άλογό σου!». Μαρμάρωσε και το Φεγγάρι. Τώρα, χα[00:30:00]ρά πασχαλιά η Μαμή. Δεν φαίνονται τα παιδιά. Χάθηκαν τ' αγόρια. Είναι η Αυγερινή τώρα. Πάει η Μαμή πάλι: «Αυγερινούλα, Αυγερινούλα τι κάνεις;». Δεν ξέρω τι. «Αχ, κυρά Μαμή τ' αδέρφια μου δεν ήρθανε. Δεν ήρθανε τ' αδέρφια μου, που τα έστειλα να παν να φέρουν τον Τζότζο Ναρή και δεν ήρθανε». Αυτή χαρά πασχαλιά είχε η Μαμή που δεν ήρθανε. Πέρασαν δυο βδομάδες, πέρασαν τρεις βδομάδες. Δεν ήρθαν τ' αδέρφια. Σηκώθηκε η Αυγερινή να πάει να βρει τ' αδέρφια της, πού είναι. Σηκώνεται, φτάνει στο μέρος αυτό, ρώτα, ρώτα, ρώτα στην πόλη πας άμα ρωτάς καμιά φορά. Και πήγε εκεί η Αυγερινή, κοιτά τον κόσμο όλον μαρμαρωμένο εκεί πέρα. Φτάνει στο πηγάδι. Πήγε στο πηγάδι. Φωνάζει: «Τζότζο Ναρή βγες έξω!». «Όχι -λέει- δεν βγαίνω! Αρσενικός ή θηλυκός;». «Θηλυκός!» «Να μαρμαρώσεις εσύ και τ' άλογό σου!». «Δεν μαρμαρώνω!», λέει η Αυγερινή. Το είπε κανά δυο φορές, καμιά φορά ο Τζότζο Ναρής αναγκάστηκε να βγει. Τον άρπαξε απ' τα μαλλιά η Αυγερινή, από το πηγάδι. Και τον τράβηξε και τον έβγαλε. «Πρώτα -λέει- θα ξεμαρμαρώσεις αυτόν τον κόσμο όλον. Και μετά θα ξεκινήσουμε. Να σε πάω στο σπίτι μου», λέει. Αυτός ήταν ένας κοντούλης, ο Τζότζο Ναρής.  Αλλά, ήταν καρδιογνώστης. Καταλάβαινε. Είχε, ήξερε τι γινόταν και τι θα γίνει. Όλα τα ήξερε. Ξεμαρμάρωσε τον κόσμο. Ξεμαρμάρωσε και τ' αδέρφια. Τα πήρε η Αυγερινή, πήρε και τον Τζότζο Ναρή και πάνε τώρα στο σπίτι, στο παλάτι τους. Μόλις πήγανε, τον έβγαλε στο μπαλκόνι η Αυγερινή. Τον έδωσε ένα σκαμνί και καθόταν εκεί στο αυτό. Την άλλη μέρα, την παράλλη μέρα πάει η Μαμή: «Αυγερινούλα, Αυγερινούλα, τι κάνεις κορίτσι μου; Ήρθαν τ' αδέρφια σου;». «Ήρθαν κυρά Μαμή, ήρθανε. Τον έφερε και τον Τζότζο Ναρή. Ήρθανε!». Θα πεθάνει αυτή! Θα πεθάνει η Μαμή, απ' τον καημό της. Φτάνουν -που λες- στο -α, όχι στο σπίτι ήτανε- αυτή την δίνει ένα χαστούκι ο Τζότζο Ναρής και την έκανε ακόμα ένα σκαμνί, την κυρά Μαμή. Την έδωσε, μια μπάτσα την έδωσε και την έκανε σκαμνί. Και καθόταν ο Τζότζο Ναρής. Τώρα, η Βασίλισσα, χάθηκε η Μαμή, δεν την βρίσκει την Μαμή. Τι να κάνει; Λέει μέσα το προσωπικό: «Θα κάνουμε ένα φαγητό, ένα καζάνι. Θα καλέσουμε τα παιδιά από δίπλα, να 'ρθουν να φάνε», λέει η Βασίλισσα. Αυτή μετά παίρνει και ρίχνει δηλητήριο μέσα, στο φαγητό. Κρυφά απ' τον γιο της, για να φαρμακώσει τα παιδιά. Λέει: «Θα πάμε -λέει, λέει ο Τζότζο Ναρής- θα πάμε, αλλά δεν θα φάτε! Ένα σκαλί θα πατάμε, ένα σκαλί δεν θα πατάμε. Ό, τι κάνω εγώ, θα κάνετε κι εσείς. Αυτά που σας λέω, θα τα κάνετε!», λέει. Ο Τζότζο Ναρής έλεγε στα παιδιά όλα. Γιατί είχε φαρμάκι αυτή βάλει, η Βασίλισσα. Πάνε στο παλάτι τώρα, να φάνε τα παιδιά. Βάζει μια τραπεζαρία οι βασιλιάδες εκεί πέρα, το προσωπικό του Βασιλιά. Όλα ωραία! Αυτοί δεν τρώνε. Λέει: «Δεν έχουμε όρεξη να φάμε. Για φέρτε ένα γατάκι εδώ, σας παρακαλώ», λέει ο Τζότζο Ναρής. Φέρνει ένα γατάκι, βάζουνε ένα πιάτο φαΐ, το δίνουν το γατάκι να φάει. Μόλις το 'φαγε, τέζα το γατί. Έμεινε τέζα. «Το φαΐ -λέει- μέσα είχε φαρμάκι!», λέει. «Ποιος το 'βαλε το φαρμάκι; Ποιος το 'κανε το φαρμάκι;». Η Βασίλισσα την έπιασαν οι πόνοι. Την έπιασαν. Αλλά, δεν το 'βαλε κι ο γιος στο μυαλό της ότι μπορεί να το 'ριξε η μάνα το δηλητήριο. Φύγαν αυτοί. Κάλεσαν τα παιδιά τον Βασιλιά. Ήρθε στο σπίτι. Και τους είπε: «Θα κάνετε πώς παίζετε την μπάλα σας. Και θα κάνετε ότι κάνετε μετάνοιες στον Βασιλιά. Είναι ο μπαμπάς σας αυτός. Αυτός είναι ο μπαμπάς σας!». Και λέει εκεί, λέει στον Βασιλιά: «Έχετε και μια τιμωρημένη -λέει- μέσα στο -το λέει ο Τζότζο Ναρής αυτό τώρα- έχετε και μια φυλακισμένη -λέει- μέσα στη φυλακή. Να την βγάλετε! Να την λούσετε και να την φέρετε εδώ!». Κι ο Τζότζο Ναρής, την βγάλανε, την 'λούσαν την γυναίκα. Ήταν αδύνατη και χάλια απ' την φυλακή που την είχαν μέσα που δεν την έβλεπε ο ήλιος. Την κάνανε. «Τα παιδιά θα κάνετε -λέει- πώς κάνετε εκεί πέρα. Και να την κάνετε μετάνοια την μάνα σας. Είναι η μάνα σας!», τα είπε ο Τζότζο Ναρής αυτά, στα παιδιά. Μετά από κάμποση ώρα που φάγανε και ήπιανε εκεί και δεν ξέρω τι, δίνει κι ένα χαστούκι το σκαμνί του ο Τζότζο Ναρής και το κάνει την κυρά Μαμή. Κι έκανε την κυρά Μαμή. Λέει η Βασίλισσα: «Κοίτα εκεί!». Λέει ο Τζότζο Ναρή: «Όλοι θα πούμε από ένα παραμύθι. Όσοι κατουριόσαστε να πάτε να κατουρήσετε! Και θα κλειδώσουν οι πόρτες. Κανένας δεν θα φύγει από 'δω. Όλοι θα πούμε από ένα παραμυθάκι». Λέει: «Μια φορά κι έναν καιρό -ο Τζότζο Ναρής- ότι ήταν μια οικογένεια. Κι ο Βασιλιάς πήγε ταξίδι για τον πόλεμο. Κι αυτές οι αδερφές λέγανε αυτά κι αυτό το πράγμα. Αν θα κάνουμε... Η μια είπε τον μάγειρα, η άλλη είπε τον φούρναρη. Κι η άλλη, η τρίτη, είπε θα πάρω τον Βασιλιά και θα κάνω τρία παιδιά. Τον Ήλιο, το Φεγγάρι και την Αυγερινή. Αυτή η μάνα είναι που έκανε τα τρία παιδιά. Και η κυρά Μαμή και η κυρά Βασίλισσα, τα 'παίρναν τα παιδιά και τα πετούσανε. «Κι αυτά τα παιδιά, Αφέντη Βασιλέα, -λέει- είναι δικά σου!». Και τ' αγκάλιασε και τα φίλησε. Και τιμώρησε την μάνα του και την Μαμή, ο Βασιλιάς. Ήθελε να την εκτελέσει, αλλά πάλι την λυπήθηκε σαν μάνα και της χάρισε την ζωή. Κι αυτό ήταν το παραμυθάκι και τελείωσε. Του Τζότζο Ναρή. Ήταν ωραίο;

Σ.Μ.:

Πολύ ωραίο! 

Ε.Μ.:

Ωραία! Άντε!

Ε.Μ.:

Αχ, που λες, ο θείος μόλις ήρθε από την Καβάλα ήταν χωροφύλακας κι ήθελε ν' απολυθεί ο θείος. Ήμασταν φτωχά παιδιά στο χωριό. Αλλά, οι γαμπροί πηγαίναν και ερχόντανε. Πολλοί γαμπροί, παιδί μου! Δεν ήταν ένας και δυο γαμπρός. Πήγαιναν στον αδερφό μου στο, εκεί που ήταν στην μάντρα να, να, να πάρουν την Ελένη. Ναι, και καλά να παντρευτούν την Ελένη. Αλλά εκείνα τα χρόνια, χωρίς χρήματα και χωρίς τίποτε. Να παντρευτούμε. Την άλλη μέρα θα πηγαίναμε στα χωράφια. Θα φυτεύαμε καπνό. Δεν ήταν να καθόμαστε. Όχι, ο ένας έτσι θα την έπαιρνε. Ο άλλος θα την έπαιρνε την Ελένη. Τελικά, ήταν το τυχερό του θείου σου απ' το Καρυόφυτο να 'ρθει να με πάρει. Τον είπε κάποιος ότι είναι ένα καλό κορίτσι στο χωριό και δεν ξέρω τι. Κι αυτός το 'βαλε στο μυαλό του κι ήρθε από την Καβάλα που ήταν χωροφύλακας. Ήθελε ν' απολυθεί και να 'ρθει γραμματέας στο χωριό του να γίνει. Κι έρχεται! Την μια μέρα ήρθε, την άλλη βδομάδα παντρευτήκαμε. Όχι τώρα που κάθονται δέκα χρόνια να γνωριστούνε και να ρημαχτούνε και τα... Μαλώνουνε και χωρίζουνε. Την μία μέρα ήρθε, με ζήτησε την Κυριακή. Και την άλλη Κυριακή παντρευτήκαμε. Ήθελε ν' απολυθεί από χωροφύλακας. Να τον τιμωρήσουν. Για να φύγει, να προλάβει να 'ρθει στην κοινότητα. Να μην πάει άλλος στην Κοινότητα. Κι έπρεπε έτσι να γίνει. Να παντρευτεί για ν' απολυθεί από χωροφυλακή που ήτανε. Και τον κάνανε και τρία χρόνια με αναστολή. Τον τιμωρήσανε γιατί παντρεύτηκε μετά. Και παντρευτήκαμε και ζήσαμε, παιδί μου. Κάναμε τρία παιδιά. Τα σπουδάσαμε. Τα μεγαλώσαμε. Τα παντρέψαμε. Και ζήσαμε καλά. Μια χαρά ζήσαμε. Χωρίς μαλώματα και χωρίς τέτοια. Σε μια βδομάδα γάμου που γνωριστήκαμε. Ναι! Κάναμε έξι εγγόνια. Χαρές, πασχαλιές με τα εγγόνια! Όλα καλά! Δόξα τω Θεώ!

Σ.Μ.:

Πώς ήταν η μέρα του γάμου σας;

Ε.Μ.:

Χαρούμενη! Χαρούμενη η μέρα του γάμου! Σαν να τον ήξερα χρόνια! Που δεν τον ήξερα! Σαν να τον ήξερα χρόνια! Καθίσαμε δεκαπέντε μέρες στην Καβάλα που ήταν εκεί στην χωροφυλακή μέχρι να τον απολύσουνε. Και μετά ήρθαμε στο χωριό κι αρχίσαμε τα κανονικά του χωριού πάλι. Τα καπνά μας, τα τέτοια μας, όλες, τις δουλειές. Όλα κανονικά. Στον χρόνο απάνω ήρθε κι ο μεγάλος ο γιος μου. Έμεινα έγκυος. Σ' έναν χρόνο μέσα. Έμεινα έγκυος. Μετά από τρία χρόνια έγινε ο δεύτερος.  Και μετά από δέκα χρόνια γεννήθηκε η Φωτεινή. Ναι. Δύο αγόρια και μετά η Φωτεινή. Κι έτσι τα παιδάκια μια χαρά μεγαλώσανε και κάνανε. Αυτά δεν δούλεψαν στα καπνά και στα τέτοια, γιατί πήγαν στο σχολείο. Τελειώσαν το Λύκειο. Μετά περάσαν στις σχολές τους. Και τελειώσαν τα σχολεία. Δεν κάναν σε δουλειές του χωριού. Αφού, δεν γνώριζαν τις αγελάδες. Δεν τις γνώριζαν. «Μαμά, αυτή δικιά μας είναι η αγελάδα;». «Δικιά μας -λέω- είναι η αγελάδα!». Ναι. Και έτσι κάναν τα παιδιά στο χωριό που παντρευόντανε. Με μιας. Την άλλη μέρα χορό[00:40:00], πατιρντί την Κυριακή. Άντε, να γιόρταζαν την Δευτέρα λίγο. Από 'κει και ύστερα, τέρμα το καθισιό. Στο χωράφι! Γινότανε παζάρι στο χωριό. Δηλαδή, τα γαϊδούρια, τα άλογα να τα πάνε στα χωράφια, στα καπνά. Μετά, χάλασε το καπνό με τον περονόσπορο. Κι ο κόσμος ξεσηκώθηκε κι έφευγε. Μια Κυριακή -που λες- σταματούσε η αυτή, το νταούλι κι οι ζουρνάδες βγαίναν στην πλατεία. Δώσ' του χορό! Βγαίναν, ντάνκα, ντούνκα το νταούλι. Βγαίναν έξω ο κόσμος.

Ε.Μ.:

Χορεύαν με τα γαλέτσια! Ντράκα, ντρούκα κι ας μην είχαν και παπούτσια. Χορεύανε!

Σ.Μ.:

Με τι είπες; Με τα-

Ε.Μ.:

Με τα γαλέτσια. Τα τσόκαρα που λέμε. Πού παπούτσια καλά και τέτοια; Φορούσαν τα λαστιχένια και τα πάνινα. Πάνινα είχαμε. Τα καλά μας ήτανε. Άμα, πουλούσαμε τα καπνά και πιάναμε λίγα λεφτά μας ψώνιζαν οι μάνες μας κανά καλό ρουχάκι. Αλλιώς, από πού θα τα παίρνανε; 

Σ.Μ.:

Θυμάσαι ένα ρούχο ή παπούτσι που ήταν το αγαπημένο σου;

Ε.Μ.:

Δεν θυμάμαι! Είχα ένα ζευγάρι μποτάκι, ήτανε κοκκαλί χρώμα. Μάμπο τακουνάκι είχε. Και τα έβαψα. Τον χειμώνα τα έκανα καφέ. Τα 'βαψα για να τα κάνω χειμωνιάτικα τα παπούτσια. Ναι. Ένα ζευγάρι. Ήταν όμορφα παπουτσάκια. Ήταν της αδερφής μου και μου τα 'δωσε. Της αδερφής μου ήτανε. Και μου τα 'δωσε και τα 'βαψα καφέ χρώμα, για να τα φορέσω και τον χειμώνα. Ήταν κλειστά. Κλειστά. Με τακουνάκι μικρό. Λίγο. Χαμηλό ήτανε. 

Σ.Μ.:

Θεία, τι τρώγατε τότε;

Ε.Μ.:

Τι τρώγαμε! Απ' όλα τρώγαμε! Κολοκύθια το καλοκαίρι. Μελιτζάνες. Φασολάκια. Παντζάρια, σαλάτα, σαρδέλες παστές στα χωράφια. Γιαούρτια. Εμείς στο σπίτι μας, είχαμε τα ζώα και είχαμε, το καλοκαίρι που γυρνούσαν τα ζώα, τα πρόβατα ή τα κατσίκια που είχαμε ανάμεικτα, είχαμε γάλα το καλοκαίρι. Και είχαμε να φάμε. Γιατί γέμιζε με το γάλα το σπίτι. Κάναμε γιαούρτι. Κάναμε πότε πότε, έκανε και βούτυρο η μαμά μου, μάζευε καϊμάκια απ' το γιαούρτι. Έκανε και βούτυρο αγνό. Ντρουβάνιζε και έκανε και βούτυρο. Ρεβίθια, φασόλια. Κρέατα ήταν πολυτελείας. Δεν είχαμε πολύ κρέατα. Όλο τέτοια τρώγαμε. Αλλά απ' όλα τ' άλλα τρώγαμε. Εκτός τα κρέατα. Τα Χριστούγεννα-. Θρέφαμε γουρούνια, θρέφαμε, μεγαλώναμε γουρούνια, τα σφάζαμε. Ο μπαμπάς μας ήταν ειδικός για να τα σφάζει και να τα ταιριάζει και να τα κάνει. Έκανε και παστό ψαχνό. Χώριζε. Έκανε καβουρμά γιατί είχαμε και τα ζώα. Έβαζε και καμιά κατσίκα μέσα. Ήταν ένα αρνί. Κι έκανε καβουρμά με το χοιρινό. Κι έκανε κανέναν ντενεκεδάκι καβουρμά. Κι έβαζε μες στα πράσα καμιά κουταλιά η μάνα μας, για να γίνει νόστιμο το φαγητό που έκανε. Και στη φασουλάδα έβαζε καμιά φορά, καμιά κουταλιά μέσα καβουρμά. Όχι πολύ, κανα δυό κουταλιές έριχνε. Έριχνε. Και τρώγαμε από αυτά τα φαγιά. Εγώ δεν έτρωγα τα ρεβίθια. Και μια μέρα, που λες, μου λένε: «Πάνε να φέρεις νερό!». Δεν είχαμε βρύσες στα σπίτια μας μέσα. Είχαμε πηγάδια. Αχ! Ήμασταν -όπως είπαμε- ήμασταν μεγάλη οικογένεια, με έξι παιδιά. Άλλα κανά δυό χρόνια διαφορά, τρία χρόνια διαφορά είχαμε το ένα με το άλλο. Ο μεγάλος μας ήτανε δεκαεφτά που έκανε το κουμάντο στο σπίτι. Αλλά, τον ακούγανε όλα. Δεν ήτανε να... Εμένα πια που να με αφήσουνε να βγω έξω. Να πάω βόλτα, να κάνω. Να μην με ξεμυαλίσει κανείς. Και με πάρει κανείς και με κάνει τίποτα. Ναι. Όλο τιμωρία ήμασταν τα κορίτσια. Δεν μας αφήνανε να βγούμε έξω. Πηγαίναμε βόλτα, νωρίς νωρίς να μαζευόμασταν. Δεν ήταν όπως είναι τώρα που πάνε όπου θέλουν τα κορίτσια. Κι έρχονται απ' τα νησιά και περπατάνε από 'δω και από 'κει. Κείνα τα χρόνια ήταν αυστηρά. Δεν αφήνανε. «Την τιμή σας να έχετε!», η μάνα μου. «Την τιμή σας να έχετε! Την τιμή σας να έχετε!». Όλο αυτό μας έλεγε. Τέλος πάντων. Όταν καθόμασταν να φάμε η μαμά ζύμωνε δύο φορές την εβδομάδα. Φούρνο. Οχτώ, δέκα ψωμιά έκανε. Ζύμωνε. Κάναμε και το φαγητό. Όπως είπαμε, όλο όσπρια και το καλοκαίρι ζαρζαβάτια που είχαμε απ' τον κήπο κόβανε. Φασολάκια, μελιτζάνες. Τον χειμώνα πράσα, λάχανα. Το φαγητό μας ήταν καθημερινό από όλα τα αυτά. Σπάνια κρέας θα είχαμε! Και καμιά κότα, άμα κούτσαινε καμιά. Θα την σφάζανε, την κότα. Μια μέρα είχαμε ρεβίθια. Εγώ τα ρεβίθια δεν τα ήθελα πολύ να φάω. Ρεβίθια. «Άντε -λέει- την Ελένη να την κάνουμε κανένα αυγουλάκι να φάει -η μάνα μου λέει- να φάει δεν τα τρώει τα ρεβίθια». Εντωμεταξύ, με τηγάνισε και δυο αυγά. Μου τα βάζει στο τραπέζι. Με λέει: «Φέρε νεράκι. Από μια κανάτα νερό, απ' το κελάρι μέσα». Δεν είχαμε, είχαμε στάμνες. Δεν είχαμε βρύσες μέσα στο σπίτι. Απ' το πηγάδι βγάζαμε νερό και παίρναμε. «Τώρα θα με φάνε το αυγό! Όλοι θα τσιμπήσουνε το αυγό να φάνε. Εγώ τι να κάνω;». Τραβάω ένα φτύσιμο μέσα στο αυγό. Ένα φτύσιμο στο αυγό, να μην μου φάνε το αυγό. «Άμα θέλετε, φάτε το τώρα!», λέω. Πήγα, έφερα την κανάτα το νερό μέσα και δεν το πείραξαν το αυγό. Το 'φαγα τελικά! Εγώ το 'φαγα το αυγό. Δεν το πείραξαν. Αυτοί φάγαν τα ρεβίθια τους. 

Σ.Μ.:

Θεία, νερό από πού φέρνατε; Το πηγάδι ήταν μακριά;

Ε.Μ.:

Απ' το πηγάδι. Ήταν καμιά, ένα τέταρτο. Μακριά ήτανε. Και για το πλύσιμο και για το τέτοιο είχαμε ένα, ήταν, δεν ήταν καλό το νερό εκείνο. Ήταν γλυφό και δεν το πίναμε. Παίρναμε από δεύτερο πηγάδι, από άλλο πηγάδι. Λίγο πιο μακριά. Το ένα ήταν πιο κοντά, που βγάζαμε, που πλέναμε πιάτα, που κάναμε την λάτρα του σπιτιού. Όλη με το νερό αυτό. Απ' το πηγάδι. Μετά, βάλαν, κάναν δεξαμενές στο χωριό κι ερχόταν από τα αυλάκια καθαρά τα νερά. Και παίρναμε κι από 'κει για να πλένουμε και να κάνουμε νερό. Δεν είχε πλυντήρια, δεν είχαμε πλυντήρια εκείνα τα χρόνια. Δεν είχαμε πλυντήρια.  Πλέναμε με το χέρι. Πλέναμε. Κάνανε μπουγάδες οι μάνες μας με σταχτόνερα, με τέτοια. Και πλένανε για να καθαρίσουν τα ρούχα. Και δεν ήταν ρούχα που να τα φοράς τώρα, κάθε ώρα να λούζεσαι. Πηγαίναμε στα χωράφια. Ιδρώνανε. Λερώνανε τα ρούχα τότε. Τώρα είναι όλοι, κάθονται. Άλλοι γραφείο δουλειά, άλλοι αυτά. Τα βάζουν καθαρά τα ρούχα τους και τα πλένουν. Οι καημένες οι μάνες μας κουραστήκανε πολύ για να μας μεγαλώσουνε. Να τα πλένουνε, να τα κάνουν τις μπουγάδες και να κάνουν αυτά τα πράγματα. 

Σ.Μ.:

Ανέφερες το σταχτόνερο. Τι είναι το σταχτόνερο;

Ε.Μ.:

Βάζανε στάχτη μέσα σ' ένα σακουλάκι και το βάζανε στο καζάνι. Κι έβγαζε το σταχτόνερο, μέσα στο νερό κι ήταν κι έτριζαν τα ρούχα που τα 'πλενες και μοσχομύριζαν όταν τα 'πλενες τα ρούχα εκείνα. Να καθαρίσουν. Για να καθαρίσουν τα ρούχα κάνανε σταχτόνερο, βάζανε οι μάνες μας για να πλένουνε ρούχα. Μετά βγήκε το clean, βγήκε η χλωρίνη. Καθαρίζαν πιο εύκολα λίγο. Τα βάζανε και σ' αυτά. Τα βράζανε.

Σ.Μ.:

Μπάνιο πώς κάνατε;

Ε.Μ.:

Στη σκάφη. Δεν είχαμε μπάνιο. Στη σκάφη κάναμε μπάνιο. Ένας ένας. Ζεσταίναμε νερό και με το καζάνι και παίρναμε μπόλικο νερό και λουζόμασταν. Αυτά, παιδί μου. Τι θα 'λεγα άλλο; Να! Που τρώγαμε όλοι μαζί. Τις γιορτές περνούσαμε όμορφα. Γιατί είχανε συνήθεια οι Μικρασιάτισσες να είναι δυο, τρεις οικογένειες να κάνουνε Απόκριες μαζί. Κάνανε κι αστεία. Ντυνόντουσαν και μασκαράδες, ντυνόνταν και καρναβάλια. Αλλά, όχι με καλά ρούχα και με τέτοια. Κανένα πουκάμισο παλιό, καμιά βράκα κουρελιασμένη γινόνταν καρναβάλια. Έτσι, αστεία κάνανε.

Σ.Μ.:

Και τι ντυνόσασταν; Εννοώ βάζατε ό, τι-

Ε.Μ.:

Τσιγγάνες γινόμασταν. Κάναμε σεντόνια, κάναμε βράκα τσιγγανίσια από κάτω να φορέσουμε. Από πάνω κανά πουκάμισο και μια μάσκα από πάνω, να μη γνωρίζεσαι. Πηγαίναμε στη γειτόνισσα, να κάνουμε πώς χορεύουμε και κάνουμε κάτι. Να, έτσι αστεία! Μ' αυτά περνούσαμε.

Ε.Μ.:

Και δεν είχαμε τηλεόραση, με τα παραμύθια περνούσαμε. Τα βράδια που κάναμε παστάλι, κάναμε αυτό και κάναμε έτσι παρέες, πασταλιάζαμε. Εκείνη με την αρμάθα της η γειτόνισσα κι εμείς με την αρμάθα μας. Και συζητούσανε διάφορα πράγματα. Άλλη έλεγε κει ένα παραμύθι. Άλλη... Δεν είχαμε. Ιστορίες λέγανε παλιές. Πώς περάσανε στην πατρίδα τους. Η μαμά μου ήρθε εφτά χρονών. Η γιαγιά ήρθε μεγάλη απ' την πατρίδα. Η μαμά μου ήταν εφτά χρονών όταν ήρθε απ' το Κουσάντασι της Σμύρνης.  Από 'κει ήρθανε εδώ, στο χωριό, στον Δαφνώνα. Ζήσαν οι άνθρωποι. Να! Πρόσφυγες ήρθαν. Αφήσαν τα σπίτια τους και ήρθαν εδώ. Φύγαν οι Τούρκοι και μπήκαμε εμείς μέσα. Σε τουρκικά σπίτια μείναμε. Ακόμα που είχαν έρθει η μαμά μου, οι Τούρκοι δεν είχανε φύγει. Ακόμα έξω ήτανε.[00:50:00] Κι έλεγε: «Αχ, τι έρχεται, κουμπάρε, και βλέπει εδώ πέρα; Γιατί έρχεται αυτός ο Τούρκος και βλέπει την αυλή;». «Ε, βλέπει το σπιτάκι του -έλεγε η κουμπάρα η άλλη, έλεγε- το σπιτάκι του βλέπει κι αυτός. Αφήνει το σπίτι του και φεύγει!». Ερχόταν και χάζευε ο Τούρκος. Εκείνα τα χρόνια οι Τούρκοι δεν πηγαίναν καφενεία. Παίζαν με τα καρύδια στις γειτονιές. Δεν βγαίνανε καφενεία να πάνε οι Τούρκοι και να κάνουνε. Στα σοκάκια τους καθόντανε. Και παίζανε και με καρύδια. Να κάνουν έτσι με τα καρύδια, σαν τα παιδιά, όπως παίζανε. Όταν ήρθανε η μάνα μου, ακόμα δεν είχαν φύγει αυτοί, οι Τούρκοι απ' τα σπίτια τους. Φύγανε και μπήκανε μέσα η μαμά μου, σ' αυτό το σπίτι που πήγανε. Τους δίνανε από ένα σπίτι να καθίσουν. Προσφυγιά που ήρθε στα χωριά. Άλλοι πηγαίναν στις πόλεις. Στην Κοκκινιά, βγήκε η αδερφή της γιαγιάς μου. Ήταν στην Αθήνα. Άλλοι βγήκαν εδώ. Τους βγάλαν απ' την Καβάλα. Πού τους φέρανε. Εδώ, στο χωριό.  Αλλά, είχε κόσμο. Είχε κόσμο πολύ! Δεν σ' ένοιαζε. Δεν σ' ένοιαζε. Είχε κόσμο πολύ. Δεν ήταν έτσι αραιωμένα τώρα όπως είναι. Τώρα φύγαν ο κόσμος. Τα νέα παιδιά φύγαν στις Γερμανίες. Εκείνα τα χρόνια, το '61, άρχιζε η Γερμανία και έφευγαν στην Γερμανία. Και δεν θέλανε να βάλουνε τα παιδιά καπνά. Σου λέει: «Θα φύγουμε, να πάμε να δουλέψουμε». Και ήρθαν τώρα οι ηλικιωμένοι άνθρωποι εδώ πέρα, άλλοι έτσι, άλλοι αλλιώς. Τι θαρρείς; Δούλεψαν, δούλεψαν κάνανε τα παιδιά τους κάτι, δημιουργήσανε. Κι ένας ένας μας χαιρετάνε και φεύγουνε.

Ε.Μ.:

Ο μπαμπάς μου πέθανε το '53. Πολύ νέος. Από το ζάχαρο πέθανε. Δεν είχε χάπια τον καιρό εκείνο που αρρώστησε ο μπαμπάς μου από το ζάχαρο. Ολόκληρη Περιφέρεια, εδώ, Σταυρουπόλεως, Σταυρούπολη, Δαφνώνα, Ξάνθη δεν είχε πολύ κόσμο με ζάχαρο. Δεν είχε βγει. Μετά, έγινε, το ζάχαρο βγήκε. Δεν είχε ζάχαρο. Και πήγαινε από τον Εχίνο κι έφερνε ασπρόχορτο, να βάλει, να βράζει, να πίνει. Δεν είχε χάπια. 

Σ.Μ.:

Τι είναι το ασπρόχορτο;

Ε.Μ.:

Να, έχω ένα χόρτο έξω. Μας το είπε ένας από τον Ασά Μαχαλά της Ξάνθης ένας: «Ελάτε να σας δώσω -λέει- μια ρίζα να φυτέψετε ασπρόχορτο!». Είναι για το ζάχαρο. Κι αυτό το βράζω, το πίνω σαν τσάι και κάνει καλό για το ζάχαρο. Πολύς κόσμος το πίνει αυτό το χόρτο. Είναι πικρό όταν το βράζεις το τσάι αυτό. Γίνεται τσάι, αλλά γίνεται λίγο πικρό είναι. Κι ό, τι πικρό είναι -λέει- κάνει καλό για το ζάχαρο. Αυτό ειδικά το χόρτο από εκείνα τα χρόνια το ξέρω, γιατί εδώ, στην περιφέρειά μας, δεν είχε τέτοια ρίζα χόρτο. Και πήγαινε ο μπαμπάς απ' τον Εχίνο και το πήρε, αυτό το χόρτο. Του το 'δωσαν από 'κει οι Πομάκοι που ήτανε επάνω. 

Σ.Μ.:

Θα μου πεις άλλη μία ιστορία;

Ε.Μ.:

Ιστορία άλλη; 

Σ.Μ.:

Παραμύθι!

Ε.Μ.:

Παραμύθι; Τώρα θα σου πω άλλο παραμύθι. Κάτσε να σου πω! Να πω τώρα την Τριοπόδα! Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρία παιδιά. Τρία αγόρια. Μετά από κάμποσα χρόνια, έκανε κι ένα κορίτσι. Το κορίτσι, όμως, δεν βγήκε καλό. Βγήκε σαν φάντασμα ήταν το κορίτσι που έγινε του Βασιλιά. Πιο μπροστά, αλλά τα παιδιά τα είπε... Αυτή ήταν; «Άμα παντρευτούν, όποιος έρθει, κουτσός στραβός -ή άλλο είναι εκείνο το παραμύθι τώρα;- να παντρέψετε τις αδερφές σας!». Α! Αυτά ήταν. Ο Βασιλιάς! Ο Βασιλιάς είχε τρεις κόρες κι είχε και τρία αγόρια. Το ένα το κορίτσι δεν βγήκε καλό. Βγήκε σαν να ήτανε δράκος, σαν να ήτανε αυτό. Έτρωγε ανθρώπους. Ήταν μικρό στην κούνια ακόμη και χανόνταν τα ζώα μέσα από τα άλογα του Βασιλιά. Χανόνταν. Αυτό σηκωνόταν κι έτρωγε. Ζώα έτρωγε. Γκρέμαγε τους τοίχους να βρει ποντίκια, να βρει τέτοια. Καμιά φορά, τρελάθηκε, τ' αδέρφια του Βασιλιά. Όχι! Στάσου! Το 'κανα λάθος τώρα, εγώ αυτό! Το 'κανα λάθος! 

Σ.Μ.:

Δεν πειράζει! Πάρε το χρόνο σου! 

Ε.Μ.:

Ναι! Απ' την αρχή να το πούμε, να το σβήσεις;

Σ.Μ.:

Ναι! Ήταν τρία αδέρφια. Τρεις κοπέλες. Και είπε ο Βασιλιάς: «Εγώ παιδιά, μεγάλωσα. Όποιος γαμπρός θα 'ρθει, να ζητήσει τις αδερφές σας, θα τις παντρέψετε! Δεν θα πείτε όχι! Όποιος έρθει!». Πάει ένας που ήτανε κουλός! Που το χέρι του ήτανε στραβό! Πάει ο ένας, ζητάει την Βασίλισσα, λέει: «Πού ήρθες εσύ να ζητήσεις την αδερφή μας, με το χέρι που είναι στραβό, ζαβό;». Λέει ο ένας: «Να φύγεις!», του λέει ο μεγάλος αδερφός. Ο δεύτερος λέει: «Τι είπε ο πατέρας; Ότι όποιος έρθει, θα τις δώσουμε τις αδερφές, ό, τι και να είναι!». Την δώσανε την μεγάλη την κόρη. Την παντρέψανε. Παντρεύουνε και την δεύτερη. Και η τρίτη ήτανε, που έγινε άρρωστο. Που έγινε δράκος. Που γεννήθηκε φάντασμα -ας πούμε- γεννήθηκε κάτι άλλο. Δεν γεννήθηκε άνθρωπος! Ήταν σαν άνθρωπος. Αλλά είχε την δύναμη να τρώει, να ξεσκιάει [ξεσκίζει], να ρημάζει τον κόσμο. Ναι. Παντρευτήκανε οι αδερφές. Αυτές σαν σύννεφο, μόλις παντρευτήκανε, πετάξανε και φύγανε. Πήρανε τους άντρες τους απ' τον γάμο, απ' την εκκλησία, εξαφανιστήκανε! Πέρασαν χρόνια, παντρεύτηκαν τ' αγόρια, έμεινε τώρα το αγόρι το μικρό. Λέει ο μικρός: «Θα πάω να βρω τις αδερφές μου! Πού είναι; Φύγαν, παντρευτήκανε και δεν τις είδαμε ξανά!». Εντωμεταξύ αυτό το μικρό κορίτσι που ήταν στην κούνια και το κοίταζαν οι υπηρέτριες αυτές, μία μία χανόντανε. Τις έτρωγε! Κι ο αδερφός δεν πήρε είδηση. Άρχισε να γρατζουνάει τα ντουβάρια, να βρίσκει τα ποντίκια. Να ξεσκάει το ένα το μέρος, το άλλο. Πήρε το δρόμο να πάει να βρει τις αδερφές, ο αδερφός. Κι αυτή η αδερφή τον ακολούθησε από πίσω, να πάει να τον πιάσει, να τον φάει, τον αδερφό. Σου λέει: «Πού πάει ο αδερφός μου και δεν τον έφαγα ακόμη!». Φτάνει στο τέλος του χωριού, στην πόλη που ήταν βασιλιάδες. Εκεί είχε ένα δέντρο και προλαβαίνει κι ανεβαίνει απάνω στο δέντρο. Εντωμεταξύ, ο Βασιλιάς αυτός ο νεαρός, είχε τρία σκυλιά. Το Ασλάνι, το Καπλάνι και το Χρυσό Λαγωνικό. Μόλις ανέβηκε απάνω στο δέντρο και πήγε η αδερφή από κάτω και το κουνούσε το δέντρο, ό, τι και να την έλεγε ο αδερφός, δεν καταλάβαινε. Ήταν άγριο πράμα. Φωνάξαν τα σκυλιά του. Αυτά ακούσανε. Λέει το αφεντικό, λέει το σκυλί το μεγάλο: «Το αφεντικό μας φωνάζει!». Το ακούει κι ο δεύτερος κι ο τρίτος. Και τρέξανε με μιας, να παν να τον προλάβουν. Τρέχουν και πάνε στο δέντρο εκείνο. Και λέει: «Πιάστε το και ξεσκίστε την!», είπε έτσι στα σκυλιά του. Και την πιάνουν και την ξεσκίζουν κι εκείνη η κοιλιά είχε μέσα φάει πια πολύ κόσμο, είχε φάει. Κι όλοι βγήκαν απ' την κοιλιά. Αφού τη στρίγκλα, στρίγκλα, λέγανε ότι ήτανε. Και βγήκαν όλοι μέσα που ήταν στην κοιλιά της. Ήταν ζωντανοί ακόμη. Δεν είχαν ξεψυχήσει. Βγήκαν όλοι! Αυτός τότε, πήρε το δρόμο, πήρε τ' άλογό του, πήρε τα σκυλιά του και ξεκίνησε. Χώρα άφηνε, χώρα έπιανε. Μέχρι που βρήκε να πάει. Φτάνει μια μέρα, σ' ένα μέρος που ήτανε ένα παλάτι εκεί, μοναχικό. Κι ήτανε πολύ μεγάλο. Σταματάει τ' άλογο του και το δένει εκεί πέρα ο Βασιλιάς. Και βλέπει μια που κατεβαίνει απ' το παλάτι. Λέει: «Ψάχνω -λέει- να βρω την Βασίλισσα την αδερφή μου -λέει- που είχε παντρευτεί, μήπως είναι εδώ -λέει- μήπως;». Ανεβαίνει απάνω και λέει: «Κυρία, κυρία είναι κάποιος κάτω -λέει- και σου μοιάζει! Και σου μοιάζει!». Κατεβαίνει η αδερφή με χαρά, τρέχοντας την σκάλα. Λέει: «Πού είναι;». «Να, εκεί στη βρύση -λέει- έδεσε τ' άλογο του!». Πηγαίνει η κοπέλα: «Αχ αδερφούλη μου, πού ήσουνα που ήρθες;». Ήταν η αδερφή! «Ήρθες -λέει- εδώ πέρα. Αχ, δεν ξέρεις -λέει- που έχω άντρα δράκο -λέει- κι άμα θα 'ρθει το βράδυ θα σε φάει! Τι να σε κάνω;», λέει.  Αλλά κι αυτή είχε ένα μαγικό. «Θα σε δώσω ένα χαστούκι, θα σε βάλω -λέει- μες στο μπαούλο, θα σε κάνω ένα μήλο και τ' άλογό σου και σένα και θα σε κρύψω -λέει- θα φύγει εκείνος στο[01:00:00] βουνό και θα φύγεις!». Λέει: «Μήπως ξέρεις πού είναι η άλλη αδερφή μου;». «Στο άλλο βασίλειο είναι η άλλη αδερφή μας», λέει. Η άλλη. Είπε και την ιστορία για την μικρή την αδερφή που ήταν τέτοια. Ενώ δεν το πρόλαβε. Οι μεγάλες οι αδερφές δεν την είδαν την μικρή, που έγινε τέτοιο φάντασμα που ήτανε. Έκατσε εκείνο το βράδυ. Έρχεται ο Δράκος απ' το βουνό. Λέει: «Γυναίκα, εδώ -λέει- ανθρώπινο κρέας μυρίζει». «Πού βρέθηκε, βρε άνθρωπε μου, το ανθρώπινο κρέας εδώ πέρα; Κουτσό πουλί δεν έρχεται! Εδώ που είμαστε εμείς δεν βλέπω άνθρωπο -λέει- και θα 'ρθει -λέει- ανθρώπινο κρέας; Ποιο;». «Μπα! Μυρίζει -λέει- μυρίζει!». Καθίσανε, αυτός ξεψάχνιζε τα δόντια του, έβγαζε κόκαλα απ' το, που έτρωγε λαγούς και αυτά στο βουνό. Ξεψάχνιζε τα δόντια του. Έλεγε η γυναίκα: «Αχ, άντρα μου, να σου πω κάτι -λέει- αν ερχόταν ο αδερφός μου ο μεγάλος, θα τον άφηνες να 'ρθει;». Γιατί δεν τον ήθελε για γαμπρό ο μεγάλος, όταν πήγε. Λέει: «Όχι! Δεν θα τον ήθελα!», λέει. «Ο δεύτερος;». «Κι ο δεύτερος!». «Αν θα 'ρθει ο τρίτος;». «Τον τρίτο -λέει- δεν θα 'χω θέση πού να τον βάλω να καθίσει». Γιατί είπε να την πάρει, να τον πάρουν τον γαμπρό είπε ο τρίτος ο αδερφός.  Ό, τι είπε ο μπαμπάς. Κι αυτοί ήταν πλούσιοι οι δράκοι. Αλλά ήταν δράκοι. Είχαν περιουσίες πολλές και τέτοια. Αλλά δεν ήταν άνθρωπος. Όλη μέρα με το βουνό, κυνήγι στο κυνήγι ήτανε και έτρωγε λαγούς και πουλιά. Ό, τι έβρισκε στο βουνό, ο άντρας της, ο Δράκος. Λέει από 'δω, λέει: «Αν θα 'ρθει ο αδερφός σου, ορκίσου -λέει- ότι δεν θα τον κάνεις τίποτε». Ορκίζεται ο Δράκος ότι δεν θα τον πειράξει και χτυπάει τον αδερφό της με το αυτό και τον κάνει πάλι άνθρωπο και το άλογο το έριξε κάτω απ' το σπίτι. Και κατεβαίνει ο Δράκος χαρά πασχαλιά και τον χαιρέτησε και τον αγκάλιασε και τον φίλησε και τον φιλοξένησε, ο Δράκος. Μετά λέει: «Η άλλη αδερφή σου είναι στο άλλο το βασίλειο, πιο πέρα. Θα πας, αδερφέ, αλλά εκεί έχει -λέει- η αδερφή μας έχει -λέει- ένα άλογο που είναι τρία πόδια και μιλάει. Κι αν θα πας -λέει- θα έχεις φόβο μη σε φανερώσει». «Ο Δράκος θα είναι στο βουνό τώρα. Ακόμα δεν θα ήρθε», λέει. «Θα πάω -λέει- κι ό, τι γίνει! -είπε ο αδερφός- Θα πάω να βρω την αδερφή μου! Κι ό, τι γίνει! Εγώ θα πάω!». Καθίσανε με τον Δράκο, τα είπανε στο σπίτι. Όλα καλά, κοιμηθήκανε, κάνανε. Την άλλη μέρα ξεκίνησε ο Βασιλιάς να πάει να βρει την άλλη την αδερφή. Φτάσανε στο μέρος αυτό το παλάτι. Πάει εκεί, η αδερφή καθότανε στο παράθυρο κι ήταν πάρα πολύ όμορφη! Κι είχε ωραία μαλλιά, μακριά και σγουρά! «Αχ! αδερφή, αδερφή!», λέει αυτός. «Αχ, αδερφέ!». Χαρά πασχαλιά! «Πώς να 'ρθεις -λέει- που περιμένω τον άντρα μου, να 'ρθει τώρα -λέει- απ' το βουνό και είναι δράκος. Να μην σε κάνει κάτι και σε φάει. Φοβάμαι! -λέει- Πάνε στην αδερφή απόψε και έλα αύριο το πρωί που θα φύγει», λέει. Εντωμεταξύ τον πήρε χαμπάρι η Τριοπόδα. Ερχόταν ο Δράκος από το βουνό και ακούει την Τριοπόδα να λέει: «Αφέντη, αφέντη η κυρά μας θα φύγει». «Πού θα πάει; Όπου πάει θα την πιάσουμε. Θα την πάρουμε», λέει. Τέλος πάντων. Έφυγε ο Βασιλιάς, γλύτωσε εκείνο το βράδυ, δεν τον έπιασε ο Δράκος. Την άλλη μέρα πήγε αυτός στο βουνό, πάει, πάει στην αδερφή, του έδωσε πολλά λεφτά, του έδωσε πάρα πολλά χρήματα, η αδερφή. Ένα σακούλι χρήματα του έδωσε του Βασιλιά. «Να κάνεις αδερφέ το, να παντρευτείς και να κάνεις την οικογένειά σου. Και να είσαι καλά! -τον είπε- Εμείς είμαστε καλά, αλλά είναι οι άντρες μας είναι δράκοι. Στο βουνό γυρίζουνε όλη μέρα». Δηλαδή, είχε προσωπικό κόσμο στο σπίτι του, στο σπίτι. Αλλά τον άντρα δεν τον έβλεπε. Αυτός ερχόταν και ξεψάχνιζε κι έβγαζε πόδια και αυτά και πλάτες απ' τα ζώα, τα άγρια που έτρωγε, ο Δράκος. Πάει στην αδερφή. Την χάρηκε την αδερφή. Τον φιλοξένησε. Την άλλη μέρα, όλα καλά, η Τριοπόδα φώναζε από κάτω. «Άκου, αδερφέ, τι θα σου πω -λέει- τώρα. Η Τριοπόδα είναι, θα γεννήσει τώρα -λέει- και θα κάνει πουλαράκι με τέσσερα πόδια. Με τέσσερα πόδια. Θα πας να πάρεις χρυσά πέταλα. Θα πάρεις μια σέλα χρυσή. Και καπίστρι χρυσό. Θα γεννήσει κάτω στην παραλία, στη θάλασσα. Θα γεννήσει στην αμμουδιά εκεί. Και θα πας -λέει- να πάρεις την ώρα που θα βγαίνουν τα ποδαράκια του αλόγου, που θα γεννάει, θα το πεταλώσεις το πουλαράκι. Θα το βάλεις και την σέλα και όλα και θα το πάρεις στα τέσσερα και θα 'ρθεις εδώ. Και θα με πάρεις να φύγουμε!». Έδωσε λεφτά μπόλικα αυτή. Φόρτωσε ένα άλογο χρήμα στον αδερφό της. Να τον παρατήσει ήθελε τον Δράκο, να φύγει. Δεν τον ήθελε πια τον Δράκο, η αδερφή. Να φύγει με τον αδερφό της. Να πάει. Η Τριοπόδα πήγε στην παραλία. Την πιάσανε οι πόνοι να γεννήσει. Να γεννήσει το πουλαράκι. Όπως τον είπε η αδερφή, τα ετοίμασε ο Βασιλιάς. Πήγε, το πετάλωσε το πουλαράκι, του 'βαλε και την σέλα. Περπατούσε πια. Το 'κανε καβάλα στα τέσσερα. Αυτό έτρωγε, πετούσε. Η φοράδα δεν έτρεχε. Με τρία πόδια ήτανε. Αλλά μιλούσε. Και ήταν και δυνατή κι αυτή. Είχε την χάρη να μιλάει.  Και πάει στο σπίτι και λέει: «Αφεντικό, αφεντικό η κυρά μας πάει! Φεύγει!». «Πού πάει; Όπου και να πάει θα την πιάσουμε! Θα την προλάβουμε!», λέει. «Τώρα δεν μπορούμε αφεντικό, να την προλάβουμε -λέει- γιατί γέννησα το παιδί μου με τέσσερα πόδια. Και έκανε καβάλα το δικό μας το πουλαράκι και φεύγουν τώρα -λέει- και φύγανε! Και φεύγουν!». Αυτός κάνει, κάνει καλά ο Δράκος, έκανε το... Σηκώθηκε, την κάνει καβάλα την Τριοπόδα. Άρχισε να τρέχουν να τους προλάβουν. Αλλά εκείνο πετούσε το πουλαράκι. Καμιά φορά, πέρασε από την άλλη όχθη, που δεν είχε το δικαίωμα να περάσει ο Δράκος. Ήταν αλλουνού, σε άλλο κράτος. Δεν μπορούσε να περάσει ο Δράκος από την άλλη μεριά. Πέρασαν απ' την άλλη μεριά. Λέει, λένε στην Τριοπόδα: «Κοίτα -λέει- που έχεις έναν μαύρο, μαύρο, αράπη πάνω σου -λέει- δεν του δίνεις -λέει- μια να πέσει κάτω, να τον σκοτώσεις τον Δράκο -λέει στην Τριοπόδα- και να 'ρθεις στο παιδί σου από δω μεριά;», λέει ο Βασιλιάς. Κάνει, χλιμιντράει η Τριοπόδα. Σηκώνεται όρθια. Και μια ρίχνει τον Δράκο και τον σκότωσε! Κι έφυγε η αδερφή μαζί με τον αδερφό αυτόν. Έφυγε και πήγαν στην Αθήνα. Και ζήσανε καλά. Και ζήσανε πλούσια κι ωραία! Ωραίο δεν ήτανε;

Σ.Μ.:

Πολύ ωραίο!

Ε.Μ.:

Μπράβο! Αυτό! Είπαμε και την Βρωμού, είπαμε και το τέτοιο, είπαμε και την ζωή μας, πώς περνούσαμε. Καλά περνούσαμε! Δεν ξεχωρίζαμε φαγητά. Ό, τι μας έβαζε η μαμά μας, τρώγαμε. Όχι όπως τώρα: «Δεν θέλω απ' αυτό. Δεν θέλω από εκείνο». Τώρα θέλουνε διάφορα να φάνε. Και μεγαλώναν τα παιδιά έτσι και γίνανε θηρία, γίνανε. Όλα με μπόγια γινόνταν και καλά γίνανε. Τώρα που λένε να τρώνε τα παιδιά να μεγαλώσουνε, εκείνο να φάνε τις βιταμίνες, να φάνε εκείνο, να φάνε το άλλο. Δεν είχε βιταμίνες. Τραχανάδες τον χειμώνα. Πρωί πρωί αντί για γάλα, τραχανά. Κάθε ένας έτρωγε τραχανά στο πιάτο του. Τρίβαμε και τυριά και τραχανά, βούκες μέσα και τρώγαμε από ένα πιάτο. Και χορταίναμε και κάθε ένας πήγαινε στην δουλειά του. Άλλος θα πήγαινε στα ζώα. Άλλος θα πήγαινε από 'δω, άλλος θα πήγαινε από 'κει να κάνει την δουλειά. Όχι τον καφέ και το γαλατάκι τώρα, το γαλατάκι. Δεν είχε τέτοια, πουλάκι μου. Δεν είχε. Δεν είχε. Δεν μας κάνανε οι μάνες μας. Και καμιά φορά που ζυμώνανε, που δεν μπορούσε να κάνει φαγητό, έκανε κανά ταψί κολοκύθια. Έκοβε κολοκύθες μεγάλες, μεγάλες φέτες, έριχνε και σκόρδο και ντομάτα μέσα και μαϊντανό, το 'κανε πλακί μέσα στο φούρνο, χωρίς τίποτα άλλο. Μόνο με κολοκύθι. Όχι τίποτα άλλο μέσα. Και τρώγαμε το μεσημέρι να χορτάσουμε. Τι θα τρώγαμε. Αυτό ήτανε το φαΐ. Δεν είχε άλλο φαΐ. Αυτό. Καμιά ελιά, κανά λίγο τυρί, λίγο τέτοιο και συμπληρώναμε το γεύμα, για να χορτάσουμε. Στα χωράφια παίρναμε το φαγητό, την φασολάδα, παίρναμε σαρδέλες αρμυρές, παίρναμε παντζάρια σαλάτα με σκορδαλιά και δώσ' του τρώγαμε. Καθόμασταν κάτω απ' τα δέντρα και τρώγαμε το μεσημέρι, στο χωράφι όταν ήμασταν. Μακριά τα χωράφια, δεν μπορούσες να πας στο σπίτι να φας. Και το έφερνε η μαμά στο χωράφι το φαΐ και τρώγαμε εκεί το μεσημέρι. Σηκωνόμασταν μετά λίγο με την δροσίτσα και φυτεύαμε ξανά καπνά και ξαναφεύγαμε. Και φτου απ' την αρχή το πρωί! Μετά βγήκε η Γερμανία κι ο κόσμος παράτησε τα καπνά και σηκώθηκαν και φύγαν πολλοί στην Γερμανία. «Πάτε να ξεψωριάσετε! -λέγανε- Να ξεψωριάσετε!», κλαίγανε ο κόσμος που φεύγανε. Κλαίγανε. Κλάμα! Τους ξεβγάζαμε στ[01:10:00]η στάση να φύγουν με το τρένο, να φύγουν. Έλεγε ένας γείτονας εκεί: «Άντε, μωρέ, μην κλαίτε! Πάτε να ξεψωριάσετε λίγο!». Έτσι έλεγε! «Πάτε να ξεψωριάσετε! Λίγο να δουλέψετε! Να δείτε την άκρη σας!». Κι ερχόταν ο κόσμος πια και φέρνανε βαλίτσες και φέρνανε βαλίτσες. Πράγματα. Να τα βάλουν πότε άραγε; Όταν θα 'ρθουν στα εξήντα πέντε! 

Σ.Μ.:

Θυμάσαι να μου περιγράψεις όσο πιο, με μεγαλύτερη λεπτομέρεια μπορείς μία μέρα που σηκωνόσασταν, πηγαίνατε στα χωράφια, γυρνούσατε-

Ε.Μ.:

Ναι! 

Σ.Μ.:

Να μου την πεις με λεπτομέρεια, όσο θυμάσαι. 

Ε.Μ.:

Πουλάκι μου, έτσι ήτανε. Το καθημερινό μας ήτανε. Όταν άρχιζε η φυτεία, καθημερινώς πηγαίναμε στα χωράφια. Μέχρι να τελειώσει η φυτεία, να βάλουμε τα χωράφια αυτά, που βάζαμε καπνά. Πέντε χωράφια βάζαμε; Τέσσερα χωράφια βάζαμε; Πηγαίναμε το πρωί, βγάζαμε φιντάνι, το φιντανάκι αυτό που βγάζαμε, το καπνό έπρεπε να το φυτέψουμε το βράδυ. Τα βάζαμε σε μπόγους, σε κάσες, αυτό το πράγμα, κι ήταν τόσο φιντανάκι ήτανε. Δώδεκα πόντων, να, τόσο ήτανε! Δέκα πόντων. Και με την φυτευτήρα, το φυτεύαμε! Φυτεύαμε μισοί και μισοί ποτίζανε. Ανάλογα πόσα άτομα ήμασταν στη φυτεία, ο ένας πότιζε από πίσω με την ποτιστήρα. Ποτίζαμε το καπνό, σειρές σειρές, το ποτίζαμε για να πιάσει. Γιατί είχε πολλή ζέστη. Αφού απ' την πολλή την ζέστη πολλές φορές ξεραίνονταν τα φύλλα. Αλλά το βράδυ ζωντάνευε ο κορμός ήτανε γερός. Το φύλλο μπορεί να ξεραινότανε, αλλά το βράδυ ήταν καλό. Το πρωί σηκωνόταν το καπνό όλο! Σε σειρά ήτανε. Έπιανε το καπνό όλο, στη σειρά. Αφού ξετινάζονταν τα καπνά λίγο και μεγαλώνανε λίγο, αρχίζαμε την τσάπα. Τελειώναμε την φυτεία, και μετά με το τσαπάκι πηγαίναμε και τσαπίζαμε τα καπνά. Γιατί έβγαζε χόρτο. Έπρεπε να τα τσαπίσουμε. Να μην έχει χόρτα ανάμεσα στα, που θα πας να σπάσεις το χόρτο, το καπνό. Γιατί, παίρνει την δροσιά, την παίρνει το χόρτο μέσα. Την ζωηράδα που θα μεγαλώσει το καπνό. Έπρεπε να είναι καθαρά μέσα, τα χωράφια. Στο τέλος μας βάλανε να ξεπατώνουμε και τις καπνουλιές. Μετά. Τελευταία. Στις αρχές δεν μας το κάνανε αυτό. Το κράτος ερχόταν κι έλεγε: «Πρέπει να τα καθαρίσετε τα χωράφια!». Να βγάζουμε τις καπνουλιές απ' τα χωράφια. Και τα χεράκια μας πρήζονταν ανάμεσα εδώ. Βγάζαμε, καρουμπαλιάζανε εδώ μέσα τα χέρια, οι χούφτες. Βγάζαμε τις καπνουλιές απ' το χωράφι. Γιατί μας λέγανε να τα βγάλουμε αυτά; Τάχα για τα χωράφια, να μην κάνει πατάτα. Έκανε πατάτα, κάτι πατάτα που δεν γινόταν καλό το καπνό. Το λέγανε έτσι. Από κάτω απ' τη ρίζα της καπνιάς, έβγαζε κάτι στρογγυλά πατατάκια. Και τα ξεπατώναμε τα χωράφια. Πηγαίναμε γρήγορα, γρήγορα, τις βγάζαμε και τα χέρια μας πρήζονταν που τα τραβούσαμε, τα ξεπατώναμε απ' τη ρίζα και τα πετούσαμε. Δεν ήταν εύκολη δουλειά. Μπορεί πολύ δύσκολη να μην ήταν όταν το φύτευες ή που το έσπαζες. Αλλά ήταν συνεχώς αυτό το πράγμα. Μήνες. Αρχίζαμε απ' το Μάρτιο τα γιαστίκια.  Τελειώναμε τον Ιούνιο, Ιούλιο. 20 Ιουλίου τελειώναμε την φυτεία. Μετά άρχιζε η τσάπα. Τσαπίζαμε και πρώτο χέρι και δεύτερο χέρι. Και μετά άρχιζε το καπνό. Το σπάσιμο. Να το βελονιάσουμε, να το κάνουμε. Τελάρα είχαμε στις αυλές. Τα βγάζαμε τα τελάρα και τ' απλώναμε να στεγνώσουνε με τις τσατάλες [στηρίγματα]. Έπρεπε ένας να είναι το πρωί να βγάλει τα τελάρα στον ήλιο. Κι έτσι ήτανε δύσκολα τα πράγματα. Τώρα τα παιδιά πάνε στα σχολεία, χαρές πασχαλιές. Άντε εκείνο, άντε βόλτες. Εμείς που δεν πηγαίναμε στα σχολεία, τραβούσαμε τα παιδιά στο χωριό! Μας πηγαίναν στα χωράφια. Δεν μας αφήνανε. Πηγαίναμε στα χωράφια. Αλλά δεν μας ένοιαζε, γιατί είχαμε συνηθίσει πια. Κι ήταν οι γειτονιές εκεί, τραγουδούσαμε, κάναμε. Χαρές πασχαλιές! 

Σ.Μ.:

Θυμάσαι κανένα τραγούδι -μια που το ανέφερες- να μου πεις;

Ε.Μ.:

Δεν ξέρω τώρα τραγούδια. Τα ξέχασα. Του δημοτικού τραγουδούσα. Του δημοτικού τραγούδια έλεγα. Ήξερα άλλα τραγούδια; Δεν ήξερα. Ούτε ράδιο δεν είχαμε. Μετά πήραμε ένα τρανζίστορ. Κι όλη μέρα το είχαμε κι έπαιζε. Στην αρχή δεν είχαμε. Του σχολείου τραγούδια λέγαμε. Του δημοτικού. Έτσι περνούσαμε τον καιρό μας. Γάμοι γίνονταν, πολλοί γάμοι, γιατί παντρευόταν ο κόσμος τότε πολύ. Δεν είναι τώρα που δεν παντρεύονται τα παλικάρια. Μόλις τελείωναν τον στρατό, όλοι παντρεύονταν. Κάνανε γάμο. Και με μια κότα μπορούσανε να κάνουνε γάμο. Αποβραδίς ετοιμάζανε κάτι κεφτεδάκια, κάτι τέτοια, κάνανε ένα χορό στο σπίτι, ένα γλέντι. Την άλλη μέρα πήγαινε ο γαμπρός να πάρει την νύφη από το σπίτι, η πεθερά έβγαζε αυγό χτυπημένο, φούστουρο το λέγανε οι Πόντιοι. Το λέγανε φούστουρο. Το αυγό. Ομελέτα. Το λέγανε φούστουρο. «Γαμπρέ, φούστουρο τρως;», έλεγε η πεθερά, έβγαινε με τον δίσκο να κεράσει τον γαμπρό, όταν πήγαινε να πάρει την νύφη. Και εμείς δεν το είχαμε αυτό, οι Μικρασιάτες. Αυτό το, όταν πήγαινε ο κουμπάρος να πάρει την νύφη με τον γαμπρό, που την νύφη, δεν είχαμε τέτοιο. Τον κερνούσανε κάτι άλλο. Αλλά, δεν κάναμε φούστουρο. Οι Πόντιοι το κάνανε το φούστουρο. Κάνανε μια ομελέτα κι είχαν και ούζο, μικρά ποτηράκια στο, στον δίσκο. Και «Γαμπρέ, τρως φούστουρο;». «Τρώω!», λέει ο γαμπρός. Του 'δινε μια μπουκιά η πεθερά στο στόμα του γαμπρού. Ύστερα, πήγαιναν να πάρουνε την νύφη. Δέναν την πόρτα τα κορίτσια που στολίζαν την νύφη, δεν αφήναν να την πάρουν την νύφη έτσι. Έλεγαν: «Θέλαμε, αν αξίζει να πάρετε την νύφη». Ζητούσε λεφτά απ' τον κουμπάρο. «Για να πάρεις την νύφη, θα πρέπει να πληρώσεις! Έλα να πάρεις την νύφη!». Κλείναν την πόρτα. «Τόσα θέλουμε, τόσα θέλουμε». Ζητούσαν τα κορίτσια λεφτά. Έδινε ο κουμπάρος και την παίρναν την νύφη. Άνοιγαν την πόρτα. Αλλιώς, αν δεν 'δίναν, δεν την άνοιγαν την πόρτα. Κάνανε λίγο σαματά εκεί για την νύφη, όταν την παίρνανε ο γαμπρός την νύφη. Θέλανε τα κορίτσια που την στολίζανε την νύφη να τους δώσει κάτι. Τώρα παίρνουν κομμωτήριο, κάνουνε. Πρώτα, τα κορίτσια την στόλιζαν την νύφη. Τώρα πάει η κομμώτρια και χτενίζει την νύφη. Ή θα πάει στο κομμωτήριο η νύφη να χτενιστεί. Παλιά εκεί, γινόταν, την στόλιζαν την νύφη τα κορίτσια, την χτένιζαν, την έκαναν. 

Σ.Μ.:

Και στον δικό σου γάμο έγινε αυτό;

Ε.Μ.:

Όχι. Εγώ σε μια βδομάδα παντρεύτηκα, σου λέω. Με πήγαν εκεί, με παντρέψαν κατευθείαν, στη Δράμα έγινε ο γάμος. Έγινε ο γάμος στη Δράμα. Πήγαμε στην Αγία Σοφία εκεί, είχαμε έναν παπά και δεν, ήταν και 11 Μαρτίου ήταν και, ήτανε Σαρακοστή και δεν γινόταν και γάμος και βγάλανε, ο παπάς μας έδωσε το χαρτί και παντρευτήκαμε. Δε φοβήθηκε ο παπάς. «Έλα, θα δώσω εγώ το χαρτί! -λέει- Θα παντρευτείτε!». «Νύφη, νύφη -πηγαίναμε- νύφη, νύφη!», φωνάζανε απ' το δρόμο με το ταξί που πηγαίναμε. «Νύφη, νύφη!». Τάκα τούκα. Ούτε κουμπάρες, ούτε... Κουμπάρα είχα. Αλλά δεν είχα να κλείσουμε την πόρτα και να κάνουμε.  Φόρεσα το νυφικό απ' το σπίτι κατευθείαν και πήγαμε. Η μαμά κι ο αδερφός μου πήγαμε μόνο στη στέψη. Κανένας άλλος δεν πήγε, ήρθε! Ήταν η κουμπάρα, ήταν της Φωφώς, η θεία η Ζωή, ο άντρας της, στη Δράμα έγινε η στέψη. Αυτοί είχανε έρθει! Η μαμά μου κι ο αδερφός μου ο μεγάλος ήταν στον γάμο. Μόνο! Γιατί έγινε κρυφά ο γάμος, για ν' απολυθεί ήθελε. Να του δώσουν την ληξιαρχική πράξη γάμου μετά στην υπηρεσία του, για ν' απολυθεί. Ναι, δεν έγινε φανερός ο γάμος. Σαν έγινε κρυφός. Και έγινε ο γάμος σε μια βδομάδα. Κορίτσι μου! Ο θείος μάτσα μούτσα, ακόμα δεν με είχε δει, με τρέλανε στα φιλιά. Αυτά τα νέα μας!

Σ.Μ.:

Θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο;

Ε.Μ.:

Τι να πω, πουλάκι μου, άλλο; Όλα τα κάνουμε μισά μισά τα λέμε. Δεν τα λέγαμε-

Σ.Μ.:

Δεν πειράζει!

Ε.Μ.:

Μισά μισά. Άλλο, τι να πω τώρα; Άλλο;

Σ.Μ.:

Δεν πειράζει! Μπορεί να σου έρθει κάτι σε λίγο. Θα το ξανανοίξουμε και θα τα πούμε. Εδώ είμαστε. Αλλά σ' ευχαριστώ πάρα πολύ! 

Ε.Μ.:

Τίποτα, πουλάκι μου! Τίποτα! Δεν ήταν τίποτα! 

Ε.Μ.:

Ναι. Η γιαγιά μου. Η γιαγιά μου ήταν πολύ φιλόξενη. Από την μάνα μου πιο πολύ, πιο φιλόξενη ήτανε. Η μαμά μου δεν ήταν τόσο φιλόξενη. Η γιαγιά μου ήταν. Έπρεπε όποιος θα 'ρθει, πρέπει να τον κεράσει κάτι. Ακέραστος δεν έφευγε από το σπίτι! Αν έβλεπε και κανένα παιδάκι που ήθελε λίγο ψωμάκι να του δώσει, κάτι να του δώσει, έπρεπε να του δώσει. Γιατί στην πατρίδα της έλεγε ότι ένα παιδάκι -λέει- πήγε σ' ένα σπίτι την ώρα που τρώγανε και δεν το φωνάξανε να φάει κι εκείνο. Να του πούνε: «Έλα πουλάκι μου, κάθισε στο τραπέζι να φας μια βούκα φαγητό!», που είχανε αυτοί. Το ξεχάσαν κι αυτοί. Κάτι. Σου λέει: «Θα πάει στο σπίτι του να φάει αυτό.» Δεν το φωνάξαν το παιδί. Και λιμπίστηκε που τρώγανε. Και μετά το παιδάκι κάνει: «Π[01:20:00]άπου νιανιά!». Αφού φάγανε. Εκεί στο σπίτι. Είπε: «Τελειώσαν τα νιανιά. Το φαΐ τελείωσε». Κι έπεσε, λιγοθύμησε το παιδάκι. Και το τρέχανε μετά στο γιατρό το παιδί. Και το 'λεγε η γιαγιά μου αυτό. «Μην τυχόν έρθει κανείς στο σπίτι σας και τα παιδάκια λιμπίζονται. Δώσ' του λίγο, κάτι. Ό, τι έχεις! Λίγο ψωμάκι, κάτι. Λίγο ζάχαρη και ψωμί. Ό, τι έχετε. Δεν ήταν ανάγκη να του δώσετε κάτι. Τα παιδάκια λιμπίζονται!». Προπαντώς, έλεγε τα αγοράκια. Είχε φόβο τ' αγοράκια, έλεγε. «Να μην του πέσει το πραματάκι!». Τα κορίτσια, τα καημένα δεν τα 'λεγε τίποτα. Έλεγε τα αγόρια. «Α! Είναι και αγοράκι το παιδί. Είναι και αγοράκι το παιδί». Έπρεπε να του δώσει κάτι. Και μετά από τριάντα χρόνια βρήκε την αδερφή της, στην Κοκκινιά. Όταν βγήκε ο Ερυθρός Σταυρός, γράψανε και γυρεύανε τα άτομα τους που γυρεύανε. Και η γιαγιά κι αυτή έγραψε για την αδερφή της, την Αθηνά, που την έχασε. Απ' την πατρίδα χωρίσανε, ήταν παντρεμένη εκείνη. Έφυγε απ' το Κερκετζέ. Η γιαγιά μου έφυγε απ' το Κουσάντασι. Ήταν διαφορετικά αυτά, φαίνεται ήτανε εκεί. Κι έφυγε η αδερφή και πήγε στην Κοκκινιά, στην Αθήνα. Και η γιαγιά ήρθε στο χωριό, στον Δαφνώνα. Ήταν απ' άλλο μέρος. Ήρθανε! Κι ο αδερφός της έφυγε στα Τρίκαλα. Με τον αδερφό της δεν ιδωθήκανε. Μετά, έμαθε από την ανιψιά της έμαθε -αφού βρήκε την αδερφή της και πήγε στην Αθήνα- μετά βρήκε, είπε ότι ζούσε ο αδερφός της κι ήταν στα Τρίκαλα. Έφυγε δεκαεφτά χρονών από κει. Την είχε περάσει ένας Τούρκος, φίλος του. Τον πέρασε με το καράβι και τον πήγε στην Μυτιλήνη. Κι από την Μυτιλήνη έφτασε στα Τρίκαλα. Πώς έφτασε εκεί, δεν ξέρω! Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά εκεί.  Κι είχε πολύ ωραία φωνή. Και τον λέγανε έμοιαζε τον Κούμα. Πολύ ωραία φωνή είχε. Αυτός ο θείος. Κι η γιαγιά, βρήκε την αδερφή της, τις ανιψιές της. Χαρά, πασχαλιά! Πήγε και μέχρι σήμερα η Φωτεινούλα που είναι στο Κερατσίνι, με τις εγγονές έχει πάρε δώσε η κόρη μου τώρα, η Φωτεινούλα. Γνωρίστηκε με την Χαρούλα. Έκανε φροντιστήριο στα παιδιά. Ήταν καθηγήτρια γαλλικών η Χαρούλα, η εγγονή της θείας. Κι έκανε φροντιστήριο στα εγγόνια μου. Πολύ καλή η Χαρούλα, λέει. Δεν ξέρω άμα την γνώρισες. Πάρα πολύ καλό κορίτσι. Σε πόσους -λέει- κάνει και στο Κερατσίνι φροντιστήριο! Την γνώρισε η Φωτεινούλα, τους γνώρισε αυτή την κοπέλα και κάνει. Εκεί οι θείες τώρα πεθάναν κι οι γιαγιάδες πέθαναν κι οι θείες πεθάναν. Έμειναν τα εγγόνια μόνο, τώρα.

Σ.Μ.:

Θεία, είχατε κανένα έθιμο -έτσι- πολύ χαρακτηριστικό που θυμάσαι;

Ε.Μ.:

Θυμάμαι τις Απόκριες που κάναμε. Που μαζευόμασταν και τρώγαμε. Κάνανε πίτες οι γονείς μας. Η μαμά μας έκανε πίτες. Πολλές φορές και ανεβατές, όπως με μπιρομαγιά. Ανεβατές πίτες έκανε. Και τις έβαζε και με μέλι και -δε είχαμε και πολύ μέλι- θρεψίνια είχαμε εκείνα τα χρόνια. Θρεψίνια. Πού να το βρίσκαμε και το μέλι! Δεν είχαμε μελίσσια εμείς!  

Σ.Μ.:

Τι είναι αυτό;

Ε.Μ.:

Το θρεψίνι είναι, από σταφύλι γίνεται. Καλούπια. Ήταν τέτοια. Και τρώγαμε πολλή θρεψίνη, τρώγαμε στο ψωμί μας. Γλυκό ήταν αυτό, σαν μέλι ήταν. Κόβαμε κομμάτι επάνω στο ψωμί και το τρώγαμε στη φέτα. Αλλά τα Χριστούγεννα που κάναμε τα χοιρινά, κάναμε και δυο τενεκέδες λίγδα. Λίγδα ήταν το λίπος του γουρουνιού. Και το 'λιωνε η μαμά το λίπος του γουρουνιού και το έκανε, λίγδα το λέγαμε, σαν βούτυρο άσπρο γινόταν. Και κάναμε φρυγανιές στη σόμπα ή στο τζάκι και βάζαμε βούτυρο πάνω στο ψωμί και τρώγαμε. Και τρώγαμε τέτοια πράγματα. Τρώγαμε πολλά. Αλλά τις γιορτές! Τελείωναν οι γιορτές, τελείωνε το γουρούνι. Δεν είχε μετά. Μετά, το Πάσχα! Το Πάσχα κατσικάκι μετά. Το κάναμε γεμιστό. Το κατσικάκι. Ήτανε σμυρνιώτικο αυτό. Της μάνας μας. Το ήθελε, το ήθελε γεμιστό να το κάνει! 

Σ.Μ.:

Πώς το φτιάχνατε δηλαδή;

Ε.Μ.:

Ζεματούσανε τα συκωτάκια -ναι, τα ζεμάταγε, τα έκοβε μικρά, μικρά. Έκανε κρεμμυδάκι, φρέσκο κρεμμυδάκι, ξερό κρεμμυδάκι. Λίγο δυόσμο. Πιπεράκι. Και έβαζε και ρύζι. Και γέμιζε την κοιλιά του κατσικιού. Ανάβαμε φούρνο. Ανήμερα το Πάσχα, φούρνο άναβαν όλες οι γειτόνισσες. Κι είχαν και από ένα κόκκινο αυγό κερνούσανε.  Να τις κεράσει από ένα αυγό κόκκινο έξω από τον φούρνο. Και φουρνίζαν τα ταψιά, τα κατσίκια. Ή αρνί ή κατσίκι. Ό, τι έπαιρνε ο καθένας. Ό, τι είχε! Και το σκέπαζαν το κατσίκι με -αφού βάζαν και πατάτες γύρω γύρω- το γέμιζαν και μέσα με το ρύζι και με τα συκωτάκια, το έβαζαν. Και από πάνω βάζανε -δεν είχε αλουμινόχαρτα τότε, να βάλουν δυο αλουμινόχαρτα ή λαδόκολλες, δεν το ξέρανε- ανοίγανε ένα μεγάλο φύλλο ζυμάρι, βουτυρώνανε το κρέας από μέσα απ' το ταψί και από πάνω το σκεπάζανε μ' ένα φύλλο ζυμάρι. Σαν μεγάλο φύλλο κάνανε. Χοντρό, χοντρό φύλλο. Αυτό, όταν το βάζανε στο φούρνο, το ταψί, αυτό το φύλλο σηκωνόταν σαν καβούκι από πάνω. Και μέσα το κατσίκι γινόταν ροδοκόκκινο. Μία η ώρα τα ταψιά όλα βγαίναν απ' τον φούρνο! Τελείωνε η δεύτερη Ανάσταση από την εκκλησία. Για να πάμε στην δεύτερη Ανάσταση και μόλις γυρνούσαμε την δεύτερη Ανάσταση έπρεπε να βγάλουμε το κατσίκι απ' τον φούρνο. Να καθίσουμε να φάμε πια με λαχτάρα το αρνί! Ή το κατσίκι. Ό, τι είχε ο καθένας. Ό, τι έβαζε στο ταψί μέσα. Εμείς είχαμε και απ' τα δυο αυτά κι ό, τι να ήταν βάζαμε. Είχαμε κι αρνιά, είχαμε και κατσίκια. Και έβαζε ο αδερφός μου, έσφαζε. Μοιράζαμε την άνοιξη που αρμέγαμε για πρώτη δόση το γάλα απ' τα ζώα. Δίναμε στην γειτονιά. Το μοιράζαμε το γάλα, το πρώτο που αρμέγαμε. Δίναμε σ' όλους από λίγο γαλατάκι να φάνε το Πάσχα. Να κάνουνε γιαούρτι, να κάνουν όλοι. Αυτοί που είχαν τα ζώα έτσι κάνανε. Δίνανε στην γειτονιά, σ' όλους. Από ένα κιλό, δυο κιλά, ανάλογα πόσο είχες γάλα. Αν έχεις πολύ, έδινες πολύ. Αν έχεις αυτό, έδινες πιο λίγο. Γάλα! Το είχαν το έθιμο αυτό οι μάνες μας. Να δώσουν το πράμα. Ύστερα, το έκανε τυρί, το δίναμε στον γαλατά. Στην αρχή το δίναμε στον γαλατά. Μετά κάναμε τυρί για το σπίτι. Κάναμε ωραία τουλούμια. 

Σ.Μ.:

Τι είναι τα τουλούμια;

Ε.Μ.:

Ο μπαμπάς τα έκανε. Έσφαζε από ζώο. Ήταν το δέρμα του ζώου, του αρνιού ή του κατσικιού. Το ξύριζε. Το 'κοβε με το ψαλίδι την τρίχα πολύ ψιλή, ψιλή, ψιλή την έκοβε την αυτή. Το σαπούνιζε. Το χτύπαγε, το φούσκωνε. Το ξέραινε στο, έξω στον ήλιο. Αφού καθάριζε καλά και στέγνωνε κι ήταν, δεν είχε τρίχα απάνω. Τρίχα είχε, αλλά ήταν πολύ ψιλή. Με το ψαλίδι. Δεν το ξύριζε. Το έκοβε με το ψαλίδι, έπρεπε να είναι. Το έκοβε την τρίχα. Κι έβαζε τυρί μέσα. Κι αυτά ήταν τουλουμίσια τα τυριά. Έκλεινε από πίσω με ξυλάκι τον κώλο του κατσικιού. Απ' τον λαιμό έβαζαν τα τυριά μέσα, τα κομμάτια μέσα. Το γέμιζαν αυτό το τουλούμι. Και το άφηνα στο κελάρι εκεί για τον χειμώνα. Κι αυτά πια γίνονταν πολύ νόστιμο τουλουμίσιο τυρί! Πάρα πολύ! Κατίκι κάνανε. Κατίκι κάνανε με γάλα. Στα γκιουμάκια μέσα, στα πήλινα. Βάζανε γάλα και τυρί και το λέγανε κατίκι κάνανε. Το αφήνανε εκείνο να λιώσει το τυρί μέσα. Κι ήταν σαν βούτυρο. Μ' αυτά τρώγαμε, παιδί μου, εκείνα τα χρόνια. Δεν είχαμε άλλα πράγματα! Μ' αυτά καταγινόμασταν! Δεν τρέχαμε στον μπακάλη, γιατί δεν είχαμε λεφτά! Ό, τι έβγαζες, έτρωγες. Θα πας και στον μπακάλη να πάρεις φασόλια. Άμα δεν είχαμε. Θα παίρναμε φακές. Θα δίναμε τυριά, να πάμε να πάρουμε ελιές. 

Σ.Μ.:

Ο μπακάλης τότε τι είχε;

Ε.Μ.:

Απ' όλα! Όπως είναι το σούπερ μάρκετ, είχε κι ο μπακάλης. Ήθελες μαρμελάδες, ήθελες βούτυρα, φυτίνη. Φυτίνη παίρναμε βούτυρο. Βούτυρο φυτίνη παίρναμε. Ύστερα, θρεψίνη παίρναμε. Και παίρναμε και τ' άλλα τα μαγειρέματα, για να φάμε, απ' τον μπακάλη. Αυτά είχαμε, τα πράγματα. Ούτε πολλά λούσα, ούτε πολλά ρούχα. Δεν είχε τότε ρούχα. Έρχονταν από την Αμερική. Στέλνανε, Ούντρα λέγανε. Η Ούντρα έφερνε ρούχα και τα μοίραζαν οι παπάδες στα χωριά.  Μας δίνανε από ένα δεματάκι. Τώρα πόση οικογένεια είσαι, ανάλογα σου δίνανε κάμποσα ρούχα εκεί πέρα. Άλλα μεγάλα, άλλα στραβά, άλλα γκαβά, τα δίνανε. Άλλα μας κάνανε, άλλα δεν μας κάνανε. Και θυμάμαι που μου δώσανε ένα ζευγάρι λαμέ παπούτσια. Κι είχε πολύ χιόνι κι εγώ τα 'βαζα. Ήταν μεγάλα κι εγώ τα έβαζα για να μην γλιστρήσω στα χιόνια. Για να πάω στην γειτονιά εκεί, φόραγα τα παπούτσια εκείνα με το τακούνι για να μπορέσω να μην πέσω, να μην γλιστρήσω απ' τα χιόνια. Τα φορούσα πια, χαρά, πασχαλιά, εγώ εκείνα τα, την γόβα. Ήμουνα μικρή και φόραγα την γόβα! Αχ, Θεούλη μου!

Ε.Μ.:

Αλλά ήμασταν, γιατί είχαμε την μάνα, γιατί είχαμε τον μπαμπά. Ο μπαμπάς πέθανε. Αλλά μετά από χρόνια λέγαμε: «Ο μπαμπάς μας να ζούσε τώρα, [01:30:00]να μας δει! Ο μπαμπάς να μας δει!». Αλλά, δεν ζούσε! Ο άνθρωπος είχε πεθάνει! Τι να κάνουμε! Κι αυτό, αρρώστησε κι έφυγε! Είχαμε την μάνα μας που μας παρηγορούσε μέσα στο σπίτι. Την γιαγιά μας, δηλαδή! Δεν μας έλειψε μέσα απ' το σπίτι! Ήταν χρόνια! Και μετά την έφερα την γιαγιά. Εδώ πέρα πέθανε, στο Καρυόφυτο! Στο τέλος την πήρα εγώ εδώ πέρα. Εδώ συγχωρέθηκε η μαμά μου! «Έλα, πάμε -λέω- να κάνουμε πάνω -λέω- το Πάσχα τώρα!». Το Πάσχα. Και μετά αρρώστησε και συγχωρέθηκε. Τον Ιούλιο πέθανε. Ήρθαμε εδώ για να κάνουμε το Πάσχα, και μετά αρρώστησε ξαφνικά. Έπαθε σαν εγκεφαλικό. Τα πόδια της δεν πιάνανε. Δεν πιάνανε τα χέρια της, τα πόδια της. Και συγχωρέθηκε η μάνα μου τον Ιούλιο! 18 Ιουλίου. 

Σ.Μ.:

Πάνε τώρα αυτά! 

Ε.Μ.:

Πέρασαν, πουλάκι μου! Τώρα, θα πεθάνουμε εμείς τώρα! Τώρα η σειρά μας θα ΄ρθει! Μεγαλώσαμε, πουλάκι μου! Μεγαλώσαμε, γιαβρί μου!

Σ.Μ.:

Μια χαρά είσαι!

Ε.Μ.:

Ναι! Ο θείος περιμέναμε να φύγει τώρα; Έφυγε ξαφνικά κι εκείνος, ξαφνικά τώρα! Έφυγε! Τον ζητάω κάθε μέρα! Δεν το βρίσκω! Πάει! Τι να κάνουμε τώρα! Τα παιδιά είναι παντρεμένα τώρα, καθένα στα σπίτια τους. Εδώ να είχαμε λίγο κόσμο, δεν θα με ένοιαζε! Αλλά δεν έχουμε κόσμο, πουλάκι μου, εδώ! Δεν έχουμε κόσμο. Πολλή ερημιά! 

Σ.Μ.:

Τώρα, πώς περνάει η μέρα σου;

Ε.Μ.:

Η μέρα μου τώρα, να! Λίγο έξω τα λουλούδια ποτίζω. Λίγο θα πιαστώ στην κουβέντα με την γειτόνισσα. Θα κάνω, θα κάνω το φαΐ. Αυτά. Δεν κάνω τώρα δουλειές, τίποτα. Μπαίνω λίγο στο θερμοκήπιο, που έχω πέντε ντομάτες, πέντε αγγούρια. Αυτά, πουλάκι μου. Δεν κάνω κάτι! Ήρθαν τα παιδιά τώρα, της Παναγίας! Τα εγγόνια όλα. Περάσαμε καλά με τα παιδιά λίγο. Τώρα θα 'ρθούνε πάλι. Τώρα θα πάρω ξύλα, θα ΄ρθουν τα παιδιά να, θα 'ρθούνε καμιά βόλτα. Τα νέα μας αυτά!

Σ.Μ.:

Ωραία! Σ' ευχαριστώ!

Ε.Μ.:

Παρακαλώ! 

Ε.Μ.:

Αυτά τα χρόνια που φεύγανε ο κόσμος στη Γερμανία, πήγε κι ένας εργάτης ο καημένος. Πήγε στην Γερμανία. Είχε και παιδί εδώ. Το άφησε, ένα αγόρι. Άφησε την γυναίκα του να πάει στη Γερμανία να δουλέψει και όποτε μπορέσει να πάρει και την γυναίκα του στη Γερμανία. Εκεί που πήγε και δούλευε σ' ένα αφεντικό, λέει: «Θα σου πω μια ιστορία! Όταν θα βλέπεις κάτι που δεν σ' ενδιαφέρει, δεν θα ρωτάς. Το θυμό σου να τον αφήνεις για το βράδυ... Για το πρωί! Άσε τον θυμό σου το βράδυ και πιάσε τον το πρωί. Να ξεθυμώσεις με όποιον είναι να πιαστείς. Και πράγμα που δεν σε ενδιαφέρει, δεν θα ρωτάς. Τον δρόμο που χαράζεις, δε θα τον αλλάζεις. Που λες θα φύγω στην Ξάνθη αύριο, θα πάω με το λεωφορείο, όποιος και να σε φωνάζει εσύ θα λες εγώ θα πάω με το λεωφορείο. Είπα θα φύγω με το λεωφορείο το πρωί. Δηλαδή, θα πάρεις αυτό που είπες. Με την συγκοινωνία που θες να πας». Έρχεται απ' την Γερμανία αυτός. Το παιδάκι του το είχε αφήσει πέντε, έξι χρονών, όταν έφυγε στην Γερμανία. Ήρθε με άδεια από την Γερμανία. Αυτά του τα είπε το αφεντικό. Πάει στο σπίτι, βλέπει ένα παλικαράκι. Παλεύει με την γυναίκα του εκεί, μέσα στο σπίτι. Απ' το παράθυρο βλέπει ότι ένα παλικαράκι είναι μέσα και παλεύει με την μάνα. «Βρε, εγώ να με τρώει η ξενιτιά κι αυτή έχει φίλο. Η γυναίκα μου -λέει- έχει φίλο -λέει- θα την σκοτώσω -λέει- θα την κάνω -λέει- θα την σκοτώσω». Δεν την είχε πει που θα 'ρθει. Ήρθε ξαφνικά να την κάνει έκπληξη. Λέει: «Αλλά με είπε το αφεντικό το βραδινό τον θυμό άστον για το πρωί. Να μη τώρα έρθω και την σκοτώσω -λέει - τώρα και θα πάω φυλακή. Ας πάω να κοιμηθώ στην αποθήκη». Είχε αποθήκη έξω στην αυλή. Πήγε αυτός κοιμήθηκε το πρωί στην αποθήκη. Σηκώνεται το πρωί, τι να δει; «Μαμά, μαμά -φωνάζει το παιδί- μαμά, μαμά!». «Ρε -λέει- τι θα έκανα θα σκότωνα το παιδί μου και την γυναίκα μου! Είδε το παιδί, μεγάλωσε -λέει- ψήλωσε -λέει- κι εγώ θα το σκότωνα!». Μπαίνει μέσα με χαρά τότε, τους αγκάλιασε, τους φίλησε, τα αυτά. Δεν είπε το μυστικό που έπαθε. Το κακό που έπαθε το βράδυ. Την άλλη μέρα, βγήκε πια στην πλατεία, να πάει στο χωριό του στην πλατεία, στα μαγαζιά, στα καφενεία. Απάνω σ' ένα τρίστρατο βλέπει έναν κι είχε ένα δέντρο και κόλλαγε φλουριά. Τον κοίταξε, τον κοίταξε, τον κοίταξε, τον ξανακοίταζε. «Τι είναι αυτός; Τρελός; Τι κάνει εδώ πέρα -λέει- και κρεμάει -λέει- πράγματα; Αλλά, -λέει- τι με νοιάζει; -είπε- Το αφεντικό μου με είπε να μην ρωτάω, όταν δεν με ενδιαφέρει». Πέρασε κι αυτό, πήγαινε να φύγει. «Έλα -του λέει- βρε, γύρνα πίσω! Είναι -λέει- κάνω δέκα χρόνια αυτή την δουλειά κι ο μόνος που δεν πέρασε, που δεν με ρώτησες τι κάνω. Έλα -λέει- πάρε τα φλουριά και κατεβαίνω κι εγώ απ' το δέντρο». Του 'δωσε τα φλουριά. Κέρδισε τα φλουριά που δεν είχε, που δεν ρώτησε. Τα πάει στο σπίτι τα φλουριά. «Αυτό κι αυτό γυναίκα. Δεν ρώτησα -λέει- είπα τι με νοιάζει -λέει- εμένα. Δεν τον ρώτησα και μου λέει: «Έλα παρ' τα τα φλουριά. Κατεβαίνω απ' το δέντρο εγώ». Τα πήγε στο σπίτι τα φλουριά. Δηλαδή, κέρδισε χρήματα χωρίς να, χωρίς να δουλέψει. Γιατί δεν ρώτησε. Αυτό ήταν, αυτό το παραμύθι ήτανε. Δεν είχε άλλο.

Ε.Μ.:

Να πω κι ένας άλλος γεωργός που έβγαλε πολλά πράγματα. Έβγαλε κρεμμύδια πολλά, έβγαλε σκόρδα. Και λέει: «Θα πάω κι ένα τσουβάλι του Βασιλιά. Να φάει κρεμμύδια». Σηκώνεται μια και δυο, παίρνει ένα τσουβάλι κρεμμύδια και τα πάει στον Βασιλιά. Πάει στον Βασιλιά, λέει ο φύλακας του Βασιλιά, λέει: «Τι θέλετε;». «Ήρθα -λέει- έβγαλα πολλά κρεμμύδια κι είπα να φέρω -λέει- του Βασιλιά ένα τσουβάλι κρεμμύδια». «Τι είναι τα κρεμμύδια;», λέει. «Αυτά τα κρεμμύδια -λέει- είναι, τα βάζουμε στο φαΐ, τα βάζουμε στις σαλάτες, τα βάζουμε. Τον πρώτο χορό σέρνουν. Παντού! Αν δεν έχεις κρεμμύδι, δεν κάνεις φαΐ!». Πάει αυτός, το λέει στον Βασιλιά: «Είναι ένας και -λέει- θέλει κάτι να σου φέρει -λέει- αφέντη Βασιλέα!». Πάει μέσα ο φύλακας, λέει: «Πήγαινε! -του λέει- ο Βασιλιάς θα σε δεχτεί μέσα είναι -λέει- σε δέχεται! Να πας μέσα!». Πάει μέσα ο γεωργός. «Τι είναι αυτό -του λέει- που μου έφερες;», λέει. «Κρεμμύδια είναι!», λέει. «Τι τα κάνουν αυτά;» Δεν τα ήξερε ο Βασιλέας. «Αυτά τα βάζεις στο φαΐ, τα βάζεις στη σαλάτα, τα βάζουνε παντού! Είναι το καλύτερο πράγμα -λέει- χωρίς κρεμμύδι, φαΐ δεν γίνεται!», λέει. Ο Βασιλιάς δεν το ήξερε πια. Τέλος πάντων! Τον έδωσε και τότε λέει: «Γυναίκα, τι να δώσουμε τον άνθρωπο που μας έφερε τέτοιο πράγμα, να βάλουμε στο φαγητό μας;». Τα έμαθε κι ο Βασιλιάς πια, που τα έφαγε και του άρεσε πολύ το κρεμμύδι. Κι ωμό και φαγητό και σε παντού. Το κρεμμύδι. Η Κρεμμύδω έσερνε τον χορό. Πρώτη! Μπορεί να την πετάξουμε στο τσουβάλι, έξω στην αποθήκη που έχει τα κρεμμύδια. Αλλά παντού στα καλύτερα παλάτια. Πρώτη θα βγει, η Κρεμμύδω! Δεν έχει! Βγαίνει πρώτο το κρεμμύδι, λέει. Παντού! Στις σαλάτες, στο φαγητό, παντού! Λέει: «Τώρα τι να του δώσουμε;». «Δώσ' του -λέει η γυναίκα- απ' το πολυτιμότερο πράγμα που έχουμε!». Πολυτιμότερο πράγμα ο Βασιλιάς είχε τον χρυσό! Τις λίρες! Παίρνει ένα πουγκί και του δίνει λίρες! Πάει ο άνθρωπος στο σπίτι. Χαρά, πασχαλιά! Στην γυναίκα του λέει: «Κοίτα, γυναίκα, -λέει- τι με έδωσε ο βασιλιάς! Με έδωσε λεφτά πολλά -λέει- θα ψωνίσουμε! Θα πάρουμε τραπέζια, θα πάρουμε καναπέδες, θα πάρουμε πράγματα». Λέει η γειτόνισσα: «Πού τα βρήκατε τα λεφτά και πήρατε πράγματα εσείς; -λέει- Φράγκα δεν έχουμε -λέει- λεφτά δεν έχουμε, πού τα πήρατε;». «Α! -λέει- πήγα ένα τσουβάλι κρεμμύδια τον Βασιλιά -λέει- και μου έδωσε ένα πουγκί -λέει- λίρες!». «Α! Εμείς βγάλαμε πολλά σκόρδα! Να τον πάμε σκόρδα ένα τσουβάλι», λέει η γειτόνισσα. Παίρνει τα σκόρδα, τα πάει στο Βασιλιά αυτός ο γείτονας. Τον δέχτηκε ο Βασιλιάς. «Τι με έφερες;», λέει ο Βασιλιάς. «Να, σε έφερα, Αφέντη Βασιλέα, αυτά! Τα σκόρδα! Είναι καλά σκόρδα, είναι για την υγεία μας καλό. Να τρώμε, να αραιώνει το αίμα, να κάνει αυτό. Είναι πολύ καλό το σκόρδο». Ε, θα φύγει ο άνθρωπος τώρα, λέει την γυναίκα του: «Δώσ' του το πολυτιμότερο πράγμα που έχουμε, γυναίκα!». Πάει, ετοιμάζει ο υπηρέτης ένα τσουβάλι κρεμμύδια. Και του δίνει ένα τσουβάλι κρεμμύδια! Και στεναχωρέθηκε τόσο πολύ ο άνθρωπος! Το είχανε πιο πολύ απ' τις λίρες πια, το κρεμμύδι μετά που φάγανε. Και τους έδωσε ένα τσουβάλι κρεμμύδια του απάνω και δεν τον έδωσε χρήματα, τον σκορδά. Μη το σκόρδο! Και την έπαθε ο καημένος! Την έπαθε -που λες- ο καημένος. Πάει [01:40:00]κι αυτό!

Ε.Μ.:

Α! Να πω κι αυτό! Να πω κι αυτό τώρα! Κι αυτό ιστορία είναι. Κάποτε εδώ, στο χωριό μας, ένας άντρας πείραξε ένα κορίτσι. Εκείνα τα χρόνια ήτανε αυστηρά αυτά τα πράγματα. Δεν είναι όπως τώρα, που πάνε τα κορίτσια με τα παλικάρια και κάνουν την δουλειά και δεν έγινε τίποτα. Εκείνα τα χρόνια ήταν αυστηρά. Τιμωρούταν αυτός που έκανε αυτό το πράγμα σε μια ανήλικη. Κι έρχεται ένας ζωέμπορος από την Καρβάλη, της Καβάλας το χωριό είναι αυτό. Στην Καρβάλη. Κι ερχόταν κι έπαιρνε πιστοποιητικό από την Κοινότητα, από τον άντρα μου που ήταν στην Κοινότητα ο άντρας μου. Κι αν ερχόταν βράδυ κανείς, έπρεπε να φιλοξενήσεις κιόλας, να πάρει το χαρτί. Γιατί δεν είχε ξενοδοχεία, δεν είχε τίποτα. Έπρεπε... Δεν είχε συγκοινωνία το βράδυ για να φύγουν. Και δεν είχαν αυτοκίνητα, κούρσες ο κόσμος για να 'ρθουνε. Όπως είναι τώρα τ' αυτοκίνητα. Έχουν όλοι βουρ, βουρ, τ' αυτοκίνητα κι έρχονται. Κι έπρεπε... Γεωπόνοι έρχονταν, τέτοια ερχότανε. Έπρεπε να πάει στο Πρόεδρο ή στον Γραμματέα να κοιμηθεί. Ερχόταν, τους παίρναμε και τους κοιμίζαμε. Ήρθε αυτός ο ζωέμπορας. Εντωμεταξύ, αυτή την άλλη που την είχε πειράξει ένας μεγάλος την κοπέλα αυτή, ήταν συγγενής μας. Του Νεοχωρίτη. Τους ήξερες τους Νεοχωρίτες; Ναι. Κι ήρθανε και συζητούσανε κι έλεγε ο μπαμπάς της: «Θα τον σκοτώσω, θα τον κάνω, θα τον ράνω!», γι' αυτόν που πείραξε το κορίτσι του. Και λέει: «Τι έχουν αυτοί -λέει- και μιλάνε κρυφά -λέει- από 'κει στο δωμάτιο;». Κι ο άντρας μου ήταν παρηγορητής, τους παρηγόραγε. «Θα περάσει κι αυτό! Θα περάσει! Κάτσε καλά! Έλα στα λογικά σου!», έλεγε τον μπαμπά της κοπέλας. «Μην κάνεις τίποτα, καμιά τρέλα και δεν ξέρω τι». Τον συμβούλευε, δηλαδή. Κι αυτός ο ζωέμπορος με ρωτάει εμένα: «Τι έχουν εκεί; Λένε μυστικά -λέει- από κει και συζητάνε;». Λέω: «Έγινε κάτι εδώ πέρα ένα αυτό και συζητάνε τώρα. Αυτός -λέω- ο μπαμπάς είναι πολύ θυμωμένος με τον γαμπρό αυτόν. Κι αυτό κι αυτό έγινε». «Κάποτε -λέει, το είπε ο ζωέμπορας αυτό- κάποτε λέει- ένας σκότωσε, ήταν τσοπάνης σε πρόβατα. Ήταν φύλαγε πρόβατα πολλά. Και το αφεντικό ήτανε ζωέμπορος. Αγόραζε κι άλλα ζώα. Είχε και την μάντρα του. Είχε και αγόραζε και πούλαγε. Κι έκανε εμπόριο. Είχε έναν τσοπάνη. Ο τσοπάνης ήταν παντρεμένος. Εντωμεταξύ, αυτός πάει το αφεντικό στην μάντρα και λέει: «Κοίταξε -λέει- θα φύγω τώρα για δυο τρεις μέρες, θα πάω για να βρω ζώα, να πάρω. Αλλά θα πηγαίνεις στο σπίτι να ταΐσεις το φαγητό. Γιατί η γυναίκα δεν μπορεί να 'ρχεται, να σου φέρνει το φαγητό εδώ, στην μάντρα. Θα πηγαίνεις να τρως και να παίρνεις και το ψωμί σου μαζί, να φεύγεις». «Καλά!», είπε. Έφυγε ο ζωέμπορος. Αυτός τι σκέφτηκε, πριν φύγει ακόμη; «Δεν τον σκοτώνω τώρα που έχει λεφτά; Να του πάρω τα λεφτά και να φύγω; Και να φύγω απ' την μάντρα! Να πω δεν μπορώ μόνος μου και δεν ξέρω τι!». Το σχεδίασε μόνος του! Ο τσοπάνης πιάνει και σκοτώνει το αφεντικό! Τον έθαψε. Και πέρασε καμιά βδομάδα, το αφεντικό δεν ήρθε. Και πάει στην γυναίκα του και λέει: «Εγώ δεν μπορώ να καθίσω μόνος μου -λέει- πρέπει να έρχεται το αφεντικό, να καθαρίζει τ' αχούρι το πρωί, να κάνει λεφτά. Εγώ δεν μπορώ -λέει- να τα κάνω, τις δουλειές. Θα φύγω! Πρέπει να βρείτε άλλον τσοπάνη!». Η γυναίκα είχε παιδιά. Μπορεί να είχε παιδιά. Και τα... Βρήκαν άλλο τσοπάνη. Έφυγε αυτός! Αυτός, όπως είπαμε, ήταν παντρεμένος. Έκανε παρέα με μιανού αστυνόμου γυναίκα, η γυναίκα του. Αλλά δεν είπε το μυστικό αυτό που έκανε και πήρε τα χρήματα στην γυναίκα του, να πει: «Σκότωσα τ' αφεντικό κι έκανα». Απλώς τον είπε τ' αφεντικό όπως τον σκότωνε, του λέει: «Κοίταξε να δεις πού είναι το φεγγάρι αυτή την στιγμή; Μια μέρα των ημερών, το φεγγάρι θα σε μαρτυρήσει!», του λέει την ώρα που θα τον σκότωνε. Το φεγγάρι ήταν, είχε μια στάση στον ουρανό που ήτανε, που έφεγγε! Και θα ήταν αξέχαστη αυτή η βραδιά, εκείνη. Λέει: «Το φεγγάρι θα σε μαρτυρήσει!». «Ναι θα με μαρτυρήσει -λέει- το φεγγάρι τώρα! Θα μιλήσει!». Τον κορόιδεψε αυτός ο τσοπάνος. Τον σκότωσε, τον έθαψε. Αλλά δεν πήγαν στο μυαλό τους τ' αφεντικά, του αφεντικού η γυναίκα ή τα παιδιά του ότι μπορεί να ήταν αυτός. Τον είχανε χρόνια, τον είχανε τσοπάνη και δεν το είχε κάνει αυτό το πράγμα. Μετά, του μπήκε ο Διάβολος μέσα του και το έκανε και σκότωσε τ' αφεντικό. Πήρε τα λεφτά, πήγε, έκανε ένα σπίτι. Έχτισε σπίτι αυτός, όλα καλά! Ωραία! Πάνε με την γυναίκα του να φάνε κάπου, σ' ένα μαγαζί. Κι αυτός ήρθε να κατουρήσει. Ήθελε να κατουρήσει, λέει. Και σηκώθηκε αυτός ο τσοπάνης να πάει, να κατουρήσει. Και κοίταζε εκείνη την ώρα το φεγγάρι, όπως ήταν την ώρα που σκότωνε τ' αφεντικό του. Ήταν στον ουρανό, ακριβώς! Πήγε παραπέρα στο μαγαζί. Κατούρησε έξω αυτός. Αλλά τον είδε η γυναίκα του  που μιλούσε. Η γυναίκα του τον είδε που μιλούσε, μόνος του. Και του λέει: «Την ώρα που κατούραγες, τι έλεγες -λέει- και μιλούσες συνέχεια κι έδειχνες με τα χέρια σου κι έδειχνες τον ουρανό;». «Τίποτα -λέει- Θα σου πω γυναίκα ένα μυστικό. Αλλά δεν θα το πεις πουθενά!». «Κάτι έλεγες -λέει η γυναίκα του- δεν μπορεί να μην έλεγες κάτι!». Λέει: «Εγώ -λέει- σκότωσα το αφεντικό! Και πήρα τα λεφτά του -λέει- κι ήρθα κι έχτισα σπίτι! Αλλά δεν θα το πεις πουθενά!». Αφού πέρασαν χρόνια, ξεχάστηκε αυτή η υπόθεση. Έκανε παρέα η γυναίκα του με την Αστυνομίνα, του Αστυνόμου την γυναίκα. Φιλενάδες ήτανε. Μιλούσαν, λέγανε μυστικά. «Θα σου -λέει- ο άντρας μου τι έκανε! Ο άντρας μου -λέει- σκότωσε τ' αφεντικό του. Που ήταν τσοπάνης -λέει- και σκότωσε τ' αφεντικό του. Ο άντρας μου -λέει- τον σκότωσε!». Πάει, το λέει στον Αστυνόμο, η γυναίκα του στον άντρα της. Και λέει: «Ξέρεις ποιος σκότωσε τον τάδε που σκοτώθηκε, ο ζωέμπορος, που ήτανε; Ήταν ο τσοπάνης -λέει- αυτός την έκανε την δουλειά!». Τσουπ -που λες- ο Αστυνόμος, πάει, τον πιάνει. Μετά από χρόνια! Και το φεγγάρι -λέει- τον φανέρωσε!». Ακούς; Μου την είπε ο ζωέμπορος απ' την Καρβάλη αυτή την παροιμία. Κι αυτός δηλαδή, είπανε, για τον, που πείραξε το κορίτσι: «Μια μέρα των ημερών θα την πληρώσει -λέει- αυτός! Δεν θα ξεχαστεί! Θα πληρώσει κι αυτός, τα παιδιά του!». Μου το είπε ο ζωέμπορος, αυτή την παροιμία. Φέτος δεν έγινε ένα; Πέρυσι έγινε; Στην τηλεόραση που το έδειξε, που ήταν ένας που έπαιρνε ζώα και με το τρακτέρ θάψαν τον άνθρωπο, στην μάντρα του; Σαν να ήταν αυτό! Αυτός, ο γάιδαρος, αυτός που το έκανε, που σκότωσε τ' αφεντικό του. Εκεί που πηγαίνανε και παίρνανε ζώα και κάνανε. Και τον σκότωσε. Και λέγανε ότι η γυναίκα του μπορεί να το 'κανε που ήταν Ρωσίδα η γυναίκα του, τι ήταν; Μια όμορφη γυναίκα, ξανθιά είχε! Στην τηλεόραση που το 'δειχνε! Τον σκότωσε και πήρε -τάχα είχε πάρει τα ζώα του και θα τα πλήρωνε- και πήγε τον σκότωσε και τον έθαψε με το τρακτέρ ολόκληρο. Και μετά από πολύ καιρό φανερώθηκε το τρακτέρ, το 'βγάλανε και το βρήκανε. Που έσκαψαν την μάντρα εκεί, και το είχε παραχώσει το τέτοιο. Μαζί με το τρακτέρ τον είχε τον άνθρωπο. Θάφτηκε! Στην τηλεόραση το έδειξε, αυτό το πράγμα! Σαν να ήταν αυτό που λέω εγώ! Ιστορίες πολλές, πουλάκι μου! Έχει ιστορίες!

Ε.Μ.:

Εγώ τον ζάλιζα τον θείο! Δεν έλεγε εκείνος. Δεν ήξερε να πει. Εγώ όλη την ώρα του έλεγα πράγματα. Εγώ του έλεγα πράγματα όλο. Πώς περάσαμε μικρά! Πώς κάναμε εκείνο, πώς κάναμε το άλλο! Πολλά!

Σ.Μ.:

Θεία, πώς αισθάνθηκες όταν ήρθε να σε πάρει τότε, στον Δαφνώνα;

Ε.Μ.:

Εγώ τον άρεσα! 

Σ.Μ.:

Ναι!

Ε.Μ.:

Τον άρεσα, μόλις ήρθε. Λέω: «Τι καλό παιδί που είναι αυτό!» Ήταν νέος. Ήταν είκοσι εφτά χρονών, ήτανε. Είκοσι εφτά; Είκοσι οχτώ χρονών, παντρευτήκαμε. Είκοσι εφτά; Ναι! Το '33 ήταν γεννημένος Εγώ ήμουν το '43. Δέκα χρόνια διαφορά είχαμε. Μικρά ήμασταν. Μας είπαν: «Είναι καλό παιδί! Πάρ' το!». Με το τέτοιο, δηλαδή. Αφού παίζαμε εμείς, σου λέω. Παίζαμε στην γειτονιά ακόμη! Ήμασταν δεκαεφτάμισι, δεκαοχτώ χρονών που παντρεύτηκα. Και παίζαμε στην γειτονιά, ολόκληρες γαϊδούρες. Παίζαμε εκεί πέρα. Ήμασταν μεγάλα. Και παίζαμε παιδιά. Με λένε: «Δεν θα βάλεις καπνά». Και χάρηκα! Που δεν θα βάζανε καπνά. Είχα χαρεί. Αλλά βάλαμε τέσσερα χρόνια καπνά. Βάλαμε. Τέσσερα χρόνια καπνά βάλαμε. Μετά πήραμε τα ζώα. Το πρωί βγαίναν τα ζώα έξω. [01:50:00]Το βράδυ γυρνούσαν απ' το κοπάδι. Τα είχαμε μέσα, στην αχυρώνα. Σταβλισμένα. Έπρεπε να καθαρίσω τον στάβλο εγώ το πρωί. Να βάλω να φάνε τα μοσχαράκια χόρτο. Γιαρμά, νερό. Να κάνω και του σπιτιού τις δουλειές. Αλλά δεν ήταν σαν τον καπνό να φεύγεις όλη μέρα. Άντε, το πρωί καθάρισες ένα καρότσι κοπριά, την έβγαζες στοίβες έξω, κοπριές, βγαίνανε. Αλλά δεν ήταν, όμως, όπως με τα καπνά. Να είσαι απασχολημένη όλη μέρα στον καπνό. Να πας μέχρι το απόγευμα να φυτεύεις και να 'ρθεις κουρασμένη. Να κάνεις δουλειές μετά και να κάνεις. Τα ζώα το πρωί βγαίναν στο κοπάδι, στο βουνό. Έρχονταν το βράδυ, με το ηλιοβασίλεμα. Έρχονταν να φτιάξουμε τα μοσχαράκια, να αρμέξουμε, να κάνουμε. Κιόλας δεν γινόταν με μιας να γεννήσουνε όλες οι αγελάδες. Ήταν πότε δυο γεννημένες, πότε μία γεννημένη. Έρχονταν με την σειρά. Πότε θα γεννήσουνε η κάθε μια. Και αυτά ήτανε. Πότε δίναμε γάλα στην Ένωση, το δίναμε. Πότε το κάναμε εμείς, το χρησιμοποιούσαμε. Αυτά, πουλάκι μου. 

Σ.Μ.:

Ωραία, θεία μου!

Ε.Μ.:

Τα νέα!

Σ.Μ.:

Σ' ευχαριστώ!

Ε.Μ.:

Παρακαλώ!

Ε.Μ.:

Εδώ είμαι με τον μπαμπά μου τα... Κοίτα 'δω! Με τον μπαμπά μου τα παιδιά. Εδώ! 

Σ.Μ.:

Θα τις βγάλω μετά. Πες μου!

Ε.Μ.:

Ναι! Είναι ο Γιώργος, ο μικρός ο γιος μου. Εδώ! Η Φωτεινούλα, ο Χρόνης και ο μπαμπάς. Εδώ είναι τα εγγόνια. Εδώ είναι τα εγγόνια! Τα παιδιά! Αυτά τα έβγαλε όλα η-. Της Σούλας η κόρη τα κάνει αυτά. Πήρε φωτογραφίες και τις έκανε. Ωχ, ωχ, ωχ, εδώ είμαι σαν το μπουρέκι. Δεν έχω εδώ! Εδώ η Φωτεινούλα αλλιώτικη είναι! Εδώ που έγινε κουμπάρα η Φωτεινούλα στης... Αυτή ήταν η άλλη αδερφή. Αυτή που ήταν στην Αμερική. Που λέγανε η Ελλάδα δεν την χόρτασε, να πάει στην Αμερική. Α, δεν σε είπα κι αυτό! Άι, άι, άι Στρατή μου, Στρατή μου χορεύεις εδώ. Κι ο Αναστάσης μαζί! Εδώ ο Χρόνης, εδώ χορεύει. Εδώ τα καπνά! Βγάλ' τα φωτογραφία, μην τα χάσεις. Τα καπνά! Έλα! Κοίτα, καπνά! Να, κι εγώ εδώ είμαι! Εδώ μέσα, ανάμεσα! Την φωτογραφία που ήθελα να δω, να σε δείξω, δεν την βρήκα, κορίτσι μου. Να με έβλεπες τι νιάτα που ήτανε! 

Σ.Μ.:

Εδώ πού είστε;

Ε.Μ.:

Εδώ είμαστε Θεσσαλονίκη. Βαφτίσαμε τον Στράτο. Η βάφτιση του Στράτου ήτανε. Πήγαμε σ' ένα μοναστηράκι έξω.

Ε.Μ.:

Όταν ο γαμπρός γυρίζει από το ταξίδι, το γαμήλιο ταξίδι, η πεθερά τον κερνάει γλυκό! Γλυκό! Εδώ! Και βγάλ' το φωτογραφία και βάλτο! 

Σ.Μ.:

Θα το βάλω!